ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ηλίας Μουλάς: «Νιώθουμε σαν τους ΠΥΞ ΛΑΞ που επιστρέφουμε με τους Παίχτες»

Μιλήσαμε με τον «Σάσα» της sold out παράστασης του Γιώργου Κουτλή, που επανέρχεται μέσα στον Ιούλιο για μία μίνι περιοδεία στην Αττική.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ

Οι Παίχτες του Ν.Β. Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή έπεσαν σαν βόμβα στην αθηναϊκή θεατρική σκηνή, όταν πρωτοανέβηκαν το 2021 στο Θέατρο Κιβωτός. Ήταν το απόλυτο θεατρικό talk of the town και η παράσταση, που μαζί με τον Τυχαίο Θάνατο ενός Αναρχικού, ήταν sold out για εβδομάδες, ακόμα και για μήνες. 

Όλοι μιλούσαν για την παράσταση της χρονιάς, για τις ερμηνείες της χρονιάς από την υπερταλαντούχα και εκρηκτική ομάδα των ηθοποιών και πράγματι, έτσι ήταν. Υπήρξαν θεατές που δεν την είδαν μόνο μία, αλλά δύο φορές μέσα στα δύο χρόνια που έτρεξε και αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά στο ελληνικό θέατρο.

Τώρα, μετά από ένα χρόνο απουσίας -η παράσταση δεν παίχτηκε τη σεζόν 2023-2024-, Οι Παίχτες επανέρχονται δριμύτεροι για το last dance τους. Από τις 8 Ιουλίου μέχρι και τις 18 του μήνα θα πραγματοποιήσουν μίνι περιοδεία σε ανοιχτά θέατρα της Αττικής.

Πριν από έναν χρόνο, υποτίθεται ότι ρίξαμε οριστική αυλαία, ότι βάλαμε τίτλους τέλους, αποχαιρετίσαμε το κοινό, αποχαιρετιστήκαμε μεταξύ μας, ζήσαμε όλο αυτό που λέγεται “τελευταία φορά”. Το ότι τώρα επιστρέφουμε μας κάνει να νιώθουμε σαν τους ΠΥΞ ΛΑΞ. Σαν να κοροϊδέψαμε τους εαυτούς μας ότι δεν θα το ξαναζήσουμε».

«Είμαστε πολύ χαρούμενοι για την επιστροφή μας. Είναι το τέλειο δώρο, σαν να κάνουμε καλοκαιρινές διακοπές στο θέατρο», μου λέει από την άλλη άκρη της γραμμής ο Ηλίας Μουλάς, εκ των πρωταγωνιστών και διακρίνω ένα χιουμοριστικό «αλλά» στη φωνή του. 

«Παράλληλα, υπάρχει και κάτι αστείο σε όλο αυτό. Πριν από έναν χρόνο, υποτίθεται ότι ρίξαμε οριστική αυλαία, ότι βάλαμε τίτλους τέλους, αποχαιρετίσαμε το κοινό, αποχαιρετιστήκαμε μεταξύ μας, ζήσαμε όλο αυτό που λέγεται “τελευταία φορά”. Το ότι τώρα επιστρέφουμε μας κάνει να νιώθουμε σαν τους ΠΥΞ ΛΑΞ. Σαν να κοροϊδέψαμε τους εαυτούς μας ότι δεν θα το ξαναζήσουμε», εξηγεί χαριτολογώντας.

Είναι ξεκάθαρο από τον τρόπο που μιλάει -είναι σαν να μιλάει καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, χαμογελώντας- ότι πρόκειται για μία δουλειά που αγαπά, που όλοι μαζί αγάπησαν πολύ από την πρώτη στιγμή και αναμφίβολα, αυτό από μόνο του ίσως να είναι αρκετό για να γίνει επιτυχία. «Έχουμε τρομερό ενθουσιασμό να δούμε τι θα συμβεί αυτή τη φορά σε αυτή την τρελή παράσταση». Του ζητώ να μου κάνει explain: «τρελή, γιατί;».

«Δεν ξέρω γιατί το κοινό μπορεί να τη θεωρεί τρελή, αλλά για μας είναι για δύο λόγους: πρώτον, γιατί είμαστε φίλοι και δουλεύουμε όλοι μαζί και δεύτερον, γιατί υπάρχουν τρία συγκεκριμένα κομμάτια στην παράσταση που είναι τελείως ελεύθερα για τους ηθοποιούς και μας επιτρέπον να αυτοσχεδιάσουμε και να κάνουμε ό,τι τρέλα μας έρθει στο κεφάλι.

Κι αυτό ακριβώς είναι πιστεύω που γαργαλάει τον κόσμο όταν βλέπει την παράσταση. Ότι ζει μαζί μας κάθε φορά αυτό το αναπάντεχο, που δεν γνωρίζουμε πού πηγαίνει και πού μπορεί να καταλήξει, το οποίο ταυτόχρονα, είναι και μοναδικό. Γιατί ο αυτοσχεδιασμός το επόμενο βράδυ που θα παίξουμε θα είναι διαφορετικός, η εμπειρία της παράστασης θα είναι διαφορετική».

Με δικά του λόγια, μου περιγράφει την υπόθεση των Παιχτών. «Είναι ένα έργο που χρονικά διαδραματίζεται σε ένα 24ωρο και σε έναν χώρο, ένα απομακρυσμένο πανδοχείο της Ρωσίας. Εκεί, συναντιούνται έξι διαφορετικοί τύποι, έξι διαφορετικές τρελές προσωπικότητες με σκοπό να κλέψουν ο ένας τον άλλον στα χαρτιά, στη ζωή, στο οτιδήποτε. Να αρπάξει ό,τι μπορεί ο ένας από τον άλλον. Αυτό σημαίνει ότι συμμαχούν, εξαπατούν και προκαλούν ένα χάος, όπου καταλήγεις ξαφνικά να μην ξέρεις ποιος έχει συμμαχήσει με ποιον, ποιος λέει αλήθεια και ποιος ψέμματα. 

Μέσα σε όλον αυτό τον χαμό, βρίσκει έδαφος να βγει προς τα έξω ο χαζός αντρικός ανταγωνισμός -το “εγώ ξέρω πώς γίνεται το τάδε” και το “όχι, εγώ ξέρω καλύτερα, έλα να σου δείξω”-, που είναι τόσο αστείος αν το καλοσκεφτείς. Στις πρόβες, κάναμε εικόνα τους άντρες που έχουν πάει για μπάρμπεκιου σε κάποιο σπίτι και είναι όλοι μαζεμένοι πάνω από τη σχάρα και τσακώνονται σαν τα κοκόρια για το ποιος ξέρει να ψήνει καλύτερα το μπιφτέκι».

Ένα από κοκόρια -το πιο ήσυχο- είναι και ο ρόλος του στην παράσταση. Ο Σάσα είναι ένας από τους Παίχτες. «Είμαι ο πιο αθώος, ένας νεαρός που βρίσκεται εκεί κατά λάθος λόγω του πατέρα του. Έχει πολύ όρεξη για ζωή, ανυπομονεί να ενηλικιωθεί, να βρεθεί στα σαλόνια των μεγαλύτερων, να γίνει στρατιώτης και να πάει στον πόλεμο, να γνωρίσει γυναίκες, να μεθύσει από το αλκοόλ. Οι υπόλοιποι τζογαδόροι λοιπόν προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν και να του φάνε τα λεφτά του μπαμπά». 

«Το χιούμορ μου είναι ο μηχανισμός μου από παιδί για να μπορώ να επικοινωνώ καλύτερα με τους ανθρώπους».

Με τον Γιώργο Κουτλή, συνεργάστηκαν πρώτη φορά στους Παίχτες. Γνωριζόντουσαν όμως χρόνια πριν. «Εγώ, ο Γιώργος και ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος έχουμε τελειώσει τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Δεν φοιτήσαμε στο ίδιο έτος, αλλά ήμασταν φίλοι, όπως και με τους Γιάννη Νιάρρο και Βασίλη Μαγουλιώτη, που είναι απόφοιτοι της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Όταν ο Γιώργος επέστρεψε από τη Ρωσία, όπου σπούδασε σκηνοθεσία, ήρθε και έδεσε η φάση μεταξύ μας επαγγελματικά». 

Με μία-δύο λέξεις, πώς θα χαρακτήριζε άραγε τον καθένα τους; «Ο Γιώργος είναι ο master mind, ο αρχιτέκτονας. Ο Γιάννης είναι ένας ταλαντούχος καταθλιπτικός κλόουν (έχω άπειρες ιστορίες για να το δικαιολογήσω, που δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορούν να ειπωθούν). Ο Αλέξανδρος είναι η σταθέρα μας και η σανίδα σωτηρίας μας και ο Βασίλης η γνώση μας, ο θεωρητικός, ένας πολύ διαβασμένος και έξυπνος καλλιτέχνης, εκείνος που παίρνει τη χαζομάρα μας, τη βάζει στο χαρτί και της δίνει βάθος και αξία».

Αν και έχει παίξει δραματικούς ρόλους στο θέατρο -Οι ληστές (2014) σε σκηνοθεσία Ιούς Βουλγαράκη, Cock (2018) σε σκηνοθεσία Μίνωα Θεοχάρη, Πέρσες (2022) σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, Τρώιλος και Χρυσηίδα (2022) σε σκηνοθεσία Μαρίας Πανουργιά-, έχει ταυτιστεί με τους κωμικούς ρόλους, το είδος της κωμωδίας και της σάτιρας, τόσο θεατρικά –Ξύπνα Βασίλη (2019) σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη, 1821 – Η Επιθεώρηση (2021) των Φοίβου Δεληβοριά και Δημήτρη Καραντζά όσο και τηλεοπτικά – Πέτα τη Φριτέζα (2018), Αστέρας Ραχούλας (2016), IQ 160 (2023).

Οι ταμπέλες δεν του αρέσουν, αλλά κατανοεί γιατί σχεδόν όλοι όταν τον βλέπουν του μιλούν για την κωμωδία.  

Το χιούμορ είναι κάτι που τον χαρακτηρίζει όχι μόνο πάνω στο σανίδι ή στη μικρή οθόνη, αλλά και στη ζωή. «Είναι ο τρόπος μου, ο μηχανισμός μου από παιδί για να μπορώ να επικοινωνώ καλύτερα με τους ανθρώπους. Πολλές φορές μάλιστα είναι η άμυνα μου, όταν δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τη στενοχώρια, τη θλίψη, το άγχος ή όταν δεν νιώθω άνετα με τους γύρω μου και χάνω την εξωστρέφειά μου». 

Κλείνοντας φέτος 10 χρόνια στην υποκριτική -εργάζεται από τα 21 του και σήμερα, είναι 31 ετών-, τον ρωτώ για το πώς ξεκίνησαν όλα. Είναι μία ερώτηση που, όπως μου λέει κάποτε στο ξεκίνημά του, για περίπου μία πενταετία δεν σταματούσαν να του την κάνουν. «Είχα βαρεθεί να την απαντάω. Μετά, πέρασαν τα χρόνια και για κάποιον λόγο η ερώτηση εξαφανίστηκε μέχρι τώρα, που μόλις μου την έκανες ξανά εσύ και θέλω πολύ να απαντήσω. 

Μεγάλωσα λοιπόν σε μία φιλότεχνη οικογένεια. Οι γονείς με πήγαιναν στο θέατρο, στο σινεμά, στα μουσεία. Έχω μία ανάμνηση από το δημοτικό, όπου είχα το εξής κόλλημα: ήθελα να καταπιαστώ με κάτι και να γίνω σε αυτό ο καλύτερος, όπως ο τάδε φίλος μου που ήταν ο πρώτος στο μπάσκετ, ο δείνα στο ποδόσφαιρο, ένας τρίτος στο τρέξιμο –  ας πούμε εγώ ήμουν ο δεύτερος πιο γρήγορος». 

Θυμάται ότι σε μία παράσταση που έδωσε η τάξη του, όπου έπαιζαν σκηνές από τον Καραγκιόζη και γενικά, οι περισσότεροι συμμαθητές του βαριόντουσαν ή ντρεπόντουσαν, εκείνος ανέβηκε στη σκηνή και έλαμψε. «Κάπως αυτοσχεδίασα σε κάποια κομμάτια και ξαφνικά, άρχισαν όλοι να γελάνε, να περνάνε καλά, να χειροκροτούν. Στο τέλος, μου έδωσαν συγχαρητήρια τα παιδιά, οι δάσκαλοι, οι γονείς και είπα από μέσα μου “ρε συ, μάλλον σε αυτό είμαι ο καλύτερος”». Στο Γυμνάσιο και Λύκειο, έγινε αμέσως μέλος των σχολικών θεατρικών ομάδων, πέρασε στη σχολή υποκριτικής και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. 

«Ευτυχώς, πια έχει πεθάνει μέσα μου εδώ και πολλά, πολλά χρόνια το να γίνω ο πρώτος. Προφανώς, και θέλω πάντα να εξελίσσομαι και να γίνομαι καλύτερος στη δουλειά μου, διαφορετικά ποιο το νόημα και σε αυτό με εμπνέει η ευγενής άμιλλα».

Τι έχει το πρόγραμμα μετά την περιοδεία των Παιχτών; «Διακοπές τον Αύγουστο στο νησί μου, την Ικαρία (σ.σ ο τόπος καταγωγής του) και στη Μυτιλήνη για πρώτη φορά. Ανυπομονώ».

*** 

Οι Παίχτες

Σκηνοθεσία-μετάφραση-διασκευή: Γιώργος Κουτλής

Δραματουργική επεξεργασία: Βασίλης Μαγουλιώτης

Σκηνικά: Άρτεμις Φλέσσα

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης

Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης

Χορογραφία: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιάκωβος Μηνδρινός

Φωτογραφίες-video: Χρήστος Συμεωνίδης

Γραφείο Τύπου – Επικοινωνία: Μαρία Τσολάκη

Διαφήμιση–Social Media: Renegade Media / Βασίλης Ζαρκαδούλας

Παραγωγή: ΤΕΧΝΗΧΩΡΟΣ

Παίζουν: Γιάννης Νιάρρος,  Βασίλης Μαγουλιώτης,  Ηλίας Μουλάς,  Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος,  Γιώργος Τζαβάρας και Γιώργος Μπουκαούρης, guest star ο Θανάσης  Δήμου.

Info

  • Δευτέρα 8 Ιουλίου: Θέατρο Πέτρας, Πετρούπολη
  • Τρίτη 9 Ιουλίου: Βεάκειο Θέατρο, Πειραιά
  • Πέμπτη 11 Ιουλίου & Παρασκευή 12 Ιουλίου: Δημοτικό Θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής»
  • Δευτέρα 15 Ιουλίου: Κατράκειο Θέατρο, Νίκαια
  • Τετάρτη 17 Ιουλίου: Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου
  • Πέμπτη 18 Ιουλίου: Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη, Βύρωνα

Προπώληση εδώ.