ΠΗΓΑ ΕΙΔΑ

Μέσα στο Μέγαρο Σλήμαν-Μελά για μια έκθεση υψηλών προσδοκιών

Περπατήσαμε στους ορόφους του κάποτε μεγαλειώδους Μεγάρου του Τσίλερ για την έκθεση wanderlust / all passports που διοργανώνει ο Κώστας Πράπογλου, λίγο πριν το κτίριο μετατραπεί σε ξενοδοχείο. Δύο ώρες μετά, φύγαμε με το αίσθημα του ανικανοποίητου.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: © ARTEFACT ATHENS / ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΙΜΑΤΟΣ

Εξ ορισμού, τα in situ έργα καθορίζονται από τον χώρο μέσα στον οποίον γεννιούνται· και στην προκειμένη περίπτωση, ο χώρος αυτός είναι ταυτόσημος με το τέλος μιας εποχής.

Το κτίριο στο οποίο έχει οδηγηθεί αυτή τη φορά ο Κώστας Πράπογλου για να εφαρμόσει την επιμελητική πρακτική της «αποκάλυψης» απρόσμενων χώρων με έντονο συμβολικό χαρακτήρα μέσα από εκθέσεις σύγχρονης τέχνης –μια πρακτική την οποία σημειωτέον έχει αγκαλιάσει ένα ευρύ για τα δεδομένα κοινό μέσα από τις εκθέσεις-blockbuster που είχαν διοργανωθεί στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου Πεταλούδα πέρσι και στις πτέρυγες του νοσοκομείου στο Δαφνί παλαιότερα–, βρισκόταν στον αριθμό 46 της Πανεπιστημίου. Ένα κτίριο ιδιαιτέρως φορτισμένο στη συλλογική συνείδηση της πόλης από τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά και τον φόβο ενός αβέβαιου μέλλοντος.

 

Το κάποτε μεγαλειώδες Μέγαρο Σλήμαν-Μελά που έδειχνε η διεύθυνση για την ίσως πιο πολυαναμενόμενη έκθεση του φθινοπώρου, ήταν επίσης η έδρα του κινηματογράφου Ιντεάλ.

Όπως όλοι θυμόμαστε, η υπόθεση κλεισίματος του παλαιότερου σε λειτουργία (τότε) κινηματογράφου της Αθήνας, μαζί με το κλείσιμο των επίσης ιστορικών σινεμά Άστορ και του Αελλώ, είχε πυροδοτήσει πέρσι ένα ολομέτωπο κύμα αντιδράσεων από φορείς, κόμματα της αντιπολίτευσης και την κοινωνία των πολιτών. Το θέμα δεν αφορούσε μόνο τα συγκεκριμένα πολιτιστικά τοπόσημα, αλλά τη συνολικότερη διάσωση της μνήμης της πόλης, ενάντια στη σαρωτική μετατροπή του κέντρου σε τουριστικό θέρετρο από τους επενδυτές που βρίσκεται τώρα σε πλήρη εξέλιξη με μια σειρά από παραδείγματα ανακαινίσεων σε «φιλέτα» όπως αυτό της Πανεπιστημίου 46, το οποίο έχει εκμισθωθεί για τις επόμενες δεκαετίες στον όμιλο Μήτση.

Το Μέγαρο Τσίλερ-Μελά, στο ισόγειο του οποίου είναι το Ιντεάλ.
Από το 1983, οι προσόψεις, τα αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία των εσωτερικών χώρων έχουν κριθεί διατηρητέα.

Πιο συγκεκριμένα, βρισκόμαστε μια ανάσα προτού μπουν τα συνεργεία στο κτίριο.

Και ενώ προχωρούν οι διαδικασίες για το νέο ξενοδοχείο, εκπονούνται οι μελέτες αποκατάστασης και οι αρχιτέκτονες σχεδιάζουν το νέο υπερπολυτελές ξενοδοχείο στο μέτωπο της Πανεπιστημίου προς την Ομόνοια, μπαίνει μια άνω τελεία και διοργανώνεται η έκθεση από τον Κώστα Πράπογλου. Όπως μας διευκρίνισε ο ίδιος, η πρωτοβουλία ανήκε στον ξενοδοχειακό όμιλο που τον προσέγγισε πρώτος – το κρατάμε αυτό. Κρατάμε, επίσης, τον τίτλο wanderlust / all passports που επιλέχθηκε και την έννοια του ταξιδιού που έθεσε ο επιμελητής ως θεματική ομπρέλα για τη συγκεκριμένη έκθεση, σε αυτόν τον συγκεκριμένο χώρο, τη συγκεκριμένη και από πολλές απόψεις κομβική στιγμή.

Το «ταξίδι» και το ρημαγμένο κτίριο του Τσίλερ

«Η έκθεση έχει να κάνει με την έννοια του ταξιδιού, όχι μόνο με την έννοια όπως την αντιλαμβανόμαστε αντικειμενικά και γεωγραφικά, αλλά και σαν μια εσωτερική διαδρομή, σαν ένα ταξίδι του πνεύματος και της ψυχής στον χώρο και στον χρόνο», ανέφερε ο Κώστας Πράπογλου. Στο επιμελητικό σημείωμα, έγραφε πιο συγκεκριμένα για το αρχέτυπο του «ομηρικού ταξιδιού» και το ερώτημα «τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον καθένα/καθεμία μας» σήμερα, από μία οπτική περισσότερο εσωτερικής διερεύνησης, υπαρξιακής αναζήτησης και γενικότερα φιλοσοφίας meditation.

Αλλά, ταυτόχρονα χωρούν δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες ερμηνείες για το «ταξίδι».

Το ίδιο είχε πράξει ο Πράπογλου σε όλα τα δείγματα γραφής των τελευταίων χρόνων. Θέτει στους καλλιτέχνες μια πολυδιάστατη και πολύσημη έννοια (που ίσως στην τωρινή περίπτωση περνάει τη γραμμή του αόριστου), και εκείνη έρχεται να ορίσει ένα σημείο αφετηρίας για την παραγωγή των έργων και τελικά να συνδέσει τις (αυτή τη φορά 44) συμμετοχές που θα «συγκατοικήσουν» για όλη τη διάρκεια. Οι παραγωγές είναι σχεδόν πάντα in situ. Ξεκινώντας, στην προκειμένη, από τον περασμένο Φεβρουάριο, οι συμμετέχοντες επισκέπτονταν το εγκαταλελειμμένο ακίνητο για να κάνουν την έρευνά τους, να βιώσουν τον χώρο και να φέρουν έναν «καρπό» από αυτή τη διαδικασία, που παρουσιάζεται τώρα.

Μία καθηλωτική σύνθεση προσωπικής αφήγησης και αρχιτεκτονικού διαλόγου στην εγκατάσταση της Εοζέν Αγκοπιάν.
Τα «πρόσωπα» του Jesse Leroy Smith στον διάδρομο του 1ου ορόφου.

Παρά το φως από τα μεγάλα ανοίγματα και το τρομερά ψηλό ταβάνι, από τα πρώτα λεπτά σφίγγεσαι.

Διάδρομοι αναπτύσσονται κατά μήκος και των δύο ορόφων, δεξιά και αριστερά της κεντρικής μαρμάρινης σκάλας, οδηγώντας εκατέρωθεν σε δωμάτια (που χρησιμοποιούνταν ως έδρες δικηγορικών και συμβολαιογραφικών γραφείων πριν εγκαταλειφθεί το Μέγαρο). Καταλαβαίνεις στη μύτη σου την υγρασία. Οι σοβάδες έχουν ξεφλουδίσει σχεδόν παντού, ενώ σε τμήματα το ταβάνια παραμένουν κατάμαυρα, εξαιτίας πυρκαγιάς που είχε ξεσπάσει το 1990.

Η διάλυση είναι ορατή σε πολλά σημεία, δίπλα ακριβώς –τραγική ειρωνεία– στα πανέμορφα τμήματα οροφογραφιών τα οποία έχουν αποκαλυφθεί από κάτω, από τις δοκιμαστικές τομές των συντηρητών, και καταλαβαίνεις ότι τα περίτεχνα σχέδια απλώνονται σε όλα τα ταβάνια, αλλά κάποτε βάφτηκαν. Ενώ από το 1983, οι προσόψεις, τα αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία των εσωτερικών χώρων έχουν κριθεί διατηρητέα.

Πρόκειται για ένα κτίριο χτισμένο από τον Ερνέστο Τσίλλερ το 1890 για λογαριασμό του Ερρίκου Σλήμαν (πιο συγκεκριμένα ως «προσοδοφόρο ακίνητο» για την οικογένεια του περίφημου αρχαιολόγου), και αποτελεί τυπικό κτίριο μικτής χρήσης της εποχής στα νεο-αναγεννησιακά πρότυπα της Βιέννης, όπου άλλωστε είχε μαθητεύσει ο Τσίλλερ. Ως επισκέπτης τώρα, βλέπεις ένα ρημαγμένο κτίριο του 19ου αι., μια περίπτωση ενδεικτική για το πώς έχει διαχειριστεί η Πολιτεία το μνημειακό απόθεμα ειδικά του κεντρικού τομέα και την αρχιτεκτονική κληρονομιά γενικότερα.

«Το κτίριο το βρήκα σε τραγική κατάσταση, όταν μπήκα», μου περιγράφει ο επιμελητής σε ένα σύντομο διάλειμμα όπως προχωράμε για την ξενάγηση απ’ το ένα δωμάτιο στο επόμενο. «Απαιτούσε πολύ καθάρισμα, δεν είχε ηλεκτροδότηση και, γενικά, είναι φανερό ότι είχαν γίνει εσωτερικά διάφορες παρεμβάσεις οι οποίες αλλοίωσαν τον χαρακτήρα του. Κάποια από τα τζάκια ήταν καλυμμένα με γυψοσανίδες, τις οποίες και αφαίρεσα για να αναδείξω την ιστορικότητα του κτιρίου».

Βέβαια, το στάδιο της εξερεύνησης είναι από τα πιο ενδιαφέροντα στην πρακτική που ακολουθεί. «Είχα μαγευτεί από το κτίριο, ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Και αργότερα, παρατηρούσα τις αντιδράσεις στα πρόσωπα των καλλιτεχνών – την πρώτη φορά, όλοι μαγεύονταν. Ήταν σαν ένεση ζωής για να συνεχίζουμε».

 

Η διαλυμένη (ίσως βομβαρδισμένη;) παιδική χαρά στην εγκατάσταση την Άντας Πετρανάκη.
Η «πάλη» της Pipilotti Rist με τον φακό υπονομεύει τις κλασικές αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου.

Μια διαδρομή χωρίς εκπλήξεις

Τη «μαγεία» του κτιρίου την εντόπισα και εγώ σε ένα βαθμό. Τουλάχιστον στην περίπτωση που επιλέξεις να κάνεις το τουρ μόνος σου και τύχεις ώρα αφού πέσει ο ήλιος, όπως ακολουθάς τη διαδρομή από δωμάτιο σε δωμάτιο στους δύο ορόφους, είναι πιθανό να βρεθείς στιγμιαία αποπροσανατολισμένος μέσα στο κτίριο, απορροφημένος από το υποβλητικό, υποφωτισμένο περιβάλλον που παροδικά δίνει την αίσθηση ότι δεν έχει αρχή, μέση και τέλος.

Σε ένα ανάλογο χρονικό και χωρικό μπρος-πίσω σε οδηγούν τα έργα που συναντάς.

Σε αρκετές περιπτώσεις, το ταξίδι εκτείνεται μέχρι το μακρινό παρελθόν και την ταυτότητα του κτιρίου, στα αρχικά αρχιτεκτονικά σχέδια του Τσίλλερ και τις λεπτομέρειες της πρόσοψης (Αννίτα Καλημέρη), στο κατακερματισμένο παρελθόν το οποίο έχει ζήσει αλλάζοντας χρήσεις μέσα στους αιώνες (και αποτυπώνει κρυπτικά ο Γιώργιος Κοντονικολάου σε ένα δάπεδο από μάρμαρα με ίχνη και χαραγμένα γεγονότα πάνω τους, όπου καλείται ο επισκέπτης να περπατήσει πάνω στο έργο), αλλά και ακόμα παραπέρα, στην ιστορικότητα ως μια πιθανή παγίδα, που τείνουμε να εξιδανικεύουμε ενώ μπορεί να είναι κάλλιστα κατασκευασμένη από την κυρίαρχη ελίτ προς όφελός της.

Το πιο ενδιαφέρον που παρατήρησα σε αυτό το κομμάτι ήταν η πλήρης και ισοπεδωτική αποδόμηση του Γερμανού  Ερρίκου Σλήμαν – μία περίπτωση που γενικά μνημονεύεται ως κεντρική φιγούρα της αρχαιολογίας της Μεσογείου, ενώ υπάρχουν πολλά ράμματα για τη γούνα του.

Έχει αποδειχθεί ότι για να αποκτήσει φήμη ονομάτιζε αυθαίρετα τα ευρήματα που έβρισκε στις Μυκήνες, όπως τον υποτιθέμενο Τάφο του Αγαμέμνονα, και ότι πολύ πιθανόν κατασκεύαζε και μόνος του «ευρήματα» (Ελένη Ζερβού, Σοφία Ζαράρη). Το ακόμη χειρότερο; Το πώς χρησιμοποίησε την (δεκαετίες νεότερή του) Σοφία Εγκαστρωμένου που νυμφεύτηκε στην Αθήνα για να εκπληρώσει την προσωπική του φαντασίωση. Την ιστορία εκμετάλλευσης εκείνης φωτίζει η research-based ταινία μικρούς μήκους της Michal Heiman, αποκαθιστώντας ταυτόχρονα τον ρόλο της στην αρχαιολογία της εποχής.

Με διαφορά το πιο συγκινητικό σημείο της έκθεσης, τα πέντε δωμάτια της Αμερικανίδας Susan Daboll.
Πρόκειται για μια εμπειρία που μας μεταφέρει σε πέντε οικείους χώρους, που αντιστοιχούν στα στάδια εξέλιξης του ατόμου.

Κατά τα άλλα, παρατηρήσαμε ότι η επιμελητική ώθηση για «ταξίδι» σε αρκετές περιπτώσεις απασφάλισε ερωτήματα εσωτερικά· ερωτήματα για τη μνήμη (είναι αληθινή ή κατασκευασμένη;), την ψευδή πολλές φορές αίσθηση του γνώριμου αλλά και την ασφάλεια της νοσταλγίας, που είναι όσο εύθραυστη και τα πορσελάνινα τσαγιέρα στην εγκατάσταση (έκτασης πέντε δωματίων) της Αμερικανίδας Susan Daboll – με διαφορά, το πιο συγκινητικό σημείο της έκθεσης wanderlust / all passport.

Περισσότερο μια εμπειρία παρά ένα έργο, το “A journey to Presence” καλεί τους επισκέπτες σε πέντε οικείους σε όλους χώρους, μέσα από τους οποίους αφηγείται το ταξίδι αυτοπραγμάτωσης τόσο της ίδιας όσο και κάθε ατόμου, από την αποδόμηση του παραδεδομένου παρελθόντος, στην προσωπική ανασύνθεση του παρόντος και τη λύτρωση της ολοκλήρωσης στο τέλος.

Ωστόσο, η παραπάνω εγκατάσταση αποτελεί εξαίρεση στο γενικό σύνολο της έκθεσης. Εξαίρεση είναι και μερικές ακόμη εγκαταστάσεις οι οποίες πράγματι ικανοποιούν την όρεξη του επισκέπτη για εννοιολογικό παιχνίδι, όπως η εγκατάσταση έκτασης τριών δωματίων της Κλίτσας Αντωνίου στον 1ο όροφο, όπου εκμεταλλεύεται το ψηλοτάβανο του χώρου για να αποδώσει την κάθετη άνοδο του Δάντη μέσα από τη σφαίρα της κάθαρσης, όσο και τη φιλοδοξία μαζί με τη ματαιότητα της πτώσης που ορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη.

Μπορούμε να μιλήσουμε και για άλλα στιγμιότυπα της έκθεσης, τα οποία χαρακτηρίζονται από εικαστική ποιότητα (Λία Πέτρου, Μάρω Ζαχαρογιάννη), στιγμιότυπα τα οποία συνδιαλέγονται έξυπνα με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του κτιρίου (Θωμά Βαλιανάτος-Δημήτρης Μυλωνάς), αλλά στην ουσία η έκθεση ξετυλίγεται χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, σε έναν φλατ τόνο, αφήνοντας τελικά τον επισκέπτη με το αίσθημα του ανικανοποίητου.

Κύριος λόγος του ανικανοποίητου είναι ότι για κάποιο λόγο αποφεύγει η έκθεση να αντικρίσει τον ελέφαντα στον δωμάτιο – δεν ακουμπάει τη βασικότερη, δηλαδή, περιρρέουσα αγωνία σε σχέση με το κτίριο αυτή τη στιγμή, που δεν είναι άλλη από την τουριστικοποίηση του κέντρου.

Η εγκατάσταση της Κλίτσας Αντωνίου εμπνέεται από το ταξίδι του Δάντη στην Κόλαση, στο Καθαρτήριο και τον Παράδεισο.

Για την τουριστικοποίηση του κέντρου, ουδέν σχόλιον

Να κάνουμε μια μικρή παρένθεση σ’ αυτό το σημείο, για να προσθέσουμε έναν δεύτερο λόγο για τον οποίο είχε ενταθεί το αίτημα (κοινού και καλλιτεχνών, όπως φάνηκε από τη συνέντευξη Τύπου) να αποσαφηνιστεί η πολιτική ταυτότητα της έκθεσης wanderlust / all passports, από πλευράς Κ. Πράπογλου που πέρα από επιμελητής, είναι και διοργανωτής του όλου εγχειρήματος.

Τρεις μέρες πριν τα εγκαίνια, απλώθηκε αμηχανία στον κλάδο, όταν ανοιχτή επιστολή της πρωτοβουλίας BDS Greece κατήγγειλε ότι στους χορηγούς της διοργάνωσης περιλαμβάνεται και η Πρεσβεία του Ισραήλ. Σε μία χρονική στιγμή που οι πολιτιστικές διοργανώσεις καλούνται (επιτακτικά πλέον) να πάρουν θέση για την εξοντωμένη Γάζα, ο Πράπογλου αποφάσισε να αποσύρει το λογότυπο και τη στήριξη της επίμαχης Πρεσβείας, προκειμένου να «μη μετατραπεί [η έκθεση] σε πεδίο αποπροσανατολιστικών αντιπαραθέσεων», όπως απάντησε στην τοποθέτησή του που διακινήθηκε μέσω social media, αρνούμενος όμως να κάνει κάποιο σχόλιο για τη γενοκτονία σε ερώτηση συμμετέχουσας εικαστικού στη συνέντευξη Τύπου. Η ένταση κλιμακώθηκε τη νύχτα των εγκαινίων, όταν προς ένδειξη διαμαρτυρίας ομάδες πέταξαν τρικάκια εντός του κτιρίου.

Στο ίδιο απαντητικό κείμενο απέδωσε την ιδεολογική αρχή της οπτικής του για την τέχνη, ότι είναι εκεί για να «φέρνει κοντά τους ανθρώπους», να προάγει «την αρμονική συνύπαρξη, την αλληλοκατανόηση και τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας».

Αυτό βέβαια είναι μια καθαρή επιλογή και όχι μονόδρομος. Διότι η τέχνη μπορεί κάλλιστα να είναι και ριζοσπασπαστική, να ξύνει πληγές για να αποκαλύψει συλλογικά τραύματα, να πηγαίνει κόντρα σε κυρίαρχες αφηγήσεις και να ανοίγει, γενικότερα, δρόμους σκέψης προβλέποντας πολλές φορές αγωνίες του αύριο.

 

Στο έργο του Γιώργου Κοντονικολάου, ο θεατής καλείται να περπατήσει επάνω σε ένα κατασκευασμένο δάπεδο από θραύσματα μαρμάρου.
Τα εγχάρακτα ίχνη μεταφέρουν κρυπτικά στοιχεία από το παρελθόν του ιστορικού κτιρίου.

Στην προκειμένη περίπτωση, για να επανέλθουμε στο ιστορικό κτίριο του 19ου αι. που θα μετατραπεί σε ξενοδοχείο, οι αγωνίες αυτές επικεντρώνονται στο δικαίωμα στην πόλη, τον εξευγενισμό, την τουριστικοποίηση. Πιο συγκεκριμένα, έχουμε οδηγηθεί σε ένα εμβληματικό κτίριο όχι μόνο για την κληρονομιά του Τσίλερ, αλλά ακόμη περισσότερο για την παράδοση της πόλης σε μεγάλους επενδυτικούς ομίλους, και αναπόφευκτα σε πιάνει μια στεναχώρια, άμα ζεις σε αυτή την πόλη.

Σκέφτεσαι τη θέση σου στο κοντινό μέλλον, όταν το έργο του Ερνστ Τσίλλερ θα έχει αποκατασταθεί αποκαλύπτοντας σε πλήρη ανάπτυξη το μεγαλείο του (το οποίο βλέπεις αυτή τη στιγμή «λαθραία»), αλλά θα απευθύνεται στους επισκέπτες που θα κατοικούν τις σουίτες του.

Αυτός είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο.

Υπάρχουν δύο –από τα, υπενθυμίζουμε, 44– έργα τα οποία εμπεριέχουν αναφορά στην παραπάνω προβληματική. Από τη μία, το δωμάτιο του Μανώλη Μπαμπούση, όπου αποδομεί ειρωνικά τον «παράδεισο» της ξενοδοχειακής ανάπαυσης και εκφράζει το ερώτημα «και αν γίνουμε όλοι ένα ξενοδοχείο, ένα υπνοδοχείο;», και από την άλλη, η μνημειακή εγκατάστασης της Μαριάννας Στραπατσάκη με αποσυναρμολογημένα καθίσματα του Ιντεάλ). Εντούτοις, την ίδια στιγμή τα επιμελητικά κείμενα των έργων αποφεύγουν στρατηγικά την οποιαδήποτε αναφορά στο εδώ και στο τώρα μιας πόλης που χάνει την ταυτότητά της και παύει να απευθύνεται στους κατοίκους της.

Αντ’ αυτού, τα κείμενα παραπέμπουν στη σφαίρα του αόριστου και του άχρονου, επιβεβαιώνοντας τη συνολικότερη πρόθεση της έκθεσης wanderlust να παραμένει αποστασιοποιημένη από τα πιο κρίσιμα διακυβεύματα του σήμερα.

Αποσυναρμολογημένα καθίσματα από τον κινηματογράφο Ιντεάλ στο Μνημείο Ψιθύρων της Μαριάννας Στραπατσάκη.
Η εγκατάσταση Αρχαιολατρία (2024) της Εύης Σαββαΐδη στο αίθριο, στην πίσω πλευρά του Μεγάρου.

Κλείνοντας, να παραθέσουμε το απόσπασμα από το κείμενο του ξενοδοχειακού ομίλου που αναρτήθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης, με χρήσιμες πληροφορίες για το παρελθόν αλλά και το μέλλον του Μεγάρου Τσίλλερ-Μελά στην Πανεπιστημίου.

«Η τελική πρόταση που θα υποβληθεί προς έγκριση στο ΚΣΜΝ και το ΚΑΣ αφορά σε ένα περιβάλλον αστικής πολιτιστικής καθημερινότητας και στοχεύει στην ανασύνθεση της έννοιας της φιλοξενίας και στην ανάδειξη του ευρωπαϊκού προσώπου της ελληνικής πρωτεύουσας» με τη δημιουργία ενός «χώρου συνάντησης Αθηναίων», ενώ διευκρινίζεται ότι το νέο κτιριακό σύνολο θα στεγάσει (εκτός της ξενοδοχειακής μονάδας) και χώρους εικαστικών εκθέσεων, χώρους ψυχαγωγίας και αναψυχής, το ιστορικό εστιατόριο Ιντεάλ, αλλά και τον ιστορικό κινηματογράφο Ιντεάλ.

***

ΙNFO

wanderlust / all passports
Μέγαρο Σλήμαν-Μελά (Πανεπιστημίου 46)
17/10-17/11
Πέμ.-Κυρ.: 15.30 – 20.30
Είσοδος ελεύθερη

Επιμέλεια & Concept design: δρ Κώστας Πράπογλου
Οργάνωση: artefact athens
Συμμετέχουν οι: Εοζέν Αγκοπιάν, Άννα Αμπαριώτου, Λυδια Ανδριώτη, Άννα Αντάρτη, Κλίτσα Αντωνίου, Θωμάς Βαλιανάτος, Απόστoλoς Φ. Βέττας , Robert Cahen, Asaf Gam Hacohen, Κλειώ Γκιζελή, Ειρήνη Γκόνου, Λυδία Δαμπασίνα, Susan Daboll, Άντζη Δρακοπούλου, Σοφία Ζαράρη, Μάρω Ζαχαρογιάννη, Ελένη Zερβού, Harriet Hedden, Michal Heiman, Daniel Hill, Αννίτα Καλημέρη, Γιώργος Κοντονικολάου, Stevie Love, Χάρη Μαρίνη , Νεφέλη Μασία, Jonas Mekas , Στέλλα Μελετοπούλου, Μανώλης Μπαμπούσης, Δημήτρης Μυλωνάς, Sandra Osborne, Κρίτων Παπαδόπουλος, Άντα Πετρανάκη, Λία Πέτρου, Λίνα Πηγαδίωτη, Pipilotti Rist, Δημήτρης Σάββα, Εύη Σαββαΐδη, Ισμήνη Σαμανίδου, Δήμητρα Σκανδάλη, Jesse Leroy Smith , Μαριάννα Στραπατσάκη, Tonoptik , Κλαίρη Τσαλουχίδη – Χατζημηνά, Νίκος Τρανός.