Φωτογραφίες: Λεωνίδας Βασιλόπουλος
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Για τον Κωνσταντίνο Μπιμπή, το θέατρο δεν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά

Μιλήσαμε με τον ηθοποιό για τη διαδρομή του εντός και εκτός θεατρικής σκηνής, με αφορμή τις δύο παραστάσεις που πρωταγωνιστεί: το Ήταν όλοι τους παιδιά μου στο Αλκυονίς και το Forget me not στο Αλάμπρα.

Με μία κανονική και ήρεμη φωνή συζητά ανθρώπινα, χωρίς να κομπιάζει, χωρίς να προσποιείται, χωρίς να θέλει κάπως να φανεί, χωρίς περιττά. 

Να, αυτός είναι ο Κωνσταντίνος Μπιμπής – το αντιλαμβάνομαι ξεκάθαρα όσο προσπαθώ να τον περιγράψω: ένας άνθρωπος που κατάφερε να πετάξει εκτός τα περιττά, ό,τι και αν σημαίνει αυτό για τη δουλειά και τη ζωή του. Υπερέκθεση χωρίς λόγο, δράματα με λόγο, άσκοπες εξάρσεις που σε λοξοδρομούν, σχέσεις μάταιες. 

Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής ανακάλυψε το πεπρωμένο του, έτσι απλά, και κοπιάζει για αυτό, όχι απλά, αλλά και χωρίς στόμφο. Προσηλωμένος στην αγάπη του, το θέατρο, και πιο πολύ και από φυσικά γήινος, στα υπόλοιπα. Με γαλήνη και πραότητα ασυνήθιστες, με ευγένεια μετρημένη, με συνείδηση χωρίς φανατισμούς. 


Θα ξεκινήσουμε ανάποδα. Μου είπες πρόσφατα ότι δεν κάνεις καθόλου τηλεόραση. Είσαι τόσο πλούσιος;

Γαμώτο καθόλου! Μπογιατζής ήταν ο μπαμπάς μου, συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος η μάνα μου, δύσκολα τα πράγματα. Εννοώ ότι μεγάλωσα ως παιδί εργατικής τάξης και τέτοιο παραμένω.

Ας πούμε ότι χαριτολογούσα στην ερώτηση αλλά πραγματικά, από τη στιγμή που τα χρήματα είναι πολύ σημαντικά στους καιρούς μας και η τηλεόραση πια προσφέρει τη δυνατότητα ωραίων παραγωγών, εσύ γιατί επιλέγεις να απέχεις; 

Εντάξει και εγώ όταν σου μιλούσα, ήμουν πιο αφοριστικός από ό,τι πραγματικά είμαι. Απλώς, η απόλυτη προτεραιότητα μου είναι το θέατρο. Η αλήθεια είναι ότι έχω κάνει κάποια πράγματα στην τηλεόραση, ελάχιστα και προσεγμένα. Με την ίδια λογική θα ξαναέκανα περιορισμένα. Ο πιο σημαντικός λόγος, πάντως, είναι ότι σε μία συνθήκη καθημερινού εγώ δεν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω. Είναι καλό ο καθένας να αναγνωρίζει τις ικανότητές του. 

Γενικά μιλώντας, η τηλεόραση είναι ένας τρόπος δουλειάς που εμπεριέχει πολλή προχειρότητα διότι είναι πολύ περιορισμένοι οι χρόνοι. Και αυτό είναι κάτι που εμένα δε μου πηγαίνει καθόλου. Επίσης, πιστεύω πως και το θέμα των χρημάτων θέλει μία αντίσταση. Αυτή τη στιγμή, βέβαια, δεν έχω παιδιά ώστε να πεις ότι ζορίζομαι, ούτε δάνεια έχω, οπότε μπορεί να μιλάω ίσως και από μία θέση μεγαλύτερης ησυχίας και ασφάλειας. Αν μπορεί να θεωρηθεί βεβαίως ασφάλεια το να ζεις στην Ελλάδα από το θέατρο. 

Εν κατακλείδι, όλα τα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή έχουν το κόστος τους.

Αυτή η αγάπη, λοιπόν, για το θέατρο μπορείς να θυμηθείς πότε ξεκίνησε;

Το θέατρο για μένα δεν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Ήταν κάτι που δημιουργήθηκε βήμα-βήμα μέσα στα χρόνια. Και συγκυριακά και στοχευμένα. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που δεν μπορείς να πεις ότι ανήκει στο φιλοθεάμον κοινό -εξαιτίας μου πηγαίνουν τώρα πια στο θέατρο γονείς μου- και έτσι η επαφή μου με αυτό ήταν περιορισμένη στις παραστάσεις του σχολείου. 

Θυμάμαι όμως ότι όταν κάναμε μία συναυλία στην Γ’ λυκείου και τραγούδησα πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο, έπαθα σοκ γιατί μου άρεσε πάρα πολύ. Εκείνο όμως που αγαπούσα πάρα πολύ, σε σημείο εμμονής, ήταν ο κινηματογράφος. Με τον φίλο μου τον Αριόν, με τον οποίο είμαστε φίλοι από την πρώτη δημοτικού και ακόμη, παίρναμε με το λεωφορείο από το Π. Φάληρο και πηγαίναμε στου Ρέντη, που υπήρχαν τότε τα μόνα μούλτιπλεξ, για να δούμε ταινίες. Νοικιάζαμε, επίσης, πάρα πολλά DVDs. Οπότε πιστεύω ότι όλα αυτά τα χρόνια χωρίς να το συνειδητοποιώ, η υποκριτική με μάγευε.

Και πότε το είπες δυνατά;

Στην Γ’ λυκείου, ίσως και λόγω της μεγάλης πίεσης του διαβάσματος, μου ήρθε η επιφοίτηση να πάω σε Σχολή υποκριτικής. Τότε δηλαδή αποφάσισα ότι αυτό θα κάνω συγκεκριμένα. Παράλληλα δε με το Θέατρο Τέχνης είχα τη μεγάλη τύχη να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο του Ανδρέα Μανωλικάκη – αυτός ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με έκανε πραγματικά να ερωτευτώ το θέατρο. Ένας σπουδαίος δάσκαλος με σπουδαία εμπειρία και σπουδαία πορεία. 

Μετά, μάλιστα, για κάθε καλοκαίρι και τουλάχιστον για 5-6 χρόνια πήγαινα στο σεμινάριο του. Και για να εκπαιδευτώ στο σύστημα του Actors Studio, του οποίου ήταν και διευθυντής, αλλά και γιατί μέσα από το φίλτρο αυτού του ανθρώπου κατάλαβα εγώ τι θέλω να κάνω. Κατάλαβα, δηλαδή, τι είναι το θέατρο τελικά.

Ποια είναι τα στοιχεία που ορίζουν κάποιον ως σπουδαίο δάσκαλο;

Καταρχάς, η σε βάθος γνώση και σε βάθος αγάπη του αντικειμένου του. Όταν βλέπεις, δηλαδή, τον δάσκαλό σου να μιλάει για το αντικείμενο του και να λάμπει το πρόσωπο του, αυτό λειτουργεί σαν φάρος. Από εκεί και πέρα για μένα μεγάλη σημασία έχει ο τρόπος. Το να είναι ο άλλος μαλακός, να δείχνεις σεβασμό και προσοχή, φροντίδα. 

Νομίζω ότι παλιότερα είχαμε μπερδευτεί: ο δάσκαλος δεν έχει καμία σχέση ούτε με εξουσιαστικές συμπεριφορές, ούτε με λεκτικές εξάρσεις και φυσικά ούτε με κακοποιητικές τάσεις. Ο δάσκαλος πρέπει να τους αντιμετωπίζει όλους με σεβασμό, ευγένεια, και ισότιμα και να δημιουργεί ένα κλίμα απόλυτης ασφάλειας.



Μιας που μίλησες για «ευγένεια» και ζούμε σε μία εποχή που μόνο αυτή δεν τη χαρακτηρίζει, σου λείπει στην καθημερινότητα;

Πολύ. Ζούμε σε μια πιο βίαιη εποχή ούτως ή άλλως, είναι σαν να δεχόμαστε συνεχώς μία επίθεση. Ας ξεκινήσουμε από το πιο απλό, την καθημερινή επίθεση της πληροφορίας: ξυπνάμε και ανοίγουμε απευθείας το κινητό και δεχόμαστε βομβαρδισμό πληροφοριών, βγαίνουμε μετά έξω στο δρόμο και αντιμετωπίζουμε μία πραγματικότητα γεμάτη άγχος και στρες. Αυτό μας καθιστά ασυνείδητους απέναντι σε πάρα πολλά πράγματα. Δεν πιστεύω ότι έχουμε καν συνείδηση της καθημερινής μας αγένειας. Φυσικά, παίζει ρόλο και η ανατροφή μας.

Εγώ, επειδή οι γονείς μου δούλευαν πάρα πολύ και οι δύο, μεγάλωσα με τη γιαγιά μου. Ήταν Κωνσταντινουπολίτισα και επρόκειτο πραγματικά για έναν εξαιρετικό άνθρωπο. Είχε βιώσει και η ίδια πάρα πολύ βία αφού ξεριζώθηκε και ήρθε εδώ στους τελευταίους διωγμούς από την πόλη, την περίοδο της χούντας. Και παρά την βία που είχε υποστεί μου έλεγε πάντα ότι πρέπει να αγαπώ όλους τους ανθρώπους.

Φαίνεται πάντως ότι οι Κωνσταντινουπολίτες είναι μία ειδική περίπτωση.

Ναι, είναι. Και εγώ αυτό που έχω εισπράξει από τις διηγήσεις είναι ότι και για πολιτικούς και για γεωπολιτικούς λόγους, δεν λειτουργούσαν καθόλου με την έννοια της πυρηνικής οικογένειες που έχουμε μάθει να ζούμε εμείς. Δεν ήταν κλεισμένοι στα διαμερίσματα, ήταν πολίτες της κοινότητας. Τα σπίτια τους ήταν πάντα ανοιχτά. 

Θυμάμαι τα Χριστούγεννα να μαζεύονται στο σπίτι πάρα πολλοί άνθρωποι, που δεν ήταν η οικογένειά μας, αλλά φίλοι και γνωστοί. Όλο αυτό φυσικά σε κάνει να αναπτύσσεις κοινωνικές συμπεριφορές άλλου τύπου και έτσι πολύ πιο εύκολα «διευρύνεται» ο τρόπος που αγαπάς και όλους τους ανθρώπους του κόσμου που έλεγε και η γιαγιά μου. Μου έκανε επίσης πάντα εντύπωση πως ούτε η γιαγιά μου, ούτε η μαμά μου, ούτε η θεία μου, που ήρθαν μαζί, δεν μίλησαν ποτέ άσχημα για τους Τούρκους. Ποτέ. Για τις κυβερνήσεις ναι, για τους ανθρώπους όχι. Να φανταστείς ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις που είχε ο παππούς μου -καθώς ήμασταν από μία μεγαλοαστική οικογένεια- ήταν και ένα πολύ μεγάλο ζαχαροπλαστείο το οποίο φεύγοντας το άφησε στους Τούρκους υπαλλήλους του.

Θα σου πω κάτι ακόμη για τη γιαγιά μου, γιατί φαίνεται ότι έχει την τιμητική της σήμερα. Ήταν, λοιπόν, βαθιά πιστή – εννοώ πραγματικά βαθιά. Είχε ένα μεγάλο εικονοστάσι στην κουζίνα και κάθε πρωί και κάθε απόγευμα άνοιγε την Καινή Διαθήκη, διάβαζε και προσευχόταν για καμιά ώρα. 

Αυτή η γυναίκα όμως ποτέ δεν μου είπε εμένα σαν παιδί ότι πρέπει να πηγαίνω στην εκκλησία ή ότι ο Θεός είναι καλός ή ότι πρέπει να πιστεύω. Μου μίλαγε για την αγάπη, μου μίλαγε για τον σεβασμό και για την καλή πλευρά του Χριστιανισμού αλλά ποτέ δε μου είπε ότι πρέπει να πάω στην εκκλησία. Την έχασα σχετικά νωρίς αλλά πιστεύω ότι με διαμόρφωσε πολύ.

Ας πάμε πάλι πίσω στο θέατρο. Ποιοι είναι οι πιο σημαντικοί σταθμοί που όρισαν την πορεία σου; 

Ο πρώτος σταθμός ήταν σίγουρα το Ρωμαίος και Ιουλιέτα για δύο, μία παράσταση που φτιάξαμε στο σαλόνι μου με ανώμαλα ωράρια προβών λόγω άλλων υποχρεώσεων. Ήμουν 22 χρονών, πολύ μικρός και η αποδοχή αυτής της παράστασης όχι μόνο με καθιέρωσε με έναν τρόπο αλλά μου έδωσε και τη βαθιά πίστη σε αυτή τη νεαρή ηλικία ότι αυτό γίνεται. Ότι μπορεί μία πρόβα στο σαλόνι σου να σε οδηγήσει σε τέσσερα πέντε χρόνια σε ένα κλασικό φεστιβάλ στο Μεξικό, σε ένα βραβείο στην Ισπανία, σε ένα φεστιβάλ Σαίξπηρ Globe στη Σερβία, στην Πορτογαλία. 

Σίγουρα, ένας επόμενος σημαντικός σταθμός είναι ο Νίκος Καραθάνος με τους Όρνιθες που κάναμε στην Επίδαυρο, στη Νέα Υόρκη το 2018 και στη Χιλή το 2020.

Διαφορετική και σπουδαία αυτή η εμπειρία.

Ναι, σπουδαία εμπειρία αλλά ακόμη πιο σημαντική ο ίδιος ο Νίκος. Είναι ένας καλλιτέχνης του θεάτρου που δε νομίζω ότι έχουμε άλλον τέτοιον. Ένας ποιητής του θεάτρου και της ζωής. Ο Νίκος κάνει ποίηση το τίποτα και αποτέλεσε και αποτελεί ακόμα μεγάλη έμπνευση για μένα. Ένας υπέροχος άνθρωπος.
Από τα ταξίδια για τους Όρνιθες υπάρχει κάτι που θυμάσαι έντονα;

Το τρίτο ανέβασμα ήταν στη Χιλή και είχε ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί ο Νίκος είχε ταξιδέψει στη Βραζιλία και είχε δει τους χορευτές, τις φαβέλες και έφερε έξι χορευτές από εκεί για την παράσταση. Κάναμε μαζί πρόβες και πήγαμε μαζί στη Χιλή – ήταν πραγματικά μοναδικοί χορευτές με ικανότητες εξωπραγματικές. Αυτή η σύμπραξη, αυτή η πολιτισμική συνάντηση ήταν από μόνη της εξαιρετική.

Εμείς, λοιπόν, παίζαμε το 2020 την περίοδο που έβραζε η Χιλή με διαδηλώσεις των οποίων το βασικό αίτημα ήταν η αναθεώρηση του Συντάγματος. Στο έργο μας και κατά την παράβαση του ίδιου Αριστοφάνη, έβγαιναν τρεις γυμνόστηθες γυναίκες με καραμπίνες και είχαν ένα φοβερό μονόλογο όλες μαζί ταυτόχρονα που έλεγαν «Σήμερα ο νόμος ξαναγράφεται, σήμερα εγώ ξαναγράφω τον νόμο». Την ημέρα που παίξαμε για πρώτη φορά στη Χιλή και την ώρα που βγήκαν οι γυναίκες και είπαν αυτό, σηκώθηκαν οι τελευταίες 20 κερκίδες -που ήταν τα φτηνά εισιτήρια, τα πίσω πίσω- και σταμάτησαν την παράσταση από το χειροκρότημα και τις φωνές αφού θεώρησαν ότι με κάποιον τρόπο το κάναμε για εκείνους. Στην ουσία, εκείνη τη στιγμή, το θέατρο συναντούσε την πραγματικότητα. Θυμάμαι ότι κλάψαμε πάνω στη σκηνή – ήταν ίσως η πιο σοκαριστική εμπειρία που έχω ζήσει. Δεν το είχαμε ούτε προβλέψει ούτε φανταστεί βεβαίως.



Σκηνοθετείς και πρωταγωνιστείς με την Μυρτώ Γκόνη, στο Forget me not. Είναι ένα έργο για ένα ζευγάρι που περνάει δεινά;

Πρόκειται για ένα ζευγάρι που περνάει διάφορα, αλλά δεν περνάει κάτι που δεν έχουμε ζήσει κι εμείς στην καθημερινότητά μας. Δεν είναι ένα κείμενο που διεκδικεί κάποια πρωτοτυπία ή καινοτομία. Και νομίζω ότι εκεί βρίσκεται και η δύναμη του – στο ότι επεξεργάζεται ζητήματα που λίγο-πολύ έχουμε επεξεργαστεί ή επεξεργαζόμαστε όλοι, δυσκολίες ενώ ζευγαριού είτε που έχουν να κάνουν με τα όνειρά του ενός και τα όνειρά του αλλουνού και πώς συνδυάζονται τα όνειρα, πώς επιβιώνουμε όταν έρχεται ένα παιδί, αν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι και να πραγματοποιήσουμε τα όνειρα μαζί ή θα μας τα συνθλίψει ο μικροαστισμός ή τελικά θα νικήσει τη σχέση. 

Νομίζω ότι είναι ερωτήματα που όλοι τα έχουμε και γι’ αυτό θέλαμε να κάνουμε μία παράσταση που να εστιάζει σε αυτά τα ζητήματα. Έχει μία ενδιαφέρουσα φόρμα, λειτουργεί συνέχεια με flash back και flash forward, αλλάζουμε συνέχεια – η Μυρτώ και ρόλους, εγώ ηλικίες. Βλέπουμε ένα ζευγάρι από 25 ως 80 ετών.

Στο αριστουργηματικό  Ήταν όλοι τους παιδιά μου του Άρθουρ Μίλλερ παίζεις έναν πραγματικά δραματικό ρόλο. Και όλο το έργο ταλαντεύεται μέσα σε ενοχές. Τελικά, το θέατρο μπορεί να σου δικαιολογήσει πράγματα που δε θα δικαιολογούσες στην αληθινή σου ζωή;

Όπως μου είπε ένας φίλος που δεν πηγαίνει στο θέατρο, αλλά ήρθε σ’ αυτή την παράσταση μόνο για μένα, και συγκινήθηκε πάρα πολύ: «Μπορεί ο Μίλερ να ονομάζει το έργο Ήταν όλοι τους παιδιά μου, αλλά ένιωσα ότι θα μπορούσα και εγώ να το πω αυτό για όλους τους χαρακτήρες, γιατί τους ένιωσα και τους κατάλαβα όλους από την πλευρά τους. Τους ένιωσα στο πετσί μου». Και νομίζω ότι αυτό είναι και μεγάλη επιτυχία της παράστασης: είναι πιο εύκολο να ορίσουμε έναν κακό, έναν καλό κι έναν ηθικό, αλλά δεν είναι έτσι στη ζωή τα πράγματα. Είναι πιο περίπλοκα και με έναν τρόπο ανθρώπινο το έργο αυτό στο δίνει όλο αληθινά.

Πώς ζεις, αλήθεια, τη ζωή σου εκτός θεάτρου; Έχεις πάντα αυτή τη στωικότητα και την ηρεμία που βλέπω; Ξεσπάσματα δεν έχεις ποτέ;

Η αλήθεια είναι ότι προσπαθώ να τη ζω πολύ ήρεμα, σε ισορροπία και αρμονία. Με κοροϊδεύουν οι φίλοι μου και το κορίτσι μου, με λένε «μπάρμπα», αυτό είναι το παρατσούκλι μου. Γιατί όντως είμαι ένας άνθρωπος που τον έλκουν πιο μπαρμπαδίστικα πράγματα, να βάλω τα βινύλιά μου, να ακούσω τη μουσική μου πίνοντας το καφεδάκι μου, ασχολούμαι πάρα πολύ με τα λουλούδια στο μπαλκόνι. 

Όσο για τα ξεσπάσματα που με ρώτησες, έχω κάνει εφτά χρόνια ψυχοθεραπεία και ο άνθρωπος που είμαι τώρα είναι αποτέλεσμα αυτής της χρήσιμης διαδικασίας – γιατί μην νομίζεις, έχω υπάρξει και εγώ άνθρωπος με θυμούς. Έχω περάσει από όλα, αλλά έσκυψα το κεφάλι, δούλεψα σκληρά με τον εαυτό μου και τα διαχειρίστηκα ώστε να είμαι και εγώ πιο χαρούμενος, αλλά και οι άνθρωποι γύρω μου.

***

Ήταν όλοι τους παιδιά μου

Απόδοση-Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης

Παίζουν: Γιώργος Γάλλος, Άννα Μάσχα, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Λίλα Μπακλέση, Άννα Λουϊζίδη, Δημήτρης Σέρφας

Info: Θέατρο Αλκυονίς (Ιουλιανού 42, 210-8828100). Προπώληση εδώ.

***

Forget me not

Συγγραφέας: Tristan Bernays

Σκηνοθεσία–Μετάφραση-Δραματουργία–Ερμηνεία: Μυρτώ Γκόνη & Κωνσταντίνος Μπιμπής

Info: Θέατρο Αλάμπρα (Στουρνάρη 53, 210-5220120). Προπώληση εδώ.

***

Ευχαριστούμε το ξενοδοχείο Athens Tower (Αθηνάς 2 & Ερμού 78) για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.

Exit mobile version