ΓΕΥΣΗ

Στον Σπύρο Αντώνη στα Πατήσια για ψητά και μαγειρευτά όπως στο σπίτι μας

Μία ταβέρνα από το 1975 σερβίρει τα φαγητά που μας λείπουν, σε τραπέζια με καρό τραπεζομάντηλα και μία παλιά αθηναϊκή αυλή.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΣΠΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

Είναι μία μικρή πολυτέλεια – από αυτές που σου υπενθυμίζουν πόσο αναζωογονητικό είναι να ξεφεύγεις από τη ρουτίνα – να κάνεις μεσημεριανό διάλειμμα για φαγητό. Στον Σπύρο – Αντώνη, την παλιά ταβέρνα στα Πατήσια που έχει γνωρίσει ένδοξες εποχές, δεν παίζει ρόλο η μέρα και η ώρα για τους θαμώνες. Η ιστορία του μαγαζιού πάει πιο πίσω από το 1975 – από όταν άνοιξε με τα ονόματα των ιδιοκτητών της. Ο Σπύρος έφυγε από τη ζωή, ο Αντώνης έχει πια αποσυρθεί από την επιχείρηση.

«Είναι τα λεγόμενα παλιομάγαζα αυτά», λέει αστειευόμενος ο κύριος Δημήτρης. Περάσει σαράντα χρόνια στην ταβέρνα και πλέον έχει παραδώσει τα ηνία στον γιο του Γιώργο. Συνεχίζει να κάνει τα ψώνια για το μαγαζί και έρχεται για να ελέγξει την εύρυθμη λειτουργία του. Και φυσικά για να τα πει με τους μόνιμους πελάτες.

Έχει να θυμηθεί πολλούς καλλιτέχνες που έκαναν στέκι τους το μαγαζί, από τον Μίμη Τραϊφόρο μέχρι τον Άκη Πάνου, που έμεναν στους γύρω δρόμους. Η γειτονιά ήταν γεμάτη μονοκατοικίες, τώρα πια λίγες έχουν μείνει να θυμίζουν τις περασμένες εποχές.

Η συνοικία Κυπριάδου, ανάμεσα στα Άνω Πατήσια και το Γαλάτσι, δημιουργήθηκε στον Μεσοπόλεμο από τον μηχανικό Επαμεινώνδα Κυπριάδη. Η κηπούπολη συγκέντρωσε το ενδιαφέρον διανοούμενων και καλλιτεχνών της εποχής, με αποτέλεσμα να εγκατασταθούν και να στήσουν τα εργαστήριά τους γνωστοί ζωγράφοι της γενιάς του ’30, καθώς και της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

Ο Μόραλης χρησιμοποιούσε τον όρο «Σχολή Κυπριάδη» για να αποδώσει τις συχνές και δημιουργικές συναντήσεις των καλλιτεχνών στα εργαστήριά τους ή στις ταβέρνες της συνοικίας, όπως αναφέρεται και στο βιβλίο Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την Ιστορία, των Θανάση Γιοχάλα και Τόνια Καφετζάκη.

Σε αυτή την ιστορική συνοικία, όπου τα χαμηλά οικοδομήματα, σαν κι αυτό που στεγάζεται η ταβέρνα με την αυλή της, είναι πια λιγοστά. Αυτού του είδους τα μαγαζιά άλλωστε, τα δημοκρατικά στέκια, που έρχονται από μεγαλοδικηγόροι μέχρι εργάτες για φαγητό οικονομικό και χορταστικό, αποτελούν είδος προς εξαφάνιση.

Σπεσιαλιτέ είναι τα ψητά της ώρας, με κρέατα ολόφρεσκα, ελληνικά, αλλά και τα πεντανόστιμα μαγειρευτά που φτιάχνουν καθημερινά. Μοσχάρι κοκκινιστό και λεμονάτο, κόκορας κρασάτος, μουσακάς, λαχανοντολμάδες, μπακαλιάρος, ντολμαδάκια, μαγειρίτσα και σαλιγκάρια στιφάδο είναι μόνο μερικά από αυτά και θα δυσκολευτείς να διαλέξεις. Θα βρεις και κρεμ καραμελέ για το τέλος, που εδώ την κάνουν ελαφριά, ό,τι πρέπει για κλείσιμο.

Όσο ο καιρός το επιτρέπει, η αυλή έχει την τιμητική της. Έχει μία υπέροχη ησυχία που σπάει ευχάριστα από τα ηχεία που παίζουν λαϊκά σε ντεσιμπέλ που δεν καλύπτουν τις συζητήσεις ούτε σε αναγκάζουν να φωνάζεις. Στο εσωτερικό, τα τραπέζια, στρωμένα με καρό τραπεζομάντηλα, δημιουργούν μία ατμόσφαιρα οικεία και ζεστή.

Τα μεσημέρια ανήκουν στους θαμώνες του Σπύρου-Αντώνη, σε αυτούς που έρχονται και μόνοι, αλλά δεν λείπει και ο νεότερος κόσμος. Η ψησταριά παίρνει φωτιά από το απόγευμα και μετά και τα Σαββατοκύριακα η πελατεία αυξάνεται. Πώς κρατιέται μία επιχείρηση τόσα χρόνια, με καιρούς που έχουν πολλά σκαμπανεβάσματα; Ο κύριος Δημήτρης ξέρει ότι η ποιότητα είναι αυτό που κάνει τον κόσμο να επιστρέφει και ειδικά πλέον σε περιόδους που οτιδήποτε δήθεν απογυμνώνεται γρήγορα.

«Ο κόσμος που έρχεται εδώ είναι υπέροχος. Είναι πραγματικότητα ότι η ποιότητα του φαγητού μας πάει ακριβώς με την ποιότητα του κόσμου», λέει ευχαριστημένος. «Η ακρίβεια», όπως τονίζει, «είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα» που καλούνται να αντιμετωπίσουν. «Όποιος λέει να ασχοληθεί με αυτή τη δουλειά, εγώ λέω μακριά», καταλήγει.

 

Ο γιος του θίγει με τη σειρά του ένα ακόμα ζήτημα που απασχολεί αρκετά την εστίαση – τη δυσκολία εύρεσης προσωπικού στο σέρβις. Εδώ, δεν θεωρείται ευκαιριακή δουλειά, έχουν δώδεκα άτομα προσωπικό για να λειτουργούν όλα όπως πρέπει.

Στα λόγια του κυρίου Δημήτρη, που έχει περάσει όλη του τη ζωή μέσα στην ταβέρνα, συνοψίζεται όλη η σοβαρότητα με την οποία θα έπρεπε να αντιλαμβανόμαστε την εστίαση. Ό,τι έρχεται στο τραπέζι είναι καλοφτιαγμένο, νόστιμο, πληθωρικό. Καθώς βουτάω το ψωμί στη σάλτσα από τα ντολμαδάκια σκέφτομαι κάτι που άκουσα τις προάλλες. Το καλό και νόστιμο φαγητό πρέπει να είναι για όλους. Αν οι άνθρωποι απλώς το βλέπουν και δεν μπορούν να το φάνε, ποιο το νόημα;

ΣΠΥΡΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ