Γιατί η Πάρνηθα είναι τόσο σημαντική για την Αττική
Τι θα σήμαινε για την Αττική μια δεύτερη ολοκληρωτική καταστροφή της Πάρνηθας; Πόσο εφικτή θα είναι η αποκατάσταση του οικοσυστήματος; Τι πήγε τόσο λάθος με την πυροπροστασία; Γίνεται να μη μαθαίνουμε από τα λάθη μας; Μιλήσαμε με τον Νίκο Γεωργιάδη, υπεύθυνο χερσαίου προγράμματος της WWF Ελλάς.
- 25 ΑΥΓ 2023
«Μπαμπά, μπαμπά, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο!». Πριν από μερικούς μήνες, ο ενθουσιασμός του μικρού Ματθαίου στον δρόμο της Πάρνηθας, μπροστά σε ένα δίμετρο έλατο, θόλωσε τα μάτια του Νίκου Γεωργιάδη από συγκίνηση για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή εκείνη τη στιγμή διαψεύστηκε ο φόβος που του είχε δημιουργηθεί μετά το παρανάλωμα του 2007, ότι οι επόμενες γενιές δε θα δουν ποτέ πράσινη την καμένη Πάρνηθα, και δεύτερον, επειδή το συγκεκριμένο έλατο ήταν από εκείνα που με κόπο και έπειτα από αλλεπάλληλες δοκιμές είχαν φυτευτεί κατά τη διαδικασία της αναδάσωσης που ξεκίνησε μετά τη φωτιά του 2007.
«Οι προσπάθειες απέδιδαν καρπούς – ένα μεγάλο κομμάτι της Πάρνηθας που είχε καεί μεταμορφωνόταν ξανά σε δασογενές περιβάλλον».
Όταν έγινε η πρώτη καταστροφή της Πάρνηθας, ήταν υπεύθυνος δασικών προγραμμάτων του WWF Ελλάς. Αργότερα, συνεχίζοντας το έργο του ως υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος της περιβαλλοντικής οργάνωσης, παρέμεινε να παρακολουθεί την εξέλιξη της κατάστασης στα εδάφη του βουνού της Αττικής. Τη δύσκολη διαδικασία συλλογής σπόρων από το ελατόδασος που επιβίωσε, τις πρώτες προφυτρώσεις στο φυτώριο της Αγίας Τριάδας και τα πολλά πειράματα που χρειάστηκαν, μέχρι να βρεθεί η μέθοδος που αποδίδει καλύτερα. Όπως και όλες τις φάσεις αναδάσωσης που ακολούθησαν, φτάνοντας μέχρι πολύ πρόσφατα.
«Ακόμη υπολείπονταν εκτάσεις προς αναδάσωση από το σχέδιο του 2007», όπως επισημαίνει ο ίδιος, «και αυτό όχι λόγω ολιγωρίας ή ανεπάρκειας, απλά επειδή η αποκατάσταση σε ένα τέτοιο οικοσύστημα χρειάζεται χρόνο. Η φύση δε λογίζει από ανθρώπινους χρόνους· θα χρειαστεί να περάσουν πολλές γενιές ώσπου να ωριμάσει ξανά το δάσος, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δε θα μεσολαβήσει μια δεύτερη καταστροφή».
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, όλοι κρατάνε την ανάσα τους: οι φλόγες έχουν καταστρέψει ένα κομμάτι το οποίο είχε αναγεννηθεί φυσικά στα χαμηλά της Πάρνηθας (κυρίως πεύκη και μακία βλάστηση) και το πλέον εφιαλτικό σενάριο θα ήταν να φτάσει η φωτιά στις αναδασώσεις και το ώριμο ελατόδασος ψηλότερα.
Σύμφωνα με τις νεότερες ανακοινώσεις, δεν υπάρχει ενεργό μέτωπο στα ανατολικά, αλλά το μέτωπο της Φυλής έχει αναζωπυρωθεί. Από την ανάλυση των δορυφορικών εικόνων, γνωρίζουμε ότι έχουμε ξεπεράσει τα 64.000 στρέμματα καμένης γης, το 47% των οποίων βρίσκεται εντός της προστατευόμενης ζώνης.
Αλήθεια, τι θα σήμαινε για την Αττική το ενδεχόμενο μιας δεύτερης ολοκληρωτικής καταστροφής της Πάρνηθας; Πόσο δύσκολη και εν τέλει εφικτή θα γίνει η αποκατάσταση του οικοσυστήματος; Και τι πήγε τόσο λάθος με την πυροπροστασία; Γίνεται να μη μαθαίνουμε από τα λάθη μας;
Πόσο ολέθρια θα είναι μια δεύτερη καταστροφή
Για να καταλάβουμε το μέγεθος του εγχειρήματος που εκπονήθηκε συντονισμένα από την πυρκαγιά του 2007 μέχρι σήμερα, πρέπει να παραθέσουμε μερικά στοιχεία: στο σύνολο, τότε, είχαν απανθρακωθεί 48.700 στρέμματα και με συστηματική προσπάθεια φυτεύτηκαν εκεί διαδοχικά πάνω από 196.000 έλατα, 193.000 δέντρα μαύρης πεύκης και 800 δρύες. Για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού είχαν εμπλακεί το WWF, το δασαρχείο Πάρνηθας, ο Φορέας Διαχείρισης Πάρνηθας, το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, όπως και οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος, ξεκινώντας πραγματικά από το μηδέν.
Και αυτό γιατί δεν είχε ξαναϋπάρξει τέτοια αναδάσωση ελάτης στο παρελθόν. «Είχαμε μεν κάποια γνώση από φυτεύσεις ελάτης σε μικρότερη κλίμακα, αλλά σε τόσο εκτεταμένη ζώνη δοκιμάστηκε για πρώτη φορά και, όπως αποδείχθηκε, έπρεπε να υπερπηδήσουμε μια σειρά από εμπόδια». Το πρώτο και κύριο στοίχημα ήταν να επιβιώσουν τα μικρά έλατα στα πρώτα στάδια της ζωής τους: σε αντίθεση με το πεύκο, τα μικρά έλατα είναι πολύ εύθραυστα και νεκρώνονται από τον καυτό μεσογειακό ήλιο. Δοκιμάστηκαν διαφορετικοί τρόποι κάλυψης, διαφορετικοί χρόνοι φύτευσης κ.ά., μέχρι που το ποσοστό επιτυχίας ξεπέρασε το 80%.
«Αυτό ήταν πολύ ενθαρρυντικό. Ένα αποτέλεσμα το οποίο φαντάζει απίστευτο για ένα τέτοιου είδους οικοσύστημα, και ειδικά με τις συνθήκες της Πάρνηθας, όπου το έδαφος δε βοηθάει την αναδάσωση».
Τα μητρικά πετρώματα στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας είναι κατά βάση ασβεστόλιθοι και σχιστόλιθοι. Με απλά λόγια, το χώμα είναι λιγοστό και το έδαφος βραχώδες, χωρίς βάθος και διακοπτόμενο. Μετά την πυρκαγιά, η κατάσταση φυσικά επιδεινώθηκε λόγω διάβρωσης. Έτσι, ακόμη και οι θέσεις έπρεπε να επιλέγονταν με μεγάλη προσοχή, ενώ ακόμη και η διαδικασία της καρποσυλλογής δεν είναι εύκολη υπόθεση στην περίπτωση της ελάτης: «τα έλατα, κάποιες χρονιές μπορεί να έχουν σπόρο και άλλες όχι».
Η τωρινή πυρκαγιά απειλεί να σβήσει παντελώς όλη αυτή την προσπάθεια.
Σε περίπτωση που φτάσει στα έλατα (δεντροφυτεμένα είτε ώριμα που είχαν γλιτώσει από την πυρκαγιά του 2007), τα πάντα πρέπει να γίνουν ξανά από την αρχή. Και στα δάση χαμηλού υψομέτρου όπου ήδη έφτασε –πεύκα και σκληρόφυλλη βλάστηση που είχε αναγεννηθεί φυσικώς στο μεσοδιάστημα από εκείνη την ολέθρια πυρκαγιά– τα νέα είναι αμφίβολα ακόμη:
«Η φωτιά έλαβε χώρα 15 χρόνια ύστερα από τότε, ακριβώς στο χρονικό όριο δηλαδή που ένα τέτοιο δάσος αρχίζει να ανακτά τους μηχανισμούς φυσικής αναγέννησης. Εκεί που τα πεύκα πλησίαζαν το σημείο της “ενηλικίωσης” και θα ήταν σε θέση να ωριμάσουν κώνους για καρπούς, πέρασε ξανά η φωτιά. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να μην τα καταφέρουν και να πρέπει να παρέμβουμε και εκεί με τεχνητές αναδασώσεις. Χρειάζεται να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του δάσους τον επόμενο χρόνο».
Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατο να μιλάμε για πλήρη αποκατάσταση του δάσους, αφού με κάθε πυρκαγιά αφαιρούνται και εκτάσεις που εκ των πραγμάτων δεν είναι αναδασωτέες. Σημεία στο βουνό που έχουν απότομες κλίσεις είτε τόσο λίγο χώμα που είναι αδύνατη η φύτευση, όπως αναφέραμε.
Η κομβική σημασία για το Λεκανοπέδιο
Στις αρχές του Αυγούστου, λίγες μέρες προτού ξεσπάσει η πυρκαγιά στη Χασιά και οδηγηθεί στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας, είχε ανακοινωθεί για πρώτη φορά η ύπαρξη ενός νεαρού ατόμου αγριόγιδου στο οικοσύστημα του αττικού βουνού – ένα οπληφόρο είδος, το οποίο υπάρχει σε ελάχιστα μέρη της χώρας.
«Αυτό κατέστησε την Πάρνηθα ένα βουνό, όπου κάποιος μπορεί να παρατηρήσει όλα τα οπληφόρα που υπάρχουν στην Ελλάδα, πέρα από το πλατώνι της Ρόδου», όπως επισημαίνει ο Νίκος Γεωργιάδης από το WWF. Επάνω στο βουνό, κατοικούν τα περίφημα κόκκινα ελάφια, ζαρκάδια, αγριοκάτσικα, αγριογούρουνα, αλλά και λύκοι που προστέθηκαν στην τροφική αλυσίδα της Πάρνηθας μετά την πυρκαγιά του 2007, επειδή βρήκαν θηράματα.
Στην περιοχή διαχειμάζουν, αναπαράγονται και περνούν κατά τη μετανάστευση πολλά είδη πτηνών. Έχουν επίσης καταγραφεί πάνω από 1.100 είδη φυτών και συνολικά πρόκειται για «ένα τρομερά πλούσιο οικοσύστημα, μοναδικό ίσως και σε όλη την Ευρώπη ακριβώς επειδή είναι ένα τόσο άγριο και παρθένο οικοσύστημα, σε απόσταση αναπνοής από μια πόλη 4 εκατομμύρια κατοίκων», όπως επισημαίνει ο ίδιος. Η μορφολογική ποικιλία της Πάρνηθας, τα νερά, οι χαράδρες, τα εξογκώματα και τα μικρά οροπέδια προσφέρουν σπίτι σε αναρίθμητους πληθυσμούς.
«Κυριολεκτικά, είναι μια νησίδα βιοποικιλότητας ανάμεσα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές».
Αυτό είναι που πάντα έκανε μοναδκή εμπειρία την επίσκεψη στην Πάρνηθα για τους Αθηναίους, αλλά δεν είναι μόνο το φυσικό κάλλος, η αίσθηση απόδρασης και η επαφή με το άγριο της φύσης που προσφέρει στο Λεκανοπέδιο. «Προσφέρει και μια σειρά από πολύτιμες υπηρεσίες που δεν είναι ορατές: Πρώτα και κύρια, την προστασία από τις πλημμύρες· δε θέλω να γίνω μάντης κακών ειδήσεων, αλλά φοβάμαι ότι μετά τις φετινές φωτιές στην Αττική θα επαναληφθούν τα γεγονότα της Μάνδρας».
Και άμα, τώρα ή σε δεύτερο χρόνο, μέλλει να ζήσουμε μια δεύτερη ολέθρια καταστροφή της Πάρνηθας, όπως εκείνη του 2007, τι θα συμβεί στο Λεκανοπέδιο;
«Τα τελευταία χρόνια, η Αττική έχει απολέσει ένα τεράστιο μέρος των δασικών της οικοσυστημάτων – κάποια από αυτά επανέρχονται και άλλα όχι. Αλλά σε γενικές γραμμές, από τη μία η Πάρνηθα και από την άλλη ο Υμηττός και η Πεντέλη (παρά τις καταστροφές που έχει υποστεί) παραμένουν να ρυθμίζουν το μικροκλίμα της Αττικής. Ως γνωστόν, το ψηλότερο βουνό από αυτά είναι η Πάρνηθα. Με το δάσος της, εμπλουτίζει τον υδροφορέα και προσφέρει καθαρό νερό, ρυθμίζει τη θερμοκρασία και καθαρίζει την ατμόσφαιρα, κρατώντας ένα μεγάλο ποσοστό των στερεών ρύπων». Η κόμη των
δέντρων λειτουργεί ως φίλτρο όπως περνάει ο αέρας και η απουσία τους θα μεταμόρφωνε την ατμόσφαιρα σε κάτι πιο αποπνικτικό, ανθυγιεινό και ανυπόφορο.
«Ειδικά η Πάρνηθα σώζει την Αττική από πολλά δεινά».
Πόσο προστατευμένη ήταν για το ενδεχόμενο πυρκαγιάς
Μάθαμε τελικά από τα λάθη μας; Πριν από 16 χρόνια, εκείνο το πρωινό του Ιουνίου, η εικόνα του αποκαμμένου βουνού, η γεύση της στάχτης στο στόμα και το νέφος που έφτανε μέχρι τα μπαλκόνια ήταν ένα ξεγυριστό χαστούκι. Μια πικρή συνειδητοποίηση ότι κανένας παράδεισος δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα, εάν δεν τον προστατεύσουμε. Πώς είναι δυνατόν να βλέπουμε την ιστορία να επαναλαμβάνεται, ελπίζοντας να μη συμβεί το αδιανόητο (ξανά) στον πνεύμονα της Αττικής.
Υπήρχαν αντιπυρικές ζώνες; Καθαρισμοί είχαν γίνει; Τι πηγαίνει τόσο λάθος;
«Τα τελευταία δύο χρόνια, έχει τεθεί σε εφαρμογή ένα εκτεταμένο πρόγραμμα για τον καθαρισμό του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, αλλά είναι τόσο πολλά τα χρόνια απραξίας και συσσώρευσης καύσιμης ύλης, που πραγματικά ήταν μια σταγόνα στον ωκεανό», εξηγεί με πλήρη ειλικρίνεια ο Νίκος Γεωργιάδης. «Και δεν είναι μόνο η Πάρνηθα, βέβαια. Στα μη παραγωγικά δάση της χώρας, για δεκαετίες δεν ασκείται δασική διαχείριση, επειδή η δασική υπηρεσία έχει αποδεκατιστεί. Αυτό έχει κάνει τα δάση απροσπέλαστα. Έχουν πυκνώσει πάρα πολύ, έχουν γεράσει και υπάρχει απεριόριστος όγκος ύλης έτοιμης να αναφλεχθεί». Με δύο λόγια, τα προγράμματα Anti Nero I και 2 που εφαρμόστηκαν μεταξύ 2022-2023 δεν αρκούν – χρειάζεται συνέπεια, συνέχεια, πρόγραμμα και ικανός προϋπολογισμός.
Ούτε οι αντιπυρικές ζώνες δεν αρκούν: όταν η πυρκαγιά γιγαντώνεται, οι καύτρες μπορούν να διανύσουν και απόσταση μισού χιλιομέτρου, οπότε τις περνούν από πάνω. Για να δουλέψουν, πρέπει οι γειτονικές εκτάσεις να είναι αποψιλωμένες από χαμηλή βλάστηση
Συν ότι έφτασε η ώρα να εφαρμόσουμε νέες τεχνικές. Τεχνικές οι οποίες εφαρμόζονται ήδη σε άλλες χώρες και αποτελούν πολύτιμα όπλα στη φαρέτρα της πυροπροστασίας, μιας και αποδίδουν πολύ πιο γρήγορα και οικονομικά από τις μηχανικές μεθόδους, τόσο για την πρόληψη όσο και την καταστολή. Τα όπλα αυτά, που θα είχαν αποβεί σωτήρια και στην περίπτωση της Πάρνηθας, αλλά είτε λόγω τεχνογνωσίας είτε λόγω νομικών κενών παραμένουν εκτός χρήσης από τα ελληνικά Σώματα, είναι τα εξής:
- Προδιαγεγραμμένη καύση: Είναι η ελεγχόμενη καύση εκτός αντιπυρικής περιόδου (από ειδικά εκπαιδευμένες ομάδες) η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορους διαχειριστικούς σκοπούς, όπως να δημιουργήσεις στεγασμένες αντιπυρικές ζώνες (δηλ. εκτάσεις μόνο με ψηλά δέντρα), να καταπολεμήσεις ένα συγκεκριμένο είδος κ.ά.
Πρόκειται για μη θεσμοθετημένη διαδικασία στο ελληνικό Δίκαιο, αν και η Δασική Υπηρεσία και το Πυροσβεστικό Σώμα υποστήριξε την πιλοτική εφαρμογή της τα προηγούμενα δύο χρόνια στη Χίο σε μια προσπάθεια που ξεκίνησε το WWF σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων. - Κατάκαυση: Μέθοδος η οποία εφαρμόζεται κατά τη δασοπυρόσβεση και αποτελεί μια διαδικασία ελεγχόμενης καύσης της καύσιμης ύλης σε συγκεκριμένο πλάτος, ώστε να ελεγχθεί η επέκταση της φωτιάς όταν εκείνη φτάσει στο επίμαχο σημείο.
Πρόκειται για θεσμοθετημένη μέθοδο η οποία όμως έχει εφαρμοστεί ελάχιστες φορές, επειδή δεν υπάρχει τεχνογνωσία. - Αντιπύρ: Μέθοδος η οποία εφαρμόζεται κατά τη δασοπυρόσβεσης και γίνεται με τη δημιουργία ενός μετώπου σε πορεία προς το μέτωπο της πυρκαγιάς, για να μειωθεί ο ρυθμός εξάπλωσης με την εξουδετέρωση της καύσιμης ύλης.
Πρόκειται για θεσμοθετημένη μέθοδο, η οποία όμως έχει εφαρμοστεί ελάχιστες φορές, επειδή δεν υπάρχει τεχνογνωσία.
Χρειάζεται ένας συνδυασμός πραγμάτων για να αναφερόμαστε σε πραγματικά προστατευμένο δάσος, όπως επισημαίνει ο Νίκος Γεωργιάδης. Και «μόλις καταλάβει η Πολιτεία ότι η πρόληψη δεν φαίνεται αλλά παίζει καταλυτικό ρόλο για να μη μετράς στο τέλος απώλειες σε περιουσίες, σε ανθρώπους και σε φυσική βλάστηση, τότε μόνο θα σταματήσει να βασίζεται κατά 80% στην καταστολή».
«Το πυροσβεστικό Σώμα δε χρειάζεται να κατασκευάσει ήρωες – ήρωες έχει, αυτό που χρειάζεται είναι κατάλληλος σύγχρονος σχεδιασμός, όπως και να καταλάβει ότι οι φωτιές δεν ελέγχονται μόνο τη μέρα με τα εναέρια μέσα, ούτε σβήνονται από τους δρόμους. Σβήνονται από επίγειες δυνάμεις, οι οποίες συνεπικουρούνται από τα εναέρια όσο εκείνες περπατούν και οριοθετούν τα μέτωπα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύχτας».