Προσφυγικά Αλεξάνδρας: Η ιστορία πίσω από το πιο αδικημένο μνημείο
Δεν είναι μόνο αρχιτεκτονική, είτε ιστορική η αξία του κτιριακού μπλοκ που χτίστηκαν το ’30. Ανάμεσα στις οκτώ πολυκατοικίες υπάρχει η απάντηση στην πιο επιτακτική ανάγκη της εποχής μας.
- 25 ΑΥΓ 2022
Εάν το σώμα της Αθήνας αποκτούσε ξαφνικά φωνή, το πρώτο παράπονο που θα εξέφραζε θα ήταν για τα Προσφυγικά στην Αλεξάνδρας. Ενώ πρόκειται για ένα αναγνωρισμένο μνημείο, κηρυγμένο ως διατηρητέο από το ΚΑΣ εδώ και μια δεκαετία, ανεκπλήρωτες παραμένουν οι υποσχέσεις για την αποκατάσταση.
Και είναι πολλές οι φορές που ακούστηκε το σενάριο της κτιριακής ανακαίνισης για τα Προσφυγικά, από το μακρινό έτος του 1994 μέχρι το πρόσφατο 2019 και την Ανάπλαση Α.Ε., της οποίας η φόρα ήταν πολύ πειστική και γρήγορα εξασφάλισε την έγκριση της μελέτης από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, όπως και τους σχετική δέσμευση των πόρων από την Περιφέρεια. Το πλάνο ήταν η επαναφορά των οκτώ πολυκατοικιών στην αρχική τους μορφή – μια απλή αλλά απαραίτητη παρέμβαση, δηλαδή, για το βάρος κοντά ενός αιώνα, που κουβαλάει στην πλάτη τους τα κτίρια.
Αλλά τίποτα, προς το παρόν. Το χρονοδιάγραμμα έχει ξεχειλώσει, χωρίς εξηγήσεις από τους αρμόδιους. Ενώ, αντικειμενικά, η αποκατάσταση οκτώ πανομοιότυπων κτιρίων δεν είναι όσα κοστοβόρα είναι άλλες παρεμβάσεις ανάπλασης: περί τα 12 εκατομμύρια ευρώ ήταν το εκτιμώμενο ύψος και η παρέμβαση προδιαγεγραμμένη, αφού ως κηρυγμένο διατηρητέο μνημείο, τα Προσφυγικά στην Αλεξάνδρας δε μένει παρά να επαναφέρουν στο απόλυτο τη μορφολογία τους – συντήρηση στις όψεις, νέα δίκτυα και ένα φρεσκάρισμα στον περιβάλλοντα χώρο.
Κατά τα άλλα, οι οκτώ παραλληλόγραμμες πολυκατοικίες έχουν επιδείξει εντυπωσιακή ανθεκτικότητα στον χρόνο, όπως και τους πολέμους που τις σημάδεψαν· εμφανείς είναι οι τρύπες από τα Δεκεμβριανά μέχρι σήμερα. Όλα ήταν θέμα κατασκευής.
Τότε που οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι
Κατά τραγική ειρωνεία, ενώ το κράτος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή διέκοψε απότομα την οικοδόμηση του γηπέδου του Παναθηναϊκού και απαλλοτρίωσε όλη την έκταση για τους πρόσφυγες, καλλιεργώντας έτσι και τη γνωστή κόντρα των φιλάθλων με εκείνους, να που τελικά η ιστορία αντέστρεψε αυτή την ισορροπία και ο αθλητικός σύλλογος αποχωρεί από τη Λεωφόρο με προορισμό τον Βοτανικό και τις νέες εγκαταστάσεις της Διπλής Ανάπλασης, ενώ η τύχη της ανάπλασης των Προσφυγικών αγνοείται.
Συγκεκριμένα, η οικοδόμηση έγινε μεταξύ των ετών 1933 και 1935, όταν η Αλεξάνδρας ήταν άδεια από κτίρια και δεν αποτελούσε κύριο άξονα στο σχέδιο της πρωτεύουσας. Το μέγαρο για τον Άρειο Πάγο, για παράδειγμα, οικοδομήθηκε το 1967.
Σε εκείνη την περιοχή είχαν ήδη εγκατασταθεί προσφυγικές ομάδες, σε παραπήγματα που κατασκεύαζαν μόνοι τους. Στο πλαίσιο της στεγαστικής πολιτικής, ο αρχιτέκτονας Κίμωνας Λάσκαρις (με εμπειρία στο γραφείο του Le Corbusier) και ο πολιτικός μηχανικός Δημήτρης Κυριακού από την Τεχνική Υπηρεσία του Υπουργείου Πρόνοιας ανέλαβαν το έργο, με καθαρά ωφελιμιστική προτεραιότητα: κτίρια εργονομικά, που θα στεγάσουν όσο περισσότερο κόσμο μπορούν.
Το αποτέλεσμα ήταν 228 μικρά διαμερίσματα στις οκτώ τριώροφες πολυκατοικίες, οι οποίες αποτέλεσαν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας στη χώρα, όπως κι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα του μοντέρνου κινήματος. Όλα τα διαμερίσματα καταλαμβάνουν περί τα 45 τετραγωνικά μέτρα, είναι διαμπερή με ανοίγματα σε κάθε δωμάτιο και παρουσιάζουν εξαιρετική θερμοχωρητικότητα. Το ίδιο μελετημένα ως προς τον αερισμό είναι και το σύνολο των κτιρίων, με ενδιάμεσα κλιμακοστάσια.
Πρόβλεψη για τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των κτιρίων δεν υπήρχε: οι πρώτοι ένοικοι (πρόσφυγες οι οποίοι κληρώθηκαν και απέκτησαν τα σπίτια) ανέπτυξαν αυθόρμητα κήπους και αυλές. Ανάμεσα σε αυτές τις οικογένειες ήταν και εκείνη του αρχιτέκτονα Δημήτρη Ευταξιόπουλου, του οποίου η οικία ανοίγει για το κοινό σε κάθε διοργάνωση του Open House. «Τότε οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι και όλοι οι κάτοικοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας, πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι στις γιορτές», έχει αναφέρει σε μια συνέντευξή του.
Η δύναμη της δημόσιας σφαίρας στα Προσφυγικά
Λίγο πάνω από τους 50 είναι οι μόνιμοι κάτοικοι στα Προσφυγικά – τα περισσότερα διαμερίσματα είχαν αγοραστεί από την κτηματική εταιρία του Δημοσίου με πιεστικές διαδικασίες και δεκάδες άλλα απαλλοτριώθηκαν, όταν το κράτος είχε βάλει μπροστά το πλάνο της κατεδάφισης, πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το σχέδιο ευτυχώς δεν ευόδωσε, μετά τις αντιδράσεις αρχιτεκτόνων και όχι μόνο.
Διότι δεν είναι μόνο αρχιτεκτονική η αξία του μνημείου, ως άξιου δείγματος του μοντέρνου κινήματος. Ούτε μόνο ιστορική για την αποτύπωση της προσπάθειας στέγασης των αμέτρητων προσφύγων της Μικράς Ασίας. Είναι και μια άλλη, πολύ επίκαιρη δυναμική που το χαρακτηρίζει: αυτή της δημόσιας σφαίρας. Τα ανοιχτά στρέμματα μεταξύ των κτιρίων αποτελεί έναν «πορώδη κοινό χώρο», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο θεωρητικός Σταύρος Σταυρίδης.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα χάρισμα που διαθέτει το κτιριακό συγκρότημα εκ κατασκευής: από τα 14.5000 τ.μ. του χώρου, τα κτίρια πιάνουν μόνο τα 4.500 τ.μ., οπότε μένουν δέκα στρέμματα ελεύθερης χρήσης. Είναι σημεία ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο – ένα κατώφλι, όπου μπορούν να καλλιεργηθούν οι αξίες της συλλογικότητας και της συνύπαρξης. Και αυτή η ανάγκη είναι σήμερα πιο επιτακτική από ποτέ στο σώμα της Αθήνας.