ΓΕΥΣΗ

Ο Σπανός στα Κάτω Πατήσια είναι μια ταβέρνα από τα παιδικά μας χρόνια

Λίγες είναι οι διευθύνσεις που κρατούν ζωντανή την έννοια της παραδοσιακής ταβέρνας και ο Σπανός είναι μία από αυτές.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΣΠΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

Στα Κάτω Πατήσια, σχεδόν δίπλα στα ΚΤΕΛ, ο Σπανός είναι από αυτές τις παλιές ταβέρνες που οι σημερινοί σαραντάρηδες έχουν κοιμηθεί σε καρέκλες στη σειρά όσο οι γονείς τους διασκέδαζαν με την ψυχή τους.

Για όσους έχουν αυτές τις μνήμες, μαζί με τις διακοπές στο χωριό και κάποιο δέσιμο με έναν τόπο που ξεμακραίνει όσοι «φεύγουν» οι παλιοί, αυτή η παραδοσιακή ταβέρνα είναι παρηγορητικά οικεία.

Και οι ιστορίες της κυρίας Γεωργίας που μαζί με τον σύζυγό της Παναγιώτη Σπανό, ανέλαβαν το μαγαζί το 1981, είναι αφοπλιστικά ειλικρινείς και αστείες για μία εποχή που μάλλον θυμόμαστε πια σαν παραμύθι.

Λευκαδίτισσα, μαγείρισσα εμπειρική, κοκέτα και έξω καρδιά, ήρθε με τον σύζυγό της στην Αθήνα πριν από 45 χρόνια. Θα μου πει πως μέχρι τα 19 της ούτε που μαγείρευε αφού εργαζόταν σε μία εταιρεία κεντημάτων που έκανε εξαγωγές σε όλο τον κόσμο. Όταν όμως μπήκε στην κουζίνα της ταβέρνας, που έμελλε να γίνει το τρίτο της παιδί, δεν την άφησε ποτέ.


Μια νησιώτικη φροντισμένη αυλή σε υποδέχεται, σειρά έχει η ψησταριά, όπου γυρνούν οι σούβλες σαν να είναι κάθε μέρα Πάσχα και στο τέλος η σάλα, ζεστή, γεμάτη λαογραφικά αντικείμενα, βιβλία και κεντήματα, «προίκα» της κυρίας Γεωργίας. Τα κρασοβάρελα στο πατάρι έχουν πια διακοσμητικό ρόλο αλλά για 38 χρόνια γέμιζαν με μούστο.

«Κάθε καλοκαίρι που έκλεινε η ταβέρνα, τα κατεβάζαμε για να τα πλύνουμε. Και μαζευόταν όλη η οικογένεια, ήταν ωραία», θυμάται ο Νίκος, ανιψιός των ιδιοκτητών που έχει μπει στην επιχείρηση. Οι κάνουλες κάτω από τα βαρέλια έμειναν να θυμίζουν την εποχή που οι πελάτες γέμιζαν μόνοι τους με κρασί τα καραφάκια τους.

Αν υπάρχει όμως κάτι που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία του μαγαζιού, αυτό είναι το τζουκ μποξ. Μπορεί να μην παίζει πια, αλλά στέκει εκεί να θυμίζει όλα τα γλέντια που έχουν γίνει αλλά και ότι για πολλά χρόνια λειτουργούσε ως επιπλέον εισόδημα για να πληρώνουν οι ιδιοκτήτες το ενοίκιο του μαγαζιού.

«Με πέντε δραχμές έπαιζε ένα τραγούδι, με δέκα δύο», λέει η κυρία Γεωργία. «Αν έχουν γίνει τσακωμοί για τραγούδια; Μόνο μία φορά. Τους έλεγε ο Σπανός όμως, καθίστε κάτω θα σας βάλω εγώ ό,τι θέλετε. Θυμάμαι όμως ένα ζευγάρι που ερχόταν συνέχεια τσακωμένο. Αυτός, λοιπόν, έβαζε πάντα στο τζουκ μποξ το Ας παν στην ευχή τα παλιά. Μετά έδιναν ένα φιλί και έφευγαν αγκαλιασμένοι».

Δεν έχουν τελειωμό οι ιστορίες της κυρίας Γεωργίας, πώς να έχουν άλλωστε αφού αυτό είναι το σπίτι μέχρι και σήμερα και οι ίδια έχει να θυμηθεί τόσους πολλούς ανθρώπους που πέρασαν από εδώ.

Η κουζίνα της είναι πεντακάθαρη και τακτοποιημένη, έχει το γενικό πρόσταγμα για όλα. Σπεσιαλιτέ του μαγαζιού τα αρνίσια παϊδάκια και το αγρινιώτικο κοκορέτσι. Όλα τα κρέατα έρχονται φρέσκα από τη Βόνιτσα, τόπο καταγωγής του συζύγου της. «Η σούβλα δεν τα φανερώνει τα μυστικά της, αλλά έχουμε τον καλύτερο ψήστη», λέει χαμογελώντας.

Πιάτο θρυλικό όμως είναι και τα σαλιγκάρια, κληροδότημα από τους παλιούς ιδιοκτήτες της ταβέρνας, που η ίδια κράτησε. Τα προμηθεύεται από την Κρήτη, τα προσέχει ιδιαίτερα στο καθάρισμα και το πλύσιμο και τα φτιάχνει κοκκινιστά. Χόρτα, χωριάτικη σαλάτα, κολοκυθοκεφτέδες, φάβα, τυροκαυτερή και πατάτες τηγανητές συμπληρώνουν το μενού.

Εδώ υπάρχει ακόμα το αίσθημα της γειτονιάς, οι κάτοικοι χαιρετιούνται μεταξύ τους. Και παρότι η περιοχή δεν αποτελούσε πόλο έλξης για τους τουρίστες, φαίνεται ότι όλο και περισσότεροι αναζητούν ελληνικό, παραδοσιακό φαγητό.

Η κυρία Γεωργία, ακμαιότατη ακόμα, δεν μαρτυρά την κούραση της δουλειάς και η νέα γενιά προτίθεται να σεβαστεί την κληρονομιά των παλαιότερων και κυρίως την αγάπη για τη δουλειά τους.


Μια αγάπη που συμπυκνώνεται στον θεϊκό σιμιγδαλένιο χαλβά, με αρώματα πορτοκαλιού, κανέλας και γαρύφαλλου, που σερβίρεται ζεστός σε πιατάκια που έκρυβε η γιαγιά στο καλό σαλόνι. Δύσκολα το κατακτά αυτό οποιαδήποτε new age ταβέρνα.