No tears for the creatures of the night: Αναμνήσεις από το υπόγειο της Rebound
Για τρεισήμισι δεκαετίες αποτέλεσε τον αθηναϊκό ναό του dark wave και του post-punk, μία χρονομηχανή για ένα παράλληλο σύμπαν, και το μέρος που ο κόσμος πήγαινε να χορέψει χωρίς να τον νοιάζει τι θα πουν οι δίπλα του. Πρόσφατα, έκλεισε για πάντα τις πόρτες του. Ζητήσαμε από 10 θαμώνες να αφηγηθούν τις νύχτες που έζησαν στο θρυλικό γκοθάδικο της οδού Μηθύμνης.
- 30 ΜΑΡ 2022
Για τρεισήμισι δεκαετίες αποτέλεσε τον αθηναϊκό ναό του dark wave και του post-punk, μία χρονομηχανή για ένα παράλληλο σύμπαν, και το μέρος που ο κόσμος πήγαινε να χορέψει χωρίς να τον νοιάζει τι θα πουν οι δίπλα του. Πρόσφατα, έκλεισε για πάντα τις πόρτες του. Ζητήσαμε από 10 θαμώνες να αφηγηθούν τις νύχτες που έζησαν στο θρυλικό γκοθάδικο της οδού Μηθύμνης.
Η ιστορική ντίσκο στην Πλατεία Αμερικής έκλεισε το 2020 προσωρινά τις πόρτες της στα πλαίσια του πρώτου lockdown. Οι μήνες περνούσαν, τα περισσότερα μαγαζιά άρχισαν να λειτουργούν κανονικά (ή έστω με αποστάσεις), η Rebound όμως παρέμενε κλειστή. Όπως ήταν λογικό, οι θαμώνες αλλά και όλοι όσοι είχαν περάσει κάποια βράδια στο υπόγειο της οδού Μηθύμνης 43, στο μαγαζί που έστησε ο Ηλίας Γεωργουλέας, άρχισαν να αναρωτιούνται τι ακριβώς συμβαίνει. Θα μείνει κλειστή για λίγο καιρό, θα ανοίξει κανονικά για να συνεχίσει την πορεία της ή μήπως έριξε οριστική αυλαία;
Κανείς δεν περίμενε και σίγουρα κανείς δεν ήθελε να πιστέψει πως δε θα ξανανοίξει ποτέ. Η διασκέδαση άλλωστε στη Rebound ήτανε κάτι το δεδομένο από το 1986. Κάπως έτσι έγινε ένας θρύλος για την αθηναϊκή νύχτα.
Το όνομά της το οφείλει στον ιδιοκτήτη της, Ηλία Γεωργουλέα. Προηγουμένως είχε μία ακόμα θητεία κάποιων χρόνων ως συναυλιακός χώρος με το όνομα Blueberry Hill, αλλά και ως ροκάδικο με το όνομα Problem. Στα μέσα των 80s η διακόσμησή της παρέπεμπε στο όνομά της, Rebound, δηλαδή σε γήπεδο μπάσκετ. Γρήγορα όμως η διακόσμηση άλλαξε, για να συμβαδίζει με την goth αισθητική της dark wave και post punk μουσικής που αγαπούσαν οι θαμώνες της. Για 35 και πλέον χρόνια οι άνθρωποι που χόρευαν στην πίστα της εναλλάσσονταν, εκείνη όμως παρέμενε η ίδια.
Στις αρχές του περασμένου Ιανουαρίου, κυκλοφόρησε στο ίντερνετ η είδηση πως η Rebound κλείνει οριστικά. Ο λόγος δεν είναι πλέον το lockdown, αλλά η ανέγερση ενός νέου σχολικού κτιρίου σε απόσταση αναπνοής από το θρυλικό γκοθάδικο. (Η ύπαρξη σχολείου απαγορεύει την ύπαρξη κέντρου διασκέδασης σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων). Επομένως, είναι αλήθεια: το υπόγειο της οδού Μηθύμνης κλείνει οριστικά και το μόνο που έχουμε να ελπίζουμε είναι σε ένα τελευταίο πάρτι.
Πώς όμως ήταν η Rebound μέσα από τα χρόνια; Πώς ήταν ένα μαγαζί που από την πίστα του είχε περάσει όλη η νυχτερινή Αθήνα αλλά και διάσημοι καλλιτέχνες από τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τους Bad Seeds μέχρι την Eleanor Friedberger;
Ζητήσαμε από 10 θαμώνες της Rebound, άλλους φανατικούς και άλλους που απλά πέρασαν μερικά βράδια εκεί, να γυρίσουν τον χρόνο πίσω και να αφηγηθούν τις πιο δυνατές τους αναμνήσεις από το θρυλικό υπόγειο.
Η ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΚΟΥΒΙΝΟΥ, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων των εκδόσεων KAKTOS, σύχναζε στη Rebound στα 80s. Η «υπόγα», μας είπε, ήταν θρυλική για την αθηναϊκή νύχτα, γιατί δεν πρόδωσε ποτέ τους οπαδούς της. «Τη δεκαετία του ’80 που κυριαρχούσαν οι πολιτικές νεολαίες, τα πολιτικά συνθήματα και φυσικά τα σκυλάδικα υπήρχαμε και εμείς που αγαπούσαμε το punk, το post punk, και το new wave – είχαμε διαλέξει να είμαστε διαφορετικοί. Ήταν η εποχή που δε χρειαζόσουν το πιο επιτηδευμένο ντύσιμο παρά μόνο τα μαύρα και κάποιο παράξενο κούρεμα, ώστε να σε κοιτάνε σαν εξωγήινο. Όμως εμείς αναγνωριζόμασταν μεταξύ μας, επικοινωνούσαμε, ανταλλάσσαμε απόψεις για νέα συγκροτήματα, βιβλία, ταινίες και πολιτική. Μην ξεχνάμε πως τότε δεν υπήρχε το ίντερνετ, τα social media και το YouTube. Η απόκτηση πληροφοριών χρειαζόταν κόπο και προσπάθεια. Δεν ήταν εύκολη ούτε αυτονόητη.
Στη Rebound πρωτοπήγα το 1986. Ήμασταν μετρημένοι στα δάχτυλα αυτοί που ακούγαμε new wave μουσική, στην πραγματικότητα ήμασταν οι ίδιοι άνθρωποι που πηγαίναμε στις ίδιες συναυλίες και που συναντιόμασταν στα ίδια δισκοπωλεία (όπως το Happening) και σε άλλα μπαρ με αντίστοιχες μουσικές. H Rebound στη δεκαετία του ’80 δε διέφερε από άλλους παρόμοιους χώρους. Έγινε, όμως, θρυλική γιατί συνέχισε όλα τα επόμενα χρόνια να λειτουργεί αδιαλείπτως στον ίδιο ακριβώς χώρο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δίχως να προδίδει τους φανατικούς οπαδούς της.
Θυμάμαι το 1987, όταν επαιξαν στο Club 22 ο Nick Cave και οι Bad seeds, ήρθαν μετά τη συναυλία ο Βlixa Bargeld και ο Kid Congo Powers και έπαιζαν με το Pacman που υπήρχε στον χώρο».
Ο ΤΟΛΗΣ ΓΙΟΒΑΝΙΤΗΣ, Underground Κommando και πρώην συντάκτης του ελληνικού Metal Hammer, έμαθε τη Rebound μέσα από φήμες. «Υπήρξε εποχή που τα νυχτερινά μαγαζιά τα μάθαινες κι από διαφημίσεις στο ραδιόφωνο. Από flyers σε δισκάδικα. Με τη Rebound, δεν ήταν έτσι: τη Rebound δεν τη μάθαινες από πουθενά – μόνο από φήμες.
H Rebound ήταν πολύ πιο γαλήνια απ’το σπίτι μου. Είχε ωραία δροσιά πάντα. Αν μάλιστα δεν έπινες πολύ τεκίλα (δεν ξέρω στα αλήθεια αν ήταν τεκίλα) μάθαινες, αλλά κυρίως θυμόσουν ένα κάρο μουσικές.
Σαν μαλλιάς με μηδενικό fashion sense, δεν ανησυχούσα για το αν φαινόμουν αρκετά ντάρκης για το περιβάλλον. Το περίεργο είναι πως ακόμη κι ο πιο επιδέξια στολισμένος ντάρκης/ντάρκισσα εκεί δεν είχε κάποια τέτοια ανησυχία: Όλοι ήταν τόσο φυσικά αφύσικοι.
Οι μουσικές της Rebound -στα 90’s που την πρόλαβα- έδειξαν μια σχεδόν μέχρις εσχάτων αντίσταση στο fluxus της εποχής. Πολέμησαν με σθένος κι ένα σκουριασμένο post punk/new/cold-wave περίστροφο τους χεβυμεταλλικώς αναβιώσαντες ΓερμανοΣουηδούς κιθαροστρογότθους και δε δώσανε με τη μία Γη και Υδωρ όταν καλοσχηματισμένα κώλοι άρχισαν δειλά-δειλά να λικνίζονται χαιρετίζοντας την εκδίκηση του electro/industrial.
Οι θαμώνες το εκτίμησαν, οι τουρίστες αρχικά το περιφρόνησαν, αλλά όλοι μαζί στο τέλος υποκλίθηκαν στην πιο σταθερή αξία ενός μικρόκοσμου που μόνο με μισή καρτέλα βάλιουμ μπορούσες να αγνοήσεις πως κατέρρεε».
Η ABLAZE MEURSAULT, DJ και curator, όταν πήγε πρώτη φορά στη Rebound σκέφτηκε ότι θέλει να γυρίσει εκεί μία ταινία. «Στη Rebound πήγα πρώτη φορά το φθινόπωρο του 2011, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς είναι. Μέχρι τότε την Πλατεία Αμερικής την ήξερα μόνο σαν ένα κουτάκι στη Μονόπολη. Θυμάμαι να μου κάνουν έντονη εντύπωση η διακόσμηση, τα ρετρό τραπεζάκια (που δεν έκατσα τελικά ποτέ μες τα χρόνια), το μεγάλο μπαρ (που έκατσα ελάχιστες φορές και μόνο για λίγα λεπτά), οι θαμώνες και φυσικά η μουσική· δεν σταμάτησα να χορεύω και αυτό στην Αθήνα ήταν και είναι μεγάλη υπόθεση. Η περιοχή της πίστας είχε κάτι το μαγνητικό.
Ένιωθα ότι κανείς δε με κοιτούσε και ότι εκείνο το βράδυ δεν ήξερα κανέναν άλλο πέρα από τη φίλη μου, είχα ένα αίσθημα ελευθερίας. Τα φώτα ήταν χαμηλά και ο κόσμος πολύς. Στην πίστα μπορούσες να δεις μόνο τους πολύ κοντινούς σου. Αναρωτιόμουν ποιοι ήταν αυτοί που στέκονταν στην άκρη. Θυμάμαι μόνο σκοτεινές φιγούρες.
Τις επόμενες εβδομάδες σκεφτόμουν ότι θέλω να κάνω μια ταινία εκεί. Μία ταινία για αυτούς που βγαίνουν τα ξημερώματα από την «υπόγα», που χορεύουν σαν τον Ian Curtis ή μοιάζουν να λιώνουν από τις μελωδίες των σχεδόν κρυμμένων DJs. Μελωδίες μιας άλλης εποχής που έπαιζαν λίγο πιο χαμηλά σε ένταση από ότι ήθελα και σίγουρα δεν ήταν όλες εξίσου γνώριμες. Προσπαθούσα να συγκρατήσω τους στίχους για να τις ψάξω. Μια άλλη φορά, όμως, τους ήξερα όλους και τους τραγούδησα δυνατά. Έπαιζε Οδός 55, το Αττική – Βικτώρια.
Καμία άλλη βραδιά που πήγα δεν ένιωσα έτσι, όπως την πρώτη, με εξαίρεση την Πρωτοχρονιά του 2020. Θυμάμαι να χορεύουμε το Goodbye Horses. Σύμφωνα με τον συνθέτη του κομματιού, William Garvey, “the song is about transcendence over those who see the world as only earthly and finite. The horses represent the five senses discussed in the Bhagavad Gita and the ability to lift one’s perception above these physical limitations and to see beyond this limited Earthly perspective.”
Όσο για την ταινία που ονειρεύτηκε; «Δεν την προχώρησα ποτέ. Ευτυχώς, το έκανε η Δάφνη Χαιρετάκη στο Αρχιπέλαγα, γυμνοί γρανίτες του 2014».
H ΕΛΕΝΗ ΤΩΜΑΔΑΚΗ, εικαστική καλλιτέχνις, χωρίς να το γνωρίζει σύχναζε στο ίδιο μέρος, στο οποίο έβγαινε και ο πατέρας της στα 80s, στη ντίσκο Rebound. «Mε ρωτησε μια μέρα ο μπαμπάς: “Η Rebound που πάτε είναι μια υπόγα εκεί στην Πατησίων;” για να συνεχίσει: Βρε, εκεί πήγαινα κι εγώ μικρός!»
Έτσι μου είχε πει ενθουσιασμένος – αλλά που να’ ξερε. Δεν ξέρω πως βρεθήκαμε εκεί την πρώτη φορά εγώ και οι φίλες μου, αλλά ήμασταν άμαθες και ενθουσιαστήκαμε. Δεν είχαμε ταξιδέψει στο εξωτερικό (ούτε στα εσωτερικό) και δε γνωρίζουμε πώς να το προσδιορίσουμε, ούτε σαν χώρο ούτε σαν μουσική. Ούτε club, ούτε μπαρ, ούτε ντίσκο, ούτε ποπ, ούτε ροκ, ούτε techno. Κάτι για Βερολίνα, κάτι για dark wave και post punk μας τα’πανε μετά. Η Rebound ήταν η Rebound»
Για την Ελένη, η Rebound ήταν ένα μέρος που δεν έχει βρει αλλού στον κόσμο. «Και τώρα που έχουμε ταξιδέψει πολύ, δεν έχω βρει άλλο τέτοιο μαγαζί πουθενά».
Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΧΑΤΖΗΕΛΕΝΟΥΔΑΣ, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, θυμάται τη Rebound μέσα από μια σκηνή στη Νορβηγία. «Άρχισα να πηγαίνω στη Rebound στις αρχές των ’00. Τότε έβλεπες 20-30 άτομα ντυμένα ιδιόρρυθμα να χορεύουν στην πίστα. Μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ξαναπήγα στο μαγαζί και συνάντησα έναν ασφυκτικά γεμάτο χώρο, που ούτε το ποτό σου δε μπορούσες να κρατήσεις. Έκανα καιρό να ξαναπάω.
Η πιο ευχάριστη ανάμνηση που έχω είναι τον Βαγγέλη Μουρίκη σε ρόλο βαμπίρ, στην ταινία Νορβηγία, να χορεύει ασταμάτητα στην πίστα της Rebound λέγοντας:
– Γιατί χορεύεις συνέχεια;
-Αν σταματήσω να χορεύω, θα σταματήσει η καρδιά μου.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΚΙΝΟΣ, DJ και ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους γκοθάδες της πόλης, δεν ήταν ποτέ θαμώνας στη Rebound αφού συνήθως έπρεπε να δουλεύει σε άλλα μαγαζιά, θυμάται όμως ξεκάθαρα την πρώτη φορά που κατέβηκε σε αυτό το υπόγειο στα τέλη των 80s. «Ήμασταν μια ετερόκλητη μουσικά παρέα που ο μόνος που ήθελε να πάμε ήμουν εγώ. Με χίλια ζόρια και γκρίνια πήγαμε τελικά, εγώ φορώντας μαύρα γυαλιά ηλίου (μέσα στη νύχτα θυμίζω) σαν και αυτά του Wayne Hussey των Mission, τα οποία έβγαλα στη Rebound για να φανεί το άτσαλο eyeliner μου – ήμουν στα πρώτα βήματα τότε.
Αρκούσαν τα πρώτα πέντε λεπτά για να ξεχωρίσεις τις φυλές: Cure-άδες σε άτυπο μίσος και ειρωνείες με τους Nephilimάδες, υπεροπτικοί Sister-άδες, Nick Cave οπαδοί με σακάκια, ρομαντικοί new wave-άδες, ιδεολόγοι post punk fans, εκλεκτικοί neo folk fans, όλοι ήταν εκεί περιμένοντας την ώρα -το τραγούδι δηλαδή- που ο καθένας και η καθεμία θα χανόταν στην πίστα».
Για εκείνον όμως η Rebound δεν ήταν πια αυτό που ήταν κάποτε. «Τελευταία φορά που πήγα ήταν το 2019 και αν εξαιρέσεις τη διακόσμηση και την παράκμα που έτσι κι αλλιώς απέπνεε το μέρος, τίποτα άλλο δε θύμιζε Rebound.
Hipsters, κορίτσια με καρό φουστίτσες, όλη η ΑΣΟΕΕ και η Καλών Τεχνών εκεί (κι εγώ άλλωστε με μια φοιτήτρια της Καλών Τεχνών είχα πάει), αλλά ζήτημα είναι να είδα καμιά 10αριά γκοθάδες (και ήταν γεμάτο). Αυτό το “άνοιγμα” του κοινού δεν ήταν κακό φυσικά. Κακό ήταν ότι -σχεδόν- κανείς δεν ενδιαφερόταν για τη μουσική και αυτό το έβλεπες ξεκάθαρα μπροστά σου. Ίσως, αυτό να εξηγεί τους τίτλους τέλους. Αν τελικά είναι αυτοί οι τίτλοι τέλους».
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΤΣΙΑΣ, εκδότης της Ars Nocturna και τακτικός θαμώνας της Rebound, κάθε φορά που κατέβαινε τα σκαλιά και έμπαινε στον χώρο ένιωθε ένα αίσθημα μυσταγωγίας. «Η Rebound υπήρξε σταθερό σημείο αναφοράς για όλους τους λάτρεις της εναλλακτικής σκηνής, αλλά ειδικότερα για τους θιασώτες της σκοτεινής πλευράς της. Η ανακάλυψή της για μένα ήρθε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν τα μουσικά μου γούστα άρχισαν να μετατοπίζονται από το punk και το alternative rock, προς το post punk, το dark wave και τα λοιπά συναφή sub-genres.
Η πρώτη φορά που την επισκέφτηκα παραμένει χαραγμένη στη μνήμη μου καθώς κατέβαινα τα σκαλιά και ακουγόταν από κάπου στο τέρμα της σκάλας η μουσική που αγαπούσα. Αμέσως ένιωσα μια ανεξήγητη οικειότητα με τον χώρο. Μου έκανε εντύπωση ότι, αν και είχαμε μπει πια στη νέα χιλιετία, αισθητικά ανήκε σε άλλη εποχή. Σε αυτό συντελούσαν όχι μόνο ο μινιμαλιστικός διάκοσμος, αλλά και οι ενδυματολογικές επιλογές των θαμώνων που χόρευαν τελετουργικά στην ξύλινη πίστα.
Έκτοτε, επισκεπτόμουν τη Rebound τακτικά, αλλά πάντα μου δημιουργούσε μια αίσθηση μυσταγωγίας. Πολλοί δίσκοι που αγόρασα εκείνα τα χρόνια προήλθαν από τα ακούσματα αυτού του μοναδικού χώρου».
Ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΟΣ, κομμωτής και συνιδιοκτήτης του Lemon Poppy Seed, πέρασε σχεδόν όλα του τα Σάββατα από το 1989 μέχρι περίπου το 1995 στη Rebound. «Αν θυμάμαι καλά, πρώτη φορά πήγα στο μαγαζί τον Δεκέμβριο του 1989. Μπαίνοντας εκείνο το βράδυ εκστασιάστηκα: Ήταν το μέρος που ένιωσα ότι ανήκα. Η μουσική ήταν πάνω κάτω οικεία και γνωστή αλλά η ατμόσφαιρα και τα άτομα ήταν συγκλονιστικά. Έβλεπες πολύ ακραίες εμφανίσεις σαν να παρακολουθούσες video clip των Bauhaus.
Η πλειοψηφία των κοριτσιών και των αγοριών είχαν όρθια μαλλιά με ξυρισμένα πλαϊνά, βαμμένα μαύρα-μπλε ή κόκκινα. Σκοτεινές παρουσίες με μυτερά παπούτσια, κολλητά παντελόνια και άπειρο βάψιμο. Η μουσική βαριά καταθλιπτική, ο χώρος και η πίστα γεμάτη με άτομα που χόρευαν μπρος πίσω ο καθένας το δικό του κόλλημα. Υπήρχαν πάνκηδες και σκινάδες επίσης. Άτομα με πολλά παρατσούκλια που δεν έχει σημασία να αναφερθώ αλλά νομίζω ότι ακόμα έτσι τους λέμε και τους θυμόμαστε.
Στη Rebound πέρασα σχεδόν όλα μου τα Σάββατα μέχρι περίπου το 1994 με 1995. Πήγαινα κατά τις 12 και έμενα μέχρι το κλείσιμο. Πολλές φορές βρισκόμασταν διάφοροι σε συναυλίες και όταν τελείωναν παίρναμε τρόλεϊ και πηγαίναμε στην Πλατεία Αμερικής. Όταν έκλεινε το μαγαζί αράζαμε διάφοροι στη Φωκίωνος Νέγρη μέχρι να αρχίσει να κυκλοφορεί κόσμος. Ο Ηλίας (Γεωργουλέας) πάντα στην είσοδο, παρουσία που δεν ήθελες να νευριάσεις.
Κλασσικοί στα decks, ο Σπύρος και ο Παναγιώτης που μου έκαναν τη χάρη να βάζουν Minimal Compact και Mecano όταν τους ζητούσα για να χορέψω. Οικείες και οι φιγούρες των παιδιών του μπαρ. Tα άτομα που πηγαίναμε εκεί βρίσκαμε κοινή την αγάπη μας για τη μουσική, ανταλλάσαμε απόψεις για το μπάσο ή τα φωνητικά σε κάποιο κομμάτι, συζητούσαμε για τους νέους δίσκους (πού θα τους βρούμε και πόσο τους πήραμε), διαφωνούσαμε για το αν τα νέα κομμάτια του τάδε συγκροτήματος ήταν αντάξια των παλιών, ποιοι ήταν πιο καλοί: οι Sisters ή οι Nephilim; ‘
Συζητούσαμε για ρούχα, μαλλιά, συζητούσαμε για θέματα που αφορούσαν την ύπαρξή μας, αλλά πάνω απ’ όλα χορεύαμε. Υπήρχαν αυτοί που χόρευαν Cure, οι άλλοι που χόρευαν Sisters και τα συναφή, οι του Cave, των Bauhaus και πήγαινε έτσι. Περίεργο όνομα για ένα σκοτεινό μαγαζί που δεν είχε καμία σχέση με τον αθλητισμό και το μπάσκετ αλλά μάλλον κάναμε πολλά χιλιόμετρα στην πίστα του.
Στη Rebound έζησα έντονες στιγμές, ήταν από τις πιο σκοτεινές στιγμές της ζωής μου αλλά τη θυμάμαι πάντα με μεγάλη αγάπη και ακόμα θεωρώ τον εαυτό μου κομμάτι της. Λέω ακόμα ότι είμαι ντάρκης».
Η ΔΑΝΑΗ ΣΟΦΙΑ ΒΑΡΔΑΛΗ, δημοσιογράφος, πήγε πρώτη φορά στη Rebound το 2015, ένιωσε όμως ότι καταδύεται στα ‘80s. «Η εμπειρία μου με τη Rebound ήταν παραδόξως αρκετά όψιμη. Για πολλά χρόνια άκουγα αφηγήσεις από φίλους για την πολυθρύλητη ντίσκο που ανοίγει μόνο Σάββατα στην Πλατεία Αμερικής και παρακολουθούσα τις αναπαραστάσεις τους από χορευτικές φιγούρες που είχαν δει -ή χορέψει- στην πίστα της. Για πολλούς από αυτούς, καθότι κάτοικοι εξωτερικού ή άλλων πόλεων, η επίσκεψη στη Rebound ήταν μέρος του τελετουργικού του stopover στην Αθήνα πριν πάρουν το πλοίο το επόμενο πρωί (κατευθείαν, χωρίς ύπνο) για κάποιο νησί.
Για πολλά χρόνια η αθηναϊκή νύχτα είχε για μένα κάτι το μυστηριακό. Ως κάτοικος Θεσσαλονίκης, οι επισκέψεις μου στην πόλη ήταν κατά βάση για συναυλίες, παραστάσεις, εκθέσεις, αλλά ας μη γελιόμαστε, κυρίως για εξόδους στα μπαρ. Παρά τα αμέτρητα ξενύχτια όμως, η κατεύθυνση της νύχτας ποτέ δε με έβγαλε προς τα εκεί.
Μέχρι που μετακομίζοντας το 2015 στην Αθήνα, είχε έρθει επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου. Κατεβαίνοντας για πρώτη φορά τα σκαλιά της Rebound ένιωσα πως καταδύομαι στα ‘80s, πως μάλλον κάπως έτσι θα ήταν και η αίσθηση όταν έμπαινες στο CBGB. Ένιωσα πως είναι το μόνο μέρος όπου πραγματώνεται η αυθεντική ουσία του rock’n’roll και δεν μπορείς παρά να χορέψεις και να αφεθείς απολύτως στη μουσική και στη βαθειά νύχτα».
Ο SEABOY, DJ και φανατικός θαμώνας της Rebound, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που προσεγγίσαμε για αυτό το αφιέρωμα. H Rebound είναι σύμφωνα με εκείνον ένα μαγαζί που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Ευρώπη – και πρόκειται για έναν άνθρωπο που έχει ζήσει στο Βερολίνο στα 80s και στα 90s. «Προσπαθώ να ξεκινήσω να γράψω δυο λόγια για τη Rebound, αλλά κάθε μου προσπάθεια καταλήγει να μοιάζει με νεκρολογία. Και είναι. Αυτό το θρυλικό μαγαζί που κρατούσε ζωντανά τα σαββατόβραδα στην Αθήνα -και που όμοιό του δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Ευρώπη- ήταν το πιο πρόσφατο θύμα της πανδημίας. Ο τελευταίος μοϊκανός της Αθήνας μετά το συχωρεμένο παλιό Decadence, στο οποίο είχα την τιμή να είμαι ο τελευταίος υπεύθυνος.
Ένας χώρος μοναδικός στον οποίο έμπαινες στις 3:00 το πρωί για να ζήσεις για τις επόμενες τρεις ώρες σε ένα παράλληλο σύμπαν τόσο μαγικό που δεν χρειάζονταν καν ναρκωτικά για να τριπάρεις. Με πίστα για να χορέψεις χωρίς αύριο και σκοτεινές γωνίες επενδυμένες με την ίδια καμένη από τα τσιγάρα του 1980 μοκέτα, για να χαθείς και να ακούσεις μουσικές που δεν ακούγονται πλέον πουθενά αλλού, εκτός ίσως από το Teddy Boy και το Alphaville.
Με τη διαφορά ότι εκεί μπορούσες πραγματικά να χορέψεις και όχι μόνο να λικνίζεσαι με ένα ποτό στο χέρι. Ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια, με Cliff Harper και Katerina Dioni στα decks, ήταν μουσικά η καλύτερη περίοδος για το μαγαζί. Darkwave wave, New Wave, minimal synth, post punk μαζί με ότι πιο πρωτοποριακό έχει δώσει η σκηνή της ηλεκτρονικής μουσικής». Πράγματι, ο χορός στην πίστα της Rebound είναι αυτό που λείπει τώρα σε όλους τους θαμώνες της.
«Δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον κανένα μέρος για να χορέψει κάνεις στην Αθήνα αν δεν είναι 16 χρονών και δεν πηγαίνει στο Lohan. Ραντεβού στον Μύλο στην Ανάφη!».