ΓΕΥΣΗ

Η Ταβέρνα των Φίλων στον Κολωνό φτιάχτηκε για να τρως με την παρέα σου

Σε μία πυκνοκατοικημένη περιοχή όπως ο Κολωνός, που δεν υπάρχουν περίσσιες προτάσεις εξόδου, γίνεται ο λόγος για να οδηγηθείς μέχρι εκεί. Και σε αφήνει με τις καλύτερες εντυπώσεις για να την επισκεφτείς ξανά.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΣΠΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

Λίγο εκτός από τις συνηθισμένες πιάτσες της Αθήνας, ένα παλιό στέκι του Κολωνού απέκτησε και πάλι ζωή. Ύστερα από μία δεκαετία εγκατάλειψης, η Ταβέρνα των Φίλων άνοιξε ξανά τις πόρτες της στις αρχές του περασμένου Νοέμβρη από τον μάγειρα Γιάννη Μούσιο, που ίσως θυμάστε από τις «παλιές» Σεϋχέλλες, και τον σομελιέ Γιώργο Κοντορίζο (Mr. Vertigo, Σπονδή, VeriTable).

Κράτησαν το ίδιο όνομα με την οικογενειακή ψησταριά που ήταν γνωστή για τα παϊδάκια της και λειτούργησε για δύο γενιές, με την ταμπέλα να στέκει στη θέση της από τη δεκαετία του 1950. Καθαρίστηκε και γυαλίστηκε όπως και όλα τα όμορφα στοιχεία του μαγαζιού, από το ψυγείο – αντίκα μέχρι τους πίνακες με τα βουκολικά τοπία.

Σπανίζουν πλέον στην Αθήνα αντίστοιχοι χώροι κι έτσι οι νέοι ιδιοκτήτες αντιμετώπισαν με σεβασμό την όμορφη σάλα. Δραστικές αλλαγές δεν έγιναν αλλά έβαλαν παντού ένα χεράκι για να αναδείξουν όλα όσα είχε αλλοιώσει ο χρόνος στο πέρασμά του. Αυτή τους η αντιμετώπιση έδωσε ένα προβάδισμα: παρά το γεγονός ότι πρόκειται για νέα άφιξη (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), σου δημιουργεί την αίσθηση ότι έχεις ξανάρθει. Σε μία πυκνοκατοικημένη περιοχή όπως ο Κολωνός, που δεν υπάρχουν περίσσιες προτάσεις εξόδου, η Ταβέρνα των Φίλων γίνεται ο λόγος για να οδηγηθείς μέχρι εκεί. Και σε αφήνει με τις καλύτερες εντυπώσεις για να την επισκεφτείς ξανά.

Τα τραπέζια στρώθηκαν με λευκά τραπεζομάντηλα, στολίστηκαν διακριτικά με άνθη, τα λευκά φωτιστικά άπλωσαν γλυκό φως, τα κουρτινάκια τραβήχτηκαν περιμετρικά στην τζαμαρία χαρίζοντας ζεστασιά στη σάλα και τα ηχεία άρχιζαν να παίζουν χαμηλόφωνα Φλέρυ Νταντωνάκη.

Στο φαγητό τώρα, κατσαρόλες και κάρβουνα αναδεικνύουν γεύσεις οικείες σε όλους μας. Θα ήταν περίεργο όμως να μην έχουμε νεωτεριστικά στοιχεία από έναν μάγειρα που ασχολείται με την κουζίνα του τώρα. Ο Γιάννης Μούσιος έχει σταθερές συνεργασίες με παραγωγούς ανά την Ελλάδα και κινείται με τις πρώτες ύλες που μπορούν να του προσφέρουν. Έτσι, ο κατάλογος έχει έναν σταθερό κορμό με ορεκτικά, σαλάτες, φρέσκο ψάρι και κρέας από την Κρήτη και την Κίμωλο και διαμορφώνεται ανάλογα με τα προϊόντα. Τα πιάτα δεν ξεπερνούν τα 12 – 13, καθημερινά αλλάζουν τρία – τέσσερα χωρίς να λείπουν καθόλου οι παραπάνω επιλογές.

Τα πιάτα είναι περιποιημένα χωρίς φιοριτούρες, σε ικανοποιητικές ποσότητες και λογική συσχέτιση με τον λογαριασμό στο τέλος. Για την ώρα, δεν λείπει η τυροκαυτερή και ο ταραμάς, ούτε τα χειμωνιάτικα λαχανικά. Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε στην Ταβέρνα των Φίλων, το μενού είχε ένα κοτόπουλο ελευθέρας βοσκής στα κάρβουνα, πεντανόστιμο, όπως και κατσικάκι γάλακτος στο ταψί με συκωτάκια και πιλάφι.

Αν δείτε στο μενού κυδωνάτες πατάτες, να τις πάρετε για τη μέση, ταιριάζουν με την τυροκαυτερή. Η ρεβιθάδα είχε λουκάνικο χοιρινό στα κάρβουνα και η μοσχαρίσια ουρά βγήκε λουκούμι από την κατσαρόλα, με τα λαχανικά εποχής. Όσο υπάρχει ακόμα το αχλάδι ποσέ με κρέμ ανγκλέζ, πάρτε το χωρίς δεύτερη σκέψη. Ταιριάζει ιδανικά με επιδόρπιους οίνους.

Στα κρασιά λοιπόν, ο σομελιέ επιλεγει κυρίως ελληνικές ποικιλίες και φροντίζει να δουλεύει σε ποτήρι σχεδόν όλες τις ετικέτες. Τα μπουκάλια κινούνται από 18 ευρώ και καταλήγουν στα 40 (αν θέλετε για παράδειγμα να πιείτε μία Σαντορίνη). Είναι εφικτό για μία παρέα τεσσάρων ατόμων να ξεκινήσει με ένα λευκό κρασί και να προχωρήσει σε ένα ερυθρό, έχοντας σε γενικές γραμμές μία επιβάρυνση 10 ευρώ (ανά άτομο) στον λογαριασμό της.

Έχοντας πάρει την απόφαση να κάνει αλλαγή καριέρας σε μία πιο μεγάλη ηλικία – η πανδημία στάθηκε καταλυτική για να το κάνει πράξη – ο Γιώργος Κοντορίζος αντιμετωπίζει τον κλάδο της εστίασης με σοβαρότητα, όπως άλλωστε οφείλουν να κάνουν όσοι ασχολούνται με αυτόν. «Πρέπει να τον δούμε πιο επαγγελματικά, να νιώσει ο πελάτης τη φροντίδα και την εμπειρία της φιλοξενίας».

Η Ταβέρνα των Φίλων κρατάει ωραία τις ισορροπίες και κάνει ένα βήμα μπροστά. Θα ήταν ευχάριστο να δούμε επαγγελματίες της εστίασης να ανανεώνουν με σεβασμό παλιούς χώρους που μένουν έρημοι, φτιάχνοντας μαγαζιά με γνώμονα τις γειτονιές και όχι την κούρσα της τουριστικοποίησης στην οποία έχει μπει εδώ και καιρό η Αθήνα.

ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ