ΓΕΥΣΗ

Σουβλάκι από νωρίς το πρωί στους Κωστήδες του ιστορικού κέντρου

Μοιράζονται ένα όνομα και μια παράλληλη διαδρομή. Τα δύο ιστορικά σουβλάκια του αθηναϊκού κέντρου μας ταΐζουν ποιοτικό σουβλάκι για σχεδόν έναν αιώνα και επιμένουν πως μπορεί να φαγωθεί και για πρωινό.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΣΠΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

«Μα καλά, θα πας να φας σουβλάκια πρωινιάτικα;» έγραφε το μήνυμα της αδερφής μου όταν την ενημέρωσα πως δεν μπορούσα να απαντήσω στο τηλέφωνο, γιατί πήγαινα να κάνω ρεπορτάζ τα σουβλάκια του Κώστα. «Θα φάω σουβλάκια πρωινιάτικα», της απάντησα λακωνικά και μπήκα στο μετρό για να κατέβω στο κέντρο.

Κι αν αναρωτιέστε σε ποιον Κώστα από τους δύο πήγα -σε αυτόν της Φιλελλήνων ή σε εκείνον της Αγίας Ειρήνης- οφείλω να σας πω πως πέρασα το κατώφλι και των δύο πριν η ώρα δείξει καλά-καλά 12 το μεσημέρι. Με έναν καφέ στο χέρι και χωρίς να έχω φάει πρωινό, είπα να πάω να δω από κοντά τι είναι αυτό που κάνει τον κόσμο να κάνει ουρές έξω από την πόρτα τους από πολύ νωρίς το πρωί.

Κι εδώ να ομολογήσω πρώτη φορά δημοσίως, πως αν και λάτρης τόσο του κέντρου όσο και των σουβλακιών, δεν είχα φάει ποτέ σε κανέναν από τους δύο. Δεν το έκανα προφανώς από σνομπισμό, απλά οι τεράστιες ουρές που υπάρχουν μπροστά από τα ταμεία τους έρχονταν πάντα σε σύγκρουση με την ανυπομονησία που έχω όταν πεινάω.

Τώρα ξέρω πως οι ουρές δε δημιουργούνται άδικα και πως τελικά η αναμονή ήταν πολύ μικρότερη απ’ όση φανταζόταν κάθε φορά ο πεινασμένος εαυτός μου.

Πρώτη στάση στον Κώστα τον πάνω, αυτόν της Φιλελλήνων (στο νούμερο 7) δηλαδή και η εικόνα που αντικρίζω καθόλου εντύπωση δε μου κάνει. Εδώ και χρόνια ακούω να μιλάνε για το σουβλάκι του οπότε μου μοιάζει το λιγότερο αναμενόμενο το γεγονός πως η ουρά έξω από το μικρό σε μέγεθος σουβλατζίδικο είναι ήδη αρκετά μεγάλη. Προχωράει όμως πολύ γρήγορα, οπότε δεν αργώ να βρεθώ με ένα τυλιχτό στο χέρι.

Τι κι αν δεν έχει πάει ακόμα 12 η ώρα, το καλαμάκι χοιρινό με το γιαούρτι και το κρεμμύδι γίνονται το καλύτερο πρωινό για αυτή τη ζεστή πρώτη Πέμπτη του Οκτώβρη. Ή μήπως πρέπει να πω το ιδανικό brunch, αφού στο άλλο χέρι κρατάω ακόμα τον δροσερό φρέντο καπουτσίνο μου.

Μπιφτέκι σκέτος κιμάς ή καλαμάκι χοιρινό, πίτα αλάδωτη, ντομάτα, μπόλικος μαϊντανός, κοκκινοπίπερο και αντί για τζατζίκι στραγγιστό γιαούρτι. Αυτά είναι τα συστατικά που βάζει ο Κώστας Λαβίδας στο σουβλάκι που ξεκίνησε ο παππούς του πρώτα με ένα καρότσι και ύστερα με το πρώτο του μαγαζί στην Αδριανού στην Πλάκα. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν 70 χρόνια, η συνταγή της νοστιμιάς όμως παραμένει ίδια και βασίζεται πάντα στην απλότητα της συνταγής και την ποιότητα των υλικών.

Ο Κώστας Λαβίδας, εκτός από το όνομα κληρονόμησε από τον παππού του και την αγάπη για το σουβλάκι. Πήγαινε από μικρός στο σουβλατζίδικο για να μάθει δίπλα στον Κώστα senior την τέχνη του τυλίγματος και όταν ξεμπέρδεψε με τις σπουδές και τον στρατό ήρθε και πήρε μια μόνιμη θέση πάνω από την ψησταριά.

Πλέον, συνεχίζει την παράδοση μαζί με τη σύζυγό του Πόπη. «Τον Αύγουστο του 2003 ανέλαβα το μαγαζί μαζί με τη γυναίκα μου και ο παππούς λες και το ήξερε και με περίμενε, έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς», μου λέει ο Κώστας Λαβίδας, όσο η ουρά έξω από το μαγαζί μεγαλώνει. «Αυτό που κάνει ακόμα ξεχωριστό το σουβλάκι μας, είναι το γεγονός πως και ο παππούς μου, αλλά και εμείς τώρα, κρατήσαμε την παράδοση ανέγγιχτη. Δεν μπλέξαμε με γύρους, πατάτες, σος και τζατζίκια. Κρατήσαμε την καθαρή γεύση και πάντα την καλύτερη ποιότητα στα υλικά που επιλέγουμε».

Ο Κώστας που οι πιο φανατικοί του αγάπησαν στην οδό Πεντέλης και τον ακολούθησαν και μετά τη μετακόμιση στον αριθμό 7 της οδού Φιλελλήνων, εξυπηρετεί όχι μόνο τους Αθηναίους, αλλά και κόσμο που φτάνει από κάθε γωνιά της Γης για να δοκιμάσει το απλό αλλά εξαιρετικά νόστιμο τυλιχτό του.

Αφού απόλαυσα το πρώτο σουβλάκι της ημέρας καθισμένη στο πεζούλι μιας τράπεζας, αποφάσισα πως έπρεπε να πάω να φάω και το σουβλάκι του Κώστα του κάτω, αυτού της Πλατείας Αγίας Ειρήνης (στο νούμερο 2). Όταν έφτασα η εικόνα που με περίμενε μου ήταν πολύ γνώριμη, αφού όταν δούλευα πριν κάποια χρόνια σε διπλανό κτίριο έβλεπα καθημερινά τις ουρές που έκαναν έξω από το μικροσκοπικό μαγαζί δεκάδες Αθηναίοι και ακόμα περισσότεροι τουρίστες.

Εδώ την παράδοση συνεχίζει ο κύριος Αναστάσιος Καραγιαννίδης, γιος του Κώστα, που και εκείνος έμαθε την τέχνη δίπλα στον δικό του πατέρα, που ήταν πρόσφυγας από τον Πόντο και πουλούσε τα σουβλάκια του με ένα καρότσι στους δρόμους του κέντρου. «Τα κλασικά σουβλάκια είχαν κόκκινη σάλτσα, γιατί δεν υπήρχε ντομάτα όλο τον χρόνο, οπότε κι εμείς αυτή την παράδοση συνεχίζουμε», μου λέει ο κύριος Καραγιαννίδης, που αρνείται όμως να μου πει ποιο είναι το μυστικό της δικής τους σάλτσας.

«Αυτό το ξέρουμε ο παππούς, ο μπαμπάς κι εγώ», σχολιάζει γελώντας και παραδέχεται πως ήξερα πάντα πως θα ακολουθήσει τα χνάρια τους. Και όσο τα λέμε, ψήνει παράλληλα τα μπιφτέκια και τα καλαμάκια του, ενώ η ουρά μεγαλώνει συνεχώς.

Ο κύριος Καραγιαννίδης επιμένει πως οι ποιοτικές πρώτες ύλες είναι εκείνες που κάνουν ένα σουβλάκι νόστιμο. Γι’ αυτό πλάθουν οι ίδιοι τα μπιφτέκια και φτιάχνουν μόνοι τους τα καλαμάκια, ενώ το μαγαζί κάθε μέρα κλείνει μόλις τελειώσουν τα υλικά τους.

Και φυσικά στην ερώτηση αν το σουβλάκι τρώγεται το πρωί, απαντάει χωρίς δισταγμό και δεύτερη σκέψη πως, «Το σουβλάκι τρώγεται όλες τις ώρες».