Είδαμε την παράσταση για τον φασισμό που έκανε άνω κάτω τη Στέγη
Το έργο Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες του Πορτογάλου Tiago Rodrigues κατάφερε με ένα 30λεπτό φασιστικό παραλήρημα να καταργήσει τη θεατρική σύμβαση.
- 10 ΔΕΚ 2023
Όταν ως θεατές πηγαίνουμε στο θέατρο να παρακολουθήσουμε μία παράσταση υπογράφουμε με τους ηθοποιούς μία σιωπηρή σύμβαση – ναι, το κάνουμε κι ας μην έχουμε συναίσθηση αυτού.
Εκείνοι θα είναι πάνω στη σκηνή (οκέι μπορεί και κάτω από αυτή κάποιες φορές). Εμείς καθισμένοι αναπαυτικά στην πλατεία. Εκείνοι θα παίζουν, θα υποδύονται, θα μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο για να μας διηγηθούν μία ιστορία. Εμείς θα την ακούμε, θα τη βλέπουμε, θα την αφουγκραζόμαστε ο καθένας διαφορετικά ή και το ίδιο. Πάνω απ’ όλα, όμως, θα είμαστε σύμφωνοι ότι αυτό που συντελείται πάνω στη σκηνή είναι ψευδαισθητικό, όχι πραγματικό.
Τι μπορεί να συμβεί όταν το κοινό σπάσει αυτή τη συμφωνία; Όταν φορτισμένο συναισθηματικά θολώσουν στα μάτια του τα όρια της πραγματικότητας με της φαντασίας και για μία στιγμή ή καλύτερα, για αρκετά λεπτά, νομίσει ότι αυτό που βλέπει είναι αληθινό; Γιατί κατά κάποιο τρόπο είναι αληθινό. Μία αλήθεια που δεν αντέχει άλλο να του τρίβει ο ηθοποιός στα μούτρα ξανά και ξανά και ξανά; Που θέλει να σταματήσει να τον προκαλεί. Να παίζει με το μυαλό και το συναίσθημά του. Που θέλει να σταματήσει να τον ακούει. Θα αντιδράσει. Άσχημα. Όπως κάνει δηλαδή και στην πραγματική ζωή.
Η κατάργηση της θεατρικής σύμβασης είναι σπάνιο φαινόμενο (φυσικά και δεν εννοώ να αποδοκιμάζει το κοινό μία παράσταση που είδε και δεν του άρεσε, αυτό είναι άλλο πράγμα). Συνέβη όμως και τις πέντε βραδιές (από τις 4 έως και τις 8 Δεκεμβρίου), που παρουσιάστηκε το Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες του Πορτογάλου Tiago Rodrigues, σε κείμενο και σκηνοθεσία δικά του, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Μία παράσταση με προβοκατόρικο τίτλο και πραξικοπηματικό φινάλε. Μία παράσταση που ο ίδιος ο δημιουργός της, ο διεθνώς αναγνωρισμένος σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν, ήθελε να μην μας αφήσει σε ησυχία. Να μας επιτρέψει να υιοθετήσουμε τον συνηθισμένο παθητικό μας ρόλο ως θεατές για τις δύο από τις συνολικά δυόμιση ώρες και το τελευταίο μισάωρο να μας κάνει trigger, να μας προκαλέσει να γίνουμε ενεργό κομμάτι του έργου και να αντιδράσουμε – αν το θέλουμε, αν το νιώθουμε. Να πράξουμε τέλος πάντων, όπως υπαγόρευε στον καθένα το συναίσθημά του εκείνη τη στιγμή.
Είδα την παράσταση το βράδυ της Τετάρτης 6 Δεκεμβρίου, ανήμερα της 15ης επετείου από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, αλλά και μία ημέρα μετά τη γυναικοκτονία στη Σαλαμίνα και μία σχεδόν εβδομάδα αργότερα, από τον φρικαλέο φόνο του σκύλου στην Αράχωβα.
Υπήρχαν οι θεατές που σηκώθηκαν από την καρέκλα τους για να φωνάξουν, να διαμαρτυρηθούν, να ξεσπάσουν: «Έπρεπε να τον είχατε σκοτώσει», «Φτάνει, δεν αντέχουμε άλλο να σε ακούμε», «Κάτω ο φασισμός», «Φασίστες δολοφόνοι», «Αλέξη ζεις». Εκείνοι που σφύριζαν ή χειροκροτούσαν για να πέσει επιτέλους η αυλαία. Αυτοί που αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν αποχωρώντας από την αίθουσα πριν το τέλος της παράστασης, άλλοι που ψιθύριζαν στο αυτί του διπλανού τους πιθανότατα όσα ακουγόντουσαν δυνατά και κάποιοι που προσπαθούσαν να επαναφέρουν την τάξη στην πλατεία της Στέγης, να υπενθυμίσουν τη «σύμβαση», ότι αυτό που βλέπαμε ήταν θεατρική παράσταση, όχι πραγματικότητα. «Σεβαστείτε πια τον ηθοποιό πάνω στη σκηνή». «Καθίστε κάτω». «Παράσταση βλέπουμε παιδιά». «Είμαστε σε θέατρο, πού νομίζετε ότι βρίσκεστε κυρία μου;».
Υπήρχαν βέβαια και εκείνοι που απλά παρέμειναν σιωπηλοί και παρακολουθούσαν τον χαμό που συνέβαινε γύρω τους, τη γηπεδική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί όχι σε μία ανεξάρτητη θεατρική σκηνή της πόλης, αλλά στην Κεντρική Σκηνή ενός οργανισμού, όπως η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση που το καθωσπρέπει στοιχείο και ο ελιτισμός είναι εκεί. Επίσης, μαέστρος του χάους ήταν ένας δημιουργός με θεσμικό ρόλο. Όπως προανέφερα ο Rodrigues είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν. Όταν έγραψε το έργο ήταν ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου της Ντόνα Μαρία Β΄ της Πορτογαλίας.
Τι προκάλεσε όλο αυτό το χάος, βγάζοντας εκτός εαυτού μεγάλη μερίδα του κοινού; Ένα φασιστικό παραλήρημα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες έχει ως αφετηρία του ένα πραγματικό γεγονός: τη δολοφονία το 1954 της νεαρής αγρότισσας Catarina Eufémia, που διεκδίκησε ίση αμοιβή με τους άντρες στην εργασία και έγινε σύμβολο στον αγώνα των Πορτογάλων κατά της μακροβιότερης δικτατορίας στην Ευρώπη (1926-1974).
Η υπόθεση διαδραματίζεται στην επαρχία της Νότιας Πορτογαλίας στο όχι και τόσο μακρινό 2028 με τη χώρα να έχει ακροδεξιά κυβέρνηση. Πρωταγωνιστές είναι τα μέλη μίας οικογένειας, άντρες και γυναίκες, γονείς, παππούδες, κόρες, γιοι και θείοι, που έχουν την παράδοξη παράδοση, μία φορά τον χρόνο, να εγκαταλείπουν την κανονική ζωή τους και να μεταμορφώνονται. Να φορούν τις ίδιες μακριές φούστες, να αποκαλούν ο ένας τον άλλον «Καταρίνα» («Καταρίνα μητέρα», «Καταρίνα θείε», «Καταρίνα ξαδέρφη») με απώτερο σκοπό να σκοτώσουν ένα φασίστα, που έχουν απαγάγει. Να δολοφονήσουν ένα φασίστα που δεν εμπόδισε τον θάνατο μίας γυναίκας.
Αυτή την οικογενειακή παράδοση, που ξεκίνησε η προγιαγιά και συνεχίζεται εδώ και γενιές, έρχεται τώρα να σπάσει η μικρότερη κόρη της οικογενείας (και το καμάρι αυτής), που διστάζει να πυροβολήσει τον πρώτο της φασίστα. Πόσο ηθικό είναι να σκοτώνεις κάποιον που δεν είναι ηθικός; Μπορείς να βάφεις τα χέρια σου με αίμα για έναν καλύτερο κόσμο; Να παραβιάζεις τους νόμους της δημοκρατίας στην προσπάθειά σου να την υπερασπιστείς; Όταν σκοτώνεις, δεν επιβάλλεις δικτατορία; Όταν σκοτώνεις δεν προδίδεις την ελευθερία; Να λειτουργείς με φασιστικό τρόπο για να βάλεις τέλος στον φασισμό; Και τι είναι τελικά, φασισμός;
Οι αμφιβολίες, τα διλήμματα, τα ερωτήματα, ο διχασμός της τη θέτουν αντιμέτωπη με όλη την οικογένεια. Προπάντων, με τη μητέρα της, που έχει πυροβολήσει θανάσιμα επτά φασίστες και σε μία οριακή σκηνή που έχουν οι δυο τους είναι ουσιαστικά σαν να την εξαναγκάζει συναισθηματικά να γίνει εκείνη, να της πει τα λόγια που θα την κάνουν υπερήφανη: «Ναι μανούλα μου, θα τον σκοτώσω. Εγώ, η κόρη σου, το καμάρι της οικογένειας θα σκοτώσω τον φασίστα για σένα».
Κάτι που δεν συμβαίνει στο τέλος αν και η «Καταρίνα κόρη» εξαναγκάζεται να το κάνει. Κρατώντας το πιστόλι στο χέρι, οπισθοχωρεί και αφήνει τον φασίστα να ζήσει. Όταν ένα από τα μέλη της οικογένειας αρπάζει το δικό του όπλο για να τον σκοτώσει, εκείνη μπαίνει στη μέση για να τον σώσει και βρίσκει τραγικό θάνατο. Όλη η οικογένεια βρίσκει τραγικό τέλος σαν να παίζει σε αρχαία τραγωδία. Αλληλοσκοτώνονται και ο απαχθέντας φασίστας μένει ζωντανός, τη γλιτώνει σε ένα τέλος με συμβολικό προφανώς χαρακτήρα.
Και τότε, τα φώτα της πλατείας ανάβουν.
Ο φασίστας, που είναι βουλευτής του ακροδεξιού κυβερνόντος κόμματος βγαίνει μπροστά, παίρνει το μικρόφωνο και ως ήρωας πλέον απευθύνεται για τα τελευταία 20 με 30 λεπτά της παράστασης στους «ψηφοφόρους» θεατές. Η ομιλία του, τα πιστεύω και τις υποσχέσεις του, τα έχεις ξανακούσει. Θυμίζουν Μπολσονάρο, Τραμπ, Χρυσή Αυγή, μεταξύ άλλων.
Ισχυρίζεται ότι θα υψώσει φράχτες για να μας γλιτώσει από τους μετανάστες και τις μειονότητες, ότι θα ξανακάνει τις πορτογαλικές οικογένειες ξανά γνήσιες, ότι θα βάλει τις γυναίκες στη θέση τους γιατί αυτές φταίνε που τις σκοτώνουν, ότι θα εξαλείψει την ομοφυλοφιλία, ότι θα φιμώσει την αριστερά, ότι θα μας απαλλάξει από όσους ξεζουμίζουν την κοινωνική ασφάλιση, ότι θα μας προστατέψει, θα αυξήσει τους αστυνομικούς, θα κάνει ακόμα πιο ισχυρή τη στρατιωτική δύναμη της χώρας, ότι θα ξαναγράψει το Σύνταγμα και ότι θα ανατείλει η Καινούργια Δημοκρατία, όπως ονομάζεται το κόμμα του.
Αυτό το ασυγκράτητο παραλήρημα, που διήρκησε η αλήθεια είναι για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για τα θεατρικά δεδομένα και ταυτόχρονα, ήταν ένας άθλος και για τον ίδιο τον ηθοποιό -ούτε ένα σαρδάμ, ούτε ένα κόμπιασμα, ούτε μία παύση- ήταν που έκανε το κοινό να χάσει την υπομονή του, την ψυχραιμία του, να νιώσει άβολα, να αντιδράσει, να επιτεθεί λεκτικά.
Θυμάμαι μία γυναίκα νομίζω να φωνάζει «Για πόσο ακόμα θα τον ακούμε;» και μία άλλη φωνή να συμπληρώνει: «Πόσο ακόμα θα τον ανεχτούμε;». Για πόσο ακόμα θα ανεχτούμε τον φασισμό;
Ο Tiago Rodrigues είχε επισημαίνει στο News247 σχετικά με το Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες: Δεν θέλαμε ένα έργο που θα κατεύναζε, θα επιβεβαίωνε ή, ακόμα, θα υπέθετε ότι ξέρει τι σκέφτεται το κοινό και ποιες είναι οι πεποιθήσεις του κοινού. Θέλαμε ένα έργο που θα αναστάτωνε, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις αυτών που θα το δουν. Που θα παρείχε ευχαρίστηση, φυσικά, αλλά μια ευχαρίστηση με αναστάτωση. Η παράσταση σε κάνει να αναρωτιέσαι για τη σχέση μυθοπλασίας και πραγματικότητας.
… Δεν πιστεύω ότι το θέατρο είναι πολιτική δράση, νομίζω όμως ότι μπορεί να αποτελέσει τον προθάλαμό της. Είναι ο χώρος του συλλογικού, αλλά και ο χώρος που βλέπεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια των άλλων».
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι σε όποια ευρωπαϊκή χώρα έχει παρουσιαστεί η παράσταση, οι αντιδράσεις των θεατών στο φινάλε ήταν ίδιες. Σε όλες, εκτός από την Ιταλία.
Φαντάζεσαι το η Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες να ήταν ελληνική παραγωγή; Το έργο να ήταν γραμμένο και σκηνοθετημένο από Έλληνα δημιουργό και η παράσταση παιγμένη από Έλληνες ηθοποιούς; Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστη, ούτε να φανώ απαισιόδοξη, αλλά θα είχε κατέβει πριν καν ανέβει.