© Alamy/Visualhellas.gr
ΙΣΤΟΡΙΑ

«Να σκάψουμε και να πάρουμε»: Το δεξί χέρι του Έλγιν στην αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα

Για τρία ολόκληρα χρόνια, ο Giovanni Lusieri και οι εργάτες του δουλεύουν καθημερινά μέσα στην Ακρόπολη, κόβοντας τα καλύτερα κομμάτια του μνημείου για την έπαυλη του εντολοδόχου τους, Λόρδου Έλγιν.

Ακούγοντας τη φωνή της αρχαιολόγου Τατιάνα Πούλου από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών σε ένα πρόσφατο συνέδριο να μεταφέρει την ταχύτατη αλληλουχία των κινήσεων για την απογύμνωση του Παρθενώνα από τους Βρετανούς, σφίγγεσαι ακαριαία στο στομάχι:

«Το 1803, συνεχίζει. Κατεβάζει δύο αγάλματα από το δυτικό αέτωμα. Τον Φεβρουάριο, αποσπά την καλύτερα διατηρημένη καρυάτιδα και έναν ολόκληρο κίονα από το Ερέχθειο. Τον Μάρτιο, δύο μετόπες απ’ τη νότια πλευρά. Στα μέσα Ιουλίου, έξι τμήματα της βορείου ζωφόρου του Παρθενώνα. Έπειτα τον Αύγουστο, τρεις μετώπες, τα άλογα και τη μορφή του Ήλιου από το ανατολικό αέτωμα. Τον Σεπτέμβριο, ξαναγυρνά στη νότια πλευρά και κατεβάζει δέκα τμήματα. Τον Δεκέμβριο, κατεβάζει τη μορφή του Ιλισσού από το δυτικό αέτωμα».

Ολοκληρώνει την αποστολή του αρχές του επόμενου έτους, αποσπώντας το τελευταίο υψηλής αξίας κομμάτι που είχε επιλέξει από το αρχαίο μνημείο, και στέλνει γράμμα στον εντολοδόχο του για να τον ευχαριστήσει: «Όλες οι επιστολές ή τα φιρμάνια ήταν πάντα τόσο αδύναμα σε αυτό το θέμα που χωρίς τα χρήματα, τα δώρα και την επιρροή που είχε εδώ η Εξοχότητά σας δεν θα είχαμε πάρει τίποτας».

Παραλήπτης της αποκαλυπτικής επιστολής είναι ο Thomas Bruce, δηλαδή ο περιβόητος Λόρδος Έλγιν, ενώ αποστολέας είναι ένας φημισμένος Ιταλός ζωγράφος της εποχής, ειδικός στην τοπιογραφία, με το όνομα Giovanni Battista Lusieri.

Πρόκειται για τον επικεφαλής της ειδικής ομάδας καλλιτεχνών που συγκρότησε ο νεαρός κόμης, όταν ο ίδιος ξεκίνησε το grand tour του προς την Ανατολή (το οποίο συνήθιζαν τότε οι νεαροί γόνοι της αριστοκρατίας), με σκοπό να καταγράψουν τεχνοτροπίες και μετέπειτα να τις αντιγράψουν σε εκμαγεία, ώστε να διακοσμήσει πλουσιοπάροχα τη νέα του έπαυλη.

Η πραγματικότητα αποδείχθηκε, βέβαια, αρκετά διαφορετική, με τον Giovanni Lusieri να αναλαμβάνει έναν άτυπο ρόλο συντονιστή σε μια σειρά αρχαιολογικών ανασκαφών στην οθωμανοκρατούμενη Αθήνα, με πρώτη και καλύτερη εκείνη στον Ιερό Λόφο της Ακρόπολης, το λίκνο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Κοινώς, ο Lusieri έγινε το δεξί χέρι του Έλγιν για τα μάρμαρα.

 

Το αναπάντητο ερώτημα για το φιρμάνι

Πρώτη φορά, καταφθάνει στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1801. Εκείνη τη στιγμή, η εικόνα προσομοιάζει περισσότερο σε χωριό και το μνημείο στην κορυφή του λόφου δεν είναι παρά το φρούριο της πόλης, όπου κατοικούσε ο Τούρκος φρούραρχος, ο Δισδάρης. Εκείνος, θέλοντας να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία, επέβαλε την καταβολή πέντε χάρτινων λιρών ημερησίων σε εκείνον για επίσκεψη στην Ακρόπολη, ποσό όχι αμελητέο για την εποχή.

Έτσι, «με πέντε λίρες στο χέρι του στρατιωτικού κυβερνήτη», όπως είχε αναφέρει χαρακτηριστικά η Μελίνα Μερκούρη σε ομιλία της στον Σύλλογο Φοιτητών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης το 1896, «εγκαινιάστηκε μια διαδικασία δωροδοκίας και διαφθοράς των αξιωματικών που δεν θα σταματούσε μέχρι να συσκευαστούν και να φορτωθούν τα μάρμαρα για την Αγγλία». Πράγματι, η ομάδα στήνει τις σκαλωσιές, πάντα με την πρόθεση να αφαιρέσει με προσοχή τα αγάλματα, να τα αναπαράξει εκμαγεία και έπειτα να τα επανατοποθετήσει, αλλά οι φήμες για στρατιωτική απόβαση των Γάλλων δυσχεραίνουν το έργο τους – το φρούριο κλείνει ερμητικά με απόφαση του Δισδάρη που ζητά φιρμάνι του σουλτάνου για να επιτρέψει την είσοδο, πλέον.

Για να εξασφαλίσει το πολυπόθητο έγγραφο με τη βούλα του Σουλτάνου, ο Έλγιν στέλνει απανωτές αποστολές, εκφράζοντας «τη σπουδαιότητα του σχεδίου του, στην εκτέλεση του οποίου συναντά απαράδεκτες αντιδράσεις». Λίγους μήνες μετά, ο γραμματέας και στενός συνεργάτης του Philipp Hunt, ένθερμος κι αυτός υποστηρικτής του σχεδίου απογύμνωσης του Παρθενώνα, καταφθάνει στην Αθήνα εκ Κωνσταντινούπολης με ένα επίσημο οθωμανικό έγγραφο με το οποίο διατάσσεται ο φρούραρχος της Ακρόπολης «κανένας να μην αναμειχθεί με τα ικριώματα ή τα εργαλεία τους ούτε να τους εμποδίσει να πάρουν μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά».

Ωστόσο, το επίμαχο έγγραφο εγείρει μέχρι σήμερα μεγάλες αντιδράσεις για την πιστότητά του: όπως θα διαπιστώσει σήμερα ο επισκέπτης στο Βρετανικό Μουσείο, όπου εκτίθεται, το κείμενο δεν είναι γραμμένο στα τουρκικά αλλά στα ιταλικά (με την εξήγηση ότι αποτελεί μετέπειτα μετάφραση), φέρει την υπογραφή του Καϊμακάμ Πασά Σεγίντ Αμπντουλάχ, αντικαταστάτη του Μεγάλου Βεζίρη Γιουσούφ Γιζά Πασά στην Κωνσταντινούπολη, και ενώ διασώζεται εκτενές αρχείο από τα επίσημα οθωμανικά έγγραφα εκείνης της εποχής, το περιβόητο φιρμάνι απουσιάζει.

«Όλες οι επιστολές ή τα φιρμάνια ήταν πάντα τόσο αδύναμα σε αυτό το θέμα», να επαναλάβουμε ότι ανέφερε στην αποστολή του ο Giovanni Lusieri στον Λόρδο Έλγιν, όταν ολοκλήρωνε το έργο του στον Ιερό Λόφο.

Ποια ακριβώς είναι τα μάρμαρα που κλάπηκαν

Είχαν περάσει τρία ολόκληρα χρόνια –από το 1801 μέχρι το 1804– που ο Lusieri εισέρχεται καθημερινά και δρα ανενόχλητος στον λόφο της Ακρόπολης.

Οι εξελίξεις, ταυτόχρονα, στη διεθνή πραγματικότητα αποδεικνύονται καταλυτικές: η εκστρατεία του Ναπολέοντα αποτυγχάνει και η Βρετανική Αυτοκρατορία στέφεται ως κυρίαρχη δύναμη του πλανήτη, ενισχύοντας τις φαντασιώσεις της που πραγματώνονταν μέσα κι από την αποικιοκρατία σε επίπεδο πολιτισμού: υφαρπάζουν αρχαιότητες, μνημεία και οτιδήποτε συνδέεται με υψηλές αξίες και ιδανικά, με τη δικαιολογία ότι «αυτά κατασκευάστηκαν πριν σχηματιστούν τα έθνη, άρα δεν ανήκουν σε κανέναν, αλλά σε όλους».

Κάπως έτσι, το πλάνο για τα εκμαγεία εγκαταλείπεται για τα αυθεντικά. Είναι ξεκάθαρο από τις επιστολές, ότι στόχος ήταν η απόκτηση. Ενδεικτικά, «είναι ήδη ένας μήνας που εργαζόμαστε στην Ακρόπολη, με μέσο κάποια χρήματα που έφερε ο κύριος Hunt ως βοήθεια, η οποία μας διευκόλυνε να σκάψουμε και να πάρουμε»· «Ελπίζω να μη μου δημιουργήσουν καμία δυσκολία και να μπορέσω να πάρω στην κατοχή μου όλα τα τμήματα γλυπτών που θα βρω».

Στο πέρασμα αυτών των τριών χρόνων, μέσα στην Ακρόπολη εργάζονται καθημερινά 8-26 άτομα, συν τα δεκάδες άτομα που έχουν συμπληρωματικό ρόλο στην αποστολή της υφαρπαγής των μαρμάρων – όσοι συντηρούν την ομάδα εργασίες, οι εργάτες που μεταφέρουν το μάρμαρο, εκείνοι που φορτώνουν τις βάρκες.

Συνολικά, περισσότερα από 200 κιβώτια σφραγίζονται και φεύγουν από την Ελλάδα με κατεύθυνση πρώτα τη Μάλτα και μετά τη Μ. Βρετανία (ένα από τα καράβια, μάλιστα, γνωρίζουμε ότι βυθίστηκε). Οι αρπαγές δεν αφορούν μόνο τον Παρθενώνα, αλλά και το Ναό της Αθηνάς και το Ερέχθειο – είναι 19 αγάλματα από αετώματα, 56 πλάκες ζωφόρου και 15 μετώπες.

Όσα κομμάτια στέκεται αδύνατο να μεταφερθούν λόγω βάρους, κόβονται πρώτα με πριόνια μαρμάρου. Κάποια, καταστρέφονται επί τόπου, από απροσεξία των εργατών. Πρόκειται για τα πιο διαλεχτά κομμάτια που αφαιρούνται, αφού ο Lusieri έχει τη γνώση να ξεχωρίσει την αξία της γλυπτικής διακόσμησης των επιμέρους μνημείων της Ακρόπολης

Το όλο εγχείρημα κοστίζει ένα αστρονομικό για την εποχή ποσό στην τσέπη του Λόρδου Έλγιν – το ποσό αφορά στην κάλυψη των μισθών, στις δωροδοκίες αλλά και την αγορά των περιβόητων μαρμάρων (74.000 λίρες) που σχεδίαζε να κοσμήσουν τη νέα έπαυλή του στη Βρετανία. Αλλά το απροσδόκητο του διαζυγίου του με τη Mary Nisbet, τον βρήκε βουτηγμένο στα χρέη, δηλώνοντας αδυναμία πληρωμής (πράγμα το οποίο αποτυπώνεται και στη μη καταβολή των μισθών του Lusieri μετά το 1813), και έτσι αναγκάζεται να πωλήσει τη συλλογή του σε τιμή μικρότερη του 50% από εκείνη που είχε καταβάλει (ήτοι 35.000 λίρες, το 1816).

Αποδέκτης είναι, φυσικά, το Βρετανικό Μουσείο, το οποίο οικοδομούσε τότε τις συλλογές του, αποκρυσταλλώνοντας στις αίθουσές του την αποικιοκρατική φιλοσοφία που διέπνεε τα αστικά σαλόνια της εποχής. Και μέχρι σήμερα, αρνούνται να αποκηρύξουν αυτή τη φιλοσοφία.