Μπορούν οι vegan να φάνε όπου θέλουν στην Αθήνα;
Μια συζήτηση γύρω από τον βιγκανισμό με τρεις γυναίκες που έχουν να μοιραστούν διαφορετικά βιώματα και ιστορίες, για το πόσο εύκολο είναι να αποκλείσεις τα ζωϊκά προϊόντα από τη ζωή σου και αν η Αθήνα είναι μια πόλη φιλική προς τους vegan.
- 6 ΔΕΚ 2022
Έχουμε μάθει ότι το φαγητό μπορεί να μας φέρει κοντά, λειτουργώντας σαν γέφυρα για όσα τυγχάνει να μας χωρίζουν. Τον τελευταίο καιρό, η λέξη συμπερίληψη τρεντάρει σχεδόν σε κάθε πτυχή της ποπ κουλτούρας, από τη μόδα μέχρι το σινεμά, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί χώρος για όλους. Ο διάλογος περί διαφορετικότητας άνοιξε και με το πέρασμα των χρόνων είδαμε κάποιες ουσιαστικές αλλαγές εκπροσώπησης σε διαφορετικούς κλάδους, ακόμα και τη γαστρονομία.
Ζούμε σε μια εποχή όπου οι διατροφικές μας αντιλήψεις απέχουν μακρά από το μότο που ήθελε το γάλα να μεγαλώνει γερά παιδιά. Το ανθρώπινο είδος εξελίσσεται, ο τρόπος ζωής μας αλλάζει και πεποιθήσεις που κάποτε ήταν βαριές σαν βράχοι, διαλύονται. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι υιοθετούν πιο plant-based διατροφές, γίνονται χορτοφάγοι ή περνάνε ολοκληρωτικά στην αποχή από οποιοδήποτε ζωικό παράγωγο – κοινώς γίνονται vegan.
Εκτός από τη βασική, επισιτιστική του ιδιότητα, το φαγητό λειτουργεί ως μέσο κοινωνικοποίησης. Αν αναλογιστούμε όμως ότι όταν καθόμαστε όλοι γύρω από ένα τραπέζι και δεν έχουμε τις ίδιες διατροφικές προτιμήσεις, πόσο προωθείται τελικά η κοινωνικότητα; Αν κάνω μια αναδρομή στο παρελθόν, έχω να θυμηθώ λουκούλλεια γεύματα για παμφάγους και κάποια λειψά πιάτα για τον έναν που δεν έτρωγε κρέας, που ήταν συνήθως ψητά λαχανικά. Η ίδια λογική επικρατούσε για καιρό και στα εστιατόρια της πόλης.
Σήμερα, η αθηναϊκή γαστρονομική σκηνή φαίνεται πιο ενδιαφέρουσα από ποτέ. Είναι όμως ουσιαστικά συμπεριληπτική; Η Έλλη Στούρνα, vegan ακτιβίστρια, η πολυπράγμων Nicoletta Barbata και η αυτοδίδακτη baker Φαίδρα Μαυροειδή Σβανά μοιράζονται διαφορετικά βιώματα και ιστορίες, για το πόσο εύκολο είναι να αποκλείσεις τα ζωϊκά προϊόντα και αν η Αθήνα είναι τελικά μια πόλη φιλική προς τους vegan.
Μπορεί έν@ vegan να φάει όπου θέλει στην Αθήνα;
Η Έλλη Στούρνα ακολουθεί αποκλειστικά φυτική διατροφή εδώ και επτά χρόνια και αντιμετωπίζει τον βιγκανισμό ως ένα συνολικό τρόπο ζωής απέναντι στην εκμετάλλευση και τη βία που υφίστανται τα ζώα. «Δεν καταναλώνω κανένα ζώο της ξηράς ή της θάλασσας, καθώς και κανένα προϊόν ζωικής προέλευσης, όπως είναι τα αυγά, τα γαλακτοκομικά και τα προϊόντα μελισσοκομίας» εξηγεί η ίδια, συμπληρώνοντας ότι απέχει συνολικά από κάθε προϊόν ή υπηρεσία που εμπεριέχει εκμετάλλευση ζώων, είτε αυτό αφορά στην παρασκευή ρούχων και ευρύτερα υλικών, είτε στη χρήση ζώων για θεάματα, όπως τα τσίρκο ή οι ζωολογικοί κήποι, είτε τη διεξαγωγή πειραμάτων.
«Όταν πρωτοέγινα vegan δεν υπήρχαν αρκετές επιλογές στα μενού των εστιατορίων της Αθήνας, ούτε και ιδιαίτερα πολλά vegan εστιατόρια, γι’ αυτό και επέλεγα τις περισσότερες φορές να τρώω σε ταβέρνες που είχαν πληθώρα φυτικών πιάτων από την ελληνική παραδοσιακή κουζίνα, όπως είναι τα όσπρια και τα λαδερά. Πλέον η Αθήνα έχει δεκάδες vegan εστιατόρια, ενώ παράλληλα δε νοείται σύγχρονο μενού χωρίς έστω κάποιες vegan επιλογές. Αυτό έγινε μέσα σε λίγα μόνο χρόνια αλλά είναι μια πραγματικά πολύ ευχάριστη εξέλιξη. Παρόλα αυτά, δυστυχώς δε λαμβάνουν όλα τα εστιατόρια εξίσου σοβαρά τις διαφορετικές διατροφικές επιλογές, με αποτέλεσμα συχνά να βλέπουμε λανθασμένη σήμανση (πχ γράφουν vegan σε προϊόντα που περιέχουν ζωικά συστατικά), ελλειπή ενημέρωση σχετικά με το τι καθιστά ένα τρόφιμο vegan ή ακόμα και αδιαφορία για τη σωστή σήμανση. Θέλω να πιστεύω ότι τα περιστατικά αυτά χρόνο με το χρόνο θα είναι όλο και λιγότερα».
Η Nicoletta Barbata είναι από την Ιταλία αλλά δηλώνει Ελληνίδα κατά ένα τέταρτο. Μένει στην Ελλάδα από το 2017, ακολουθώντας το όνειρό της να ζήσει μόνιμα σε ένα νησί. Αφού έμεινε στη Σαντορίνη, πλέον κατοικεί στην Ανάφη, προσπαθώντας να ζει όσο πιο ήρεμα και κοντά στη φύση γίνεται. Στα 41 της χρόνια, η Nicoletta δεν έχει φάει κρέας τη μισή της ζωή.
«Από τα 15 μέχρι τα 30 ήμουν χορτοφάγος. Πλέον, από τότε που μετακόμισα στην Ελλάδα, ακολουθώ μια vegan διατροφή και έναν υγιεινό τρόπο ζωής. Η μάνα μου λέει ότι μια μέρα χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μας ένας βουδιστής μοναχός και μετά από μια συζήτηση που είχαμε, μου άφησε ένα βιβλίο που μιλούσε για μια χορτοφαγική διατροφή και στάση ζωής. Μέχρι τότε ήμουν βασικά κρεατοφάγος και έτρωγα μόνο κρέας κι όταν ερχόμουν διακοπές στην Ελλάδα έτρωγα όσα καλαμάκια χοιρινό μπορούσα…Ανακάλυψα ότι ήταν δυνατόν να ζήσω χωρίς να προκαλώ πόνο σε κανέναν και ξεκίνησα να είμαι χορτοφάγος. Τότε ήταν αρκετά δύσκολο να είσαι απλά χορτοφάγος και κάποια στιγμή, μετά από λίγη έρευνα, κατάλαβα ότι δεν ήθελα να τρώω πια ούτε αυγά ούτε γαλακτοκομικά, αφού θα συνέχιζα να προκαλώ πόνο και μόνο τρώγοντας αυτά”.
Η αρχή ήταν δύσκολη για την ίδια, αφού η ιδέα του βιγκανισμού της φαινόταν σχεδόν αδύνατη ως προς τη σχέση της με τους ανθρώπους γύρω της. «Δεν ήθελα να τους φέρω σε δύσκολη θέση με το φαγητό και να λέω: “Κάλεσε με στο τραπέζι, αλλά δεν τρώω ούτε αυτό ούτε εκείνο”. Για κάποια χρόνια, βασικά όταν ήμουν στο Λονδίνο, έκανα ένα περίεργο break: δε θεωρούσα πια τον εαυτό μου vegetarian, αλλά πάντα στο τέλος διάλεγα vegan φαγητό τόσο στο σπίτι όσο και έξω. Όταν μετακόμισα Ελλάδα, αποφάσισα ότι αυτό ήταν το lifestyle που μου ταιριάζει καλύτερα. Πάνε πέντε χρόνια από τότε και πλέον απολαμβάνω μια ζωή πιο κοντά στη φύση και χωρίς ενοχές. Έχει κάποια δυσκολία, αλλά έχω μάθει να εκπαιδεύω τον κόσμο δίπλα μου, νομίζω με πολύ καλό τρόπο, και στην Ανάφη όλοι ξέρουν ότι είμαι vegan και το σέβονται. Σχεδόν κάθε μέρα βρίσκω ταπεράκια με λαδερά στο μπαλκόνι μου που μου αρέσει να τα λέω “ταπεράκια οφ λαβ”. Φεύγω πάντα γεμάτη αγάπη και λαχανικά από τα σπίτια που επισκέπτομαι· ο φούρνος μου ψήνει νηστίσιμη σπανακόπιτα και τα εστιατόρια πολλές φορές με ρωτάνε τι άλλα vegan πιάτα μπορούνε να βάλουν στον κατάλογο τους».
Cheerleader του βιγκανισμού
Η baker του Line Athens, Φαίδρα Μαυροειδή Σβανά, θεωρεί τον εαυτό της vegan cheerleader και προσπαθεί να τρέφεται σύμφωνα με τις ηθικές της αξίες. Σταμάτησε να τρώει κρέας το 2014 και παρέμεινε χορτοφάγος για τεσσερισήμισι χρόνια.
«Στην εγκυμοσύνη μου και λόγω πολύ χαμηλού αιματοκρίτη έφαγα κρέας μετά από προτροπή του γιατρού μου. O ίδιος δεν έτρωγε κρέας οπότε το θεώρησα πράγματι προτροπή που αφορούσε όντως την υγεία μου, για την αποφυγή μεταγγίσεων, όπως είχε πει. Έκτοτε, οτιδήποτε ζωικό καταφέρνω να βγάλω από τη διατροφή μου το θεωρώ κέρδος. Άλλωστε ο βιγκανισμος δεν είναι διατροφική τάση ή δίαιτα όπως πολλοί νομίζουν. Είναι ένα ηθικό κίνημα που αφορά τη συνύπαρξη και την παύση της εκμετάλλευσης των ζώων. Οι ερωτήσεις του τύπου από που παίρνεις την πρωτεΐνη σου είναι αστείες και οποίος θέλει πλέον έχει πολλές πηγές να ενημερωθεί. Και τα λέω αυτά εγώ που δεν έχω καταφέρει ακόμα να γινω vegan».
Όταν όμως καλείται να επιλέξει, η Φαίδρα θα διαλέγει πάντα το vegan. Από το σαμπουάν που θα λουστεί και τον αποκλεισμό δερμάτινων ρούχων, μέχρι τη βάφλα που θα παραγγείλει. Ως νέα μητέρα και η μόνη στο σπίτι που ακολουθεί μια χορτοφαγική διατροφή, δυσκολεύεται να γίνει αποκλειστικά vegan, καθώς υπάρχουν οι καθημερινές δυσκολίες της μαγειρικής.
«Αν ρωτήσεις έναν vegan γιατί σταμάτησε το κρέας, σχεδόν κανείς δε θα σου πει πως δεν του άρεσε η γεύση του. Άρα εδώ μπαίνουν τα υποκατάστατα κρέατος, να εκπληρώσουν αυτή την ανάγκη. Προσωπικά δεν τα επιλέγω συχνά γιατί δεν εκτιμώ ιδιαίτερα και το junk food όμως θεωρώ πως πρέπει να υπάρχουν στην αγορά. Να έχει ο κόσμος την επιλογή. Υπάρχουν άλλωστε σαν επιλογές στα περισσότερα εστιατόρια που σερβίρουν κατά βάση κρεοφαγικά πιάτα. Για μένα βέβαια θα είχε νόημα να υπάρχουν περισσότερα μέρη με πιάτα που μπορεί να φάει ένας vegan χωρίς να είναι junk food. Σε ένα ινδικό για παράδειγμα υπάρχουν πάντα τέτοια πιάτα με λαχανικά που είναι μαγειρεμένα νόστιμα αλλά και υγιεινά. Χρειαζόμαστε περισσότερα τέτοια μέρη λοιπόν τα οποία να λειτουργούν συμπεριληπτικά».
Η ίδια δεν επιλέγει να τρώει αποκλειστικά σε vegan εστιατόρια γιατί δεν έχει την επιλογή να φάει όσα θα φτιάξει η ίδια σπίτι της το ίδιο καλά. «Η vegan κουζίνα είναι κάπως παραμελημένη και δυσεύρετη. Δεν είναι δύσκολο να αφαιρέσεις τα ζωικά παράγοντα από έναν μουσακά ας πούμε αλλά δε βλέπω πολλές αξιόλογες προσπάθειες ακόμη» καταλήγει.
Κι όμως στις ταβέρνες τρως vegan
Η Έλλη Στούρνα επιλέγει να επισκέπτεται vegan εστιατόρια και γενικά επιχειρήσεις, ειδικά εφόσον πίσω από τη δημιουργία τους βρίσκεται και vegan άτομο. Αφενός θεωρεί σημαντικό να στηρίξει τη vegan επιχειρηματικότητα, γνωρίζοντας πόσες δυσκολίες έχει μια τέτοια κίνηση, κι αφετέρου γιατί εμπιστεύεται πολύ περισσότερο ένα vegan εστιατόριο για το πώς θα παρασκευάσει το φαγητό της.
«Δυστυχώς, δεν είναι λίγες οι φορές που έχω βρει ζωικά συστατικά κατά λάθος μέσα στο πιάτο μου σε μη vegan εστιατόρια. Ακόμα, έχει τύχει σε πολλά εστιατόρια οι εργαζόμενοι να μην έχουν καλή πληροφόρηση για το τι είναι vegan και τι όχι, και έτσι να μου προσφέρουν πιάτα με ζωικά συστατικά. Ποικιλία σε vegan επιχειρήσεις στην Αθήνα θεωρώ ότι υπάρχει και είμαι πολύ χαρούμενη για αυτό. Μπορείς πλέον να βρεις από vegan φούρνο μέχρι σουβλατζίδικο, και από παγωτατζίδικο μέχρι μπραντσάδικο».
«Κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για εμένα, είναι το γεγονός ότι τα πιο ακριβά και “καλά” εστιατόρια είναι εκείνα που άργησαν ίσως περισσότερο από όλα να εντάξουν vegan επιλογές στα μενού τους, ενώ μέχρι πολύ πρόσφατα ακόμα και τα λίγα πιάτα που παραδοσιακά είναι 100% φυτικά, τα “πείραζαν” προσθέτοντας τυροκομικά ή αλλαντικά για να τα κάνουν πιο “ιδιαίτερα”. Ακόμα, οι πρώτες κινήσεις για προσθήκη vegan επιλογών στα μενού τους ήταν κάπως αμήχανη, αφού ξεκίνησαν δημιουργώντας “φτωχά” πιάτα, (συνήθως ζυμαρικά ή ρύζια με λαχανικά), πιάτα που σίγουρα δεν ήταν ισοδύναμα με τις μη vegan επιλογές των μενού. Βέβαια, ακόμα και αυτό έχω δει να αλλάζει το τελευταίο διάστημα, και είμαι αρκετά αισιόδοξη ότι χρόνο με το χρόνο θα δούμε όλο και πιο ιδιαίτερες vegan επιλογές στα αθηναϊκά εστιατόρια. Νομίζω πως κατάλαβαν πλέον ότι η φυτική διατροφή -αλλά και ο vegan τρόπος ζωής- ήρθαν για να μείνουν».
Για τη Nicoletta Barbata, η συζήτηση περί συμπερίληψης στα αθηναϊκά εστιατόρια είναι μεγάλη και μάλιστα την κάνει αρκετά συχνά με πολλούς φίλους της, εκ των οποίων κάποιοι είναι και σεφ σε πολύ καλά εστιατόρια της πόλης. «Ενώ η ελληνική κουζίνα είναι σχεδόν η μισή vegan για θρησκευτικούς λόγους όπως η νηστεία κτλ, πολλές φορές σε εστιατόρια που έχουν ευρωπαϊκή αύρα, ας το πούμε έτσι, δεν υπάρχουν ούτε επιλογές vegan, ούτε πολλή διάθεση για να εξυπηρετήσουν μια vegan πελατεία που είναι, σόρι κιόλας, κάτι πολύ σύγχρονο και παγκόσμιο. Είναι σίγουρα πολύ ευκολότερο να φας κάτι vegan σε μια ταβέρνα από ένα εστιατόριο. Και κάτι άλλο για το οποίο είμαι πεπεισμένη, είναι ότι αν ένας η μία σεφ δεν μπορεί να δημιουργήσει κάτι νόστιμο με απλά υλικά, μπορεί να υπάρχουν δύο προβλήματα: ίσως δεν είναι νόστιμα τα υλικά, αλλά πολλές φορές μπορεί ο ίδιος ή η ίδια να μην έχει κέφια να ετοιμάσει κάτι ωραίο, που για μένα είναι απαράδεκτο αν έχεις αποφασίσει να κάνεις τη δουλειά που κάνεις».
«Όταν δεν είμαι σε vegan εστιατόριο, πολλές φορές ούτε καν διαβάζω το μενού, ενημερώνω απλά: “είμαι vegan, ας κάνει ο σεφ ό,τι νομίζει ότι είναι ωραίο”. Δεν είπαμε ότι η μαγειρική είναι τέχνη; Θα ήθελα να δω τι δημιουργικότητα υπάρχει στην κουζίνα. Αυτό βέβαια με κάνει, όπως έμαθα πρόσφατα, δύσκολη πελάτισσα (γέλια). Αλλά δε μασάω και σε κάποια εστιατόρια, μετά από αυτή τη συζήτηση, έχουν βάλει vegan μενού. Δεν είναι ο στόχος μου αυτός, εγώ θέλω απλά να φάω νόστιμα και ωραία, αλλά χαίρομαι όταν επιτυγχάνεται αλλαγή. Από την άλλη, ενώ στην Αθήνα υπάρχουν πολλές vegan επιλογές, αυτό που παρατηρώ είναι ότι πολλές φορές είναι τύπου street food ή junk food, κάτι που προσωπικά αποφεύγω ή δε θέλω να τρώω συχνά· υπάρχει όμως ένα fully vegan mini market και καφετέρια (Bamboo Vegan), και γίνεται και ένα από τα πιο επιτυχημένα vegan φεστιβάλ στην Ευρώπη».
Η Έλλη Στούρνα προτιμά να επιλέγει πιάτα που έχουν σχεδιαστεί εξ αρχής για να είναι φυτικά, κυρίως γιατί δε θέλει, όπως λέει, να βάζει σε επιπλέον κόπο τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους που δουλεύουν σε έναν τόσο δύσκολο και κουραστικό κλάδο, όπως είναι η εστίαση. «Έχει τύχει παρόλα αυτά, αν δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή στο μενού, να ρωτήσω ποια από τα πιάτα είναι εύκολο να τροποποιηθούν για να επιλέξω ένα από αυτά, συνήθως σαλάτες ή ορεκτικά που έχουν ζωικά συστατικά μόνο στο σερβίρισμα και όχι στο μαγείρεμα».
Στη Nicoletta Barbata δεν αρέσουν οι περιορισμοί, και είναι ακριβώς εξαιτίας αυτών το ό,τι δεν έγινε vegan πιο νωρίς. «Οι φίλοι μου δεν είναι όλοι vegan, πολύ λίγοι είναι αν το σκεφτώ καλά. Δε θέλω η επιλογή μου να με απομακρύνει από τον κόσμο, το αντίθετο. Θέλω ο κόσμος να έχει έστω μια περιέργεια για τον δικό μου τρόπο ζωής και να ξεκινάμε από εκεί την κουβέντα. Θεωρώ πιο εύκολο να κάνω εγώ το πρώτο βήμα προς τους άλλους και μετά να τους “τραβήξω” προς το μέρος μου… Όταν με καλέσουν σε ένα εστιατόριο ποτέ δε σκέφτομαι ότι θα έχω πρόβλημα να φάω, κάτι θα βρω. Και τα πιάτα που παραγγέλνω εγώ είναι αυτά από τα οποία συχνά δοκιμάζουν όλοι. Άρα μετά πεινάω».
«Αν δε βλέπω κανένα vegan πιάτο στο μενού, ξέρω τι να ζητήσω. Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει πολύ να κάνω έναν διάλογο με την κουζίνα. Συνήθως λέω: “Τρώω τα πάντα εκτός από αυτά που δεν τρώω, (γέλια), οπότε φτιάξτε κάτι που σας είναι εύκολο και δε σας δυσκολεύει στη διαδικασία”. Όμως νομίζω ότι για τους περισσότερους, θα ήταν πιο εύκολο απλά να υπάρχουν κάποιες vegan επιλογές στο μενού. Σκέφτομαι για παράδειγμα και άτομα που ταξιδεύουν στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Σε κάποια εστιατόρια γίνεται, σε άλλα όχι. Και το Eleven Madison Park στη Νέα Υόρκη διατήρησε τα 3 αστέρια Michelin, ακόμα κι όταν έγινε fully vegan μετά τον κορονοϊό. Άλλη ιδέα που πετάω πάντα στους σεφ φίλους μου είναι να καθιερώσουν στα εστιατόριά τους μια μέρα που το μενού θα είναι μόνο vegan, όπως κάνει το αγαπημένο μου εστιατόριο στο Λονδίνο, το Morito Hackney· όχι δεν είναι vegan, αλλά κάθε Δευτέρα έχει μόνο ένα μενού και είναι plant based, για όλους».
Vegan εκτός Ελλάδας
Γενικἀ υπάρχουν πολλές vegan επιλογές παντού, στο Λονδίνο σίγουρα, αλλά και εδώ στην Ελλάδα. Η μεσογειακή κουζίνα είναι πολύ vegan friendly. Όταν οι γονείς μου ήταν νέοι, δεν έτρωγαν κρέας πάνω από μια φορά τον μήνα, ψάρι ούτε καν. Οι περισσότερες συνταγές της cucina povera, είναι plant based, όπως τα νηστίσιμα φαγητά εδώ στην Ελλάδα. Εμείς επιλέγουμε και κάνουμε τη διαφορά» καταλήγει η Nicoletta Barbata.
Ως ακτιβίστρια vegan, η Έλλη Στούρνα παρακολουθεί τις τάσεις γύρω από τον βιγκανισμό και η ίδια θεωρεί ότι κάθε του εξωτερικού έχει άλλη εικόνα σε σχέση με το βιγκανισμό. «Προφανώς πόλεις όπως το Λονδίνο ή το Βερολίνο έχουν πάρα πολλές επιλογές, παρόλα αυτά υπάρχουν και μέρη πολύ φιλικά στον vegan τρόπο ζωής που ίσως δεν τα φαντάζεται κάποιος, όπως είναι το Τελ Αβίβ, ή η Βουδαπέστη. Κάποια μέρη είναι φιλικά προς το βιγκανισμό γιατί έχουν ενεργή vegan κοινότητα και επιχειρηματικότητα, ενώ κάποια άλλα μέρη μπορεί απλώς να έχουν παραδοσιακή κουζίνα και πρακτικές που είναι φιλικές με τον εν λόγω τρόπο ζωής».
«Η Αθήνα, αλλά και η Ελλάδα συνολικά, είναι για εμένα ένα από τα πιο φιλικά μέρη για ένα vegan άτομο, όχι τόσο επειδή έχουμε μεγάλο ποσοστό αντίστοιχων επιχειρήσεων, όσο επειδή η παραδοσιακή μας κουζίνα έχει πληθώρα αποκλειστικά φυτικών πιάτων, ενώ τα περισσότερα φαγητά μαγειρεύονται με ελαιόλαδο και όχι βούτυρο. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η μεσογειακή διατροφή για την οποία τόσο περηφανευόμαστε, αποτελείται κατά 92% από τρόφιμα φυτικής προέλευσης. Ακόμα, η περίοδοι της νηστείας μας χαρίζουν δεκάδες επιλογές, ενώ οι πρώτες ύλες της ελληνικής γης που μπορούμε να βρούμε σε μια λαϊκή αγορά είναι πλούσιες σε γεύσεις, χρώματα και θρεπτικά συστατικά. Πέρα από τη διατροφή, στην Ελλάδα βρίσκει κανείς παραδοσιακά σαπούνια ελαιολάδου για κάθε χρήση, καθώς και ποικιλία υφασμάτων από φυτικές πρώτες ύλες, όπως είναι το βαμβάκι, η κάνναβη ή το λινό. Όλα τα παραπάνω είναι σημαντικοί παράγοντες για να δούμε αν ένα μέρος είναι φιλικό προς τον vegan τρόπο ζωής».