ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μέσα στον υπνωτιστικά ηλεκτρισμένο κόσμο του Χρήστου Παπαδόπουλου

Μιλήσαμε με τον χορογράφο με τη διεθνή διαδρομή, που επέστρεψε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση για τη σκηνοθεσία της Νέκυιας του Γιάννη Αγγελάκα. 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ

Τη μεγαλύτερη νύχτα του περασμένου, πλέον, χρόνου, το βράδυ της 21ης Δεκεμβρίου του 2023, έκανε πρεμιέρα η Νέκυια του Γιάννη Αγγελάκα με τον ίδιο πάνω στη σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση μαζί με την ηθοποιό-σκηνοθέτιδα Όλια Λαζαρίδου να κάνουν την ανάγνωση της ραψωδίας λ της Οδύσσειας του Ομήρου. Να αφηγούνται την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη και στον Κάτω Κόσμο.

Αυτό που παρουσιάζουν δεν είναι μία παράσταση θεάτρου, ούτε χορού. Ούτε προφανώς μία συναυλία. Είναι μία μοναδική αισθητηριακή εμπειρία θέασης και ακρόασης της ραψωδίας σε μία ημιφωτισμένη αίθουσα, υπό τους εκκωφαντικούς ήχους της ηλεκτρονικής μουσικής. Η αφήγηση έχει τον πρώτο λόγο και συνοδοιπόρους της τη μουσική σύνθεση του Αγγελάκα και του ηχητικού σχεδιασμού του Coti K. και τις εικόνες που δημιουργεί ο Χρήστος Παπαδόπουλος, παίζοντας με το σκοτάδι και το φως – είναι ουσιαστικά εκείνες που δημιουργούν την ψευδαίσθηση της δράσης στην παράσταση. 

Ο διεθνώς αναγνωρισμένος χορογράφος, που τα έργα του έχουν ανέβει σε Παρίσι, Άμστερνταμ και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, αλλά και εκτός αυτής, είναι επίσης δάσκαλος κίνησης και αυτοσχεδιασμού στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και συνεργάζεται με το Μπαλέτο της Όπερας της Λυών, έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία της Νέκυιας

Είναι η πρώτη φορά που δουλεύει με το δίδυμο των αφηγητών, Αγγελάκα και Λαζαρίδου, αλλά η τρίτη που συνεργάζεται με τη Στέγη, μετά τις παραστάσεις χορού ΙΟΝ το 2018 και Larsen C την άνοιξη του 2022 -την επανέλαβε και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Και οι δύο έχουν παρουσιαστεί στη Γαλλία -το δεύτερο «σπίτι» του δημιουργού- και συνεχίζουν να περιοδεύουν στην Ευρώπη. 

Αν και τον είχα δει να χορεύει στις παραστάσεις του Δημήτρη Παπαιωάννου2, Μέσα, Πουθενά και στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων-, αν και είχα παρακολουθήσει τα πρώτα του έργα ως χορογράφος –Opus και Elvedon– στο Θέατρο Πόρτα και παράλληλα, πολλές ακόμα θεατρικές παραστάσεις όπου είχε υπογράψει την κινησιολογία, ήταν η δουλειά του στο Larsen C που με μάγεψε. Ένα πάρτι για τις αισθήσεις, που έπαιζε και τότε με το σκοτάδι και το φως και τον ηλεκτρονικό ήχο, τόσο υπνωτιστικό και απόκοσμα μαγευτικό με τις κινήσεις των χορευτών να μιμούνται τον κυματισμό της θάλασσας και ταυτόχρονα, τόσο ζωντανό και ξεσηκωτικό, που δεν ήθελα να σταματήσω να είμαι κομμάτι του. 

Ήταν αυτή ακριβώς η δουλειά του που είδε ο Γιάννης Αγγελάκας, μετά από παρότρυνση της διευθύντριας Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτης Παναγιωτάκου και του πρότεινε να τον σκηνοθετήσει στη Νέκυια.

«Η πρόταση ήρθε ενώ είχα μόλις επαναλάβει το Larsen C στην Αθήνα, βρισκόμουν στο Βερολίνο για μία παραγωγή της ομάδας χορού Dance On (σ.σ. το έργο Mellowing που παρουσίασε το 2023) και σχεδίαζα το νέο έργο για το Μπαλέτο της Όπερας της Λυών (σ.σ. το Mycelium, που περιοδεύει σε όλο τον κόσμο, όπως και το Mellowing)», θυμάται. «Ήταν αναπάντεχη, τόσο κολακευτική. Τι να πρωτοπώ για τον Γιάννη που έχει συντροφεύσει γενιές και γενιές με τις μουσικές του. Από την πρώτη συνάντηση με κέρδισε η ανοιχτωσιά του. Η αίσθηση που μου έδωσε ήταν ότι πάμε να ανακαλύψουμε κάτι καινούργιο και να απολαύσουμε τη διαδικασία σαν παιχνίδι».

Έχοντας βολευτεί στο άδειο φουαγιέ του πρώτου ορόφου ένα ηλιόλουστο πρωινό, μου εξηγεί ότι η Νέκυια «μοιάζει με μία συναυλία, με τους δύο αφηγητές και τους μουσικούς πάνω στη σκηνή, που βυθίζεται σε έναν κόσμο που υπονοείται -σ.σ. ο Κάτω Κόσμος- και καταφέρνουμε να δούμε μόνο θραύσματα αυτού» μέσα από το παιχνίδισμα του φωτός στο απόλυτο σκοτάδι. 

Να φανταστώ ότι είχες να διαβάσεις τη ραψωδία λ και την Οδύσσεια γενικότερα από το σχολείο;
Την είχα ξαναδιαβάσει γύρω στα 25 μου ένα καλοκαίρι, αλλά από τότε μέχρι πέρυσι που την έπιασα και πάλι στα χέρια μου έχουν περάσει επίσης πολλά χρόνια. Την ανακάλυψα ουσιαστικά από την αρχή. 

Και τι ανακάλυψες αυτή τη φορά;
Ότι πρώτον, η Οδύσσεια είναι ένα τόσο συγγενές έργο με το είδος της αρχαίας τραγωδίας και δεύτερον, ότι ο συγκλονιστικός τρόπος αφήγησης του Ομήρου είναι σαν παιχνίδι. Περνάει διαρκώς από διαφορετικά επίπεδα. Η αφήγηση του Ομήρου γίνεται η αφήγηση του Οδυσσέα, ο οποίος αφηγείται μια ιστορία κάποιου, ο οποίος με τη σειρά του μπορεί να διηγείται κάτι που του έχει διηγηθεί κάποιος άλλος. Κι όλα αυτά ενώ η δράση επί της ουσίας δεν έρχεται ποτέ στο προσκήνιο. Έχει προηγηθεί και αφηγείται εκ των υστέρων, γεγονός που δημιουργεί τη σύνδεση με την ιστορία με μία συναισθητική απόσταση. Σαν οι ήρωες της Οδύσσειας να βρίσκονται με το ένα πόδι μέσα στην αφήγηση και με το άλλο, έξω από αυτήν. Βρίσκω συγκλονιστικό αυτό το παιχνίδι του Ομήρου με την πολυεπίπεδη αφήγηση και σύνδεση των ηρώων μεταξύ τους.

Ποια είναι η ιστορία της ραψωδίας λ;
Ο Οδυσσέας ακολουθώντας τις συμβουλές της Κίρκης, κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, στον κόσμο των σκιών του Άδη για να κάνει σπονδές, να πιει η ψυχή του μάντη Τειρεσία αίμα και έτσι να μπορέσει να του δώσει τον χρησμό για το πώς θα φτάσει με τους συντρόφους του στην Ιθάκη. Εκεί, συναντάει ανθρώπους που ήδη γνωρίζει ότι έχουν πεθάνει, τον σύντροφό του, Ελπήνορα, αλλά και τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα μεταξύ άλλων και ανθρώπους που τους νόμιζε για ζωντανούς, όπως η μητέρα του. 

Κατεβαίνει σε έναν κόσμο ανέλπιδο για να βρει την ελπίδα: τον δρόμο πίσω στο σπίτι και την οικογένειά του. 

Αυτή η κατάβαση τι θα έλεγες ότι συμβολίζει;
Τη στροφή στο μέσα μας. Δεν είναι απλά και μόνο μία κατάβαση του Οδυσσέα σε έναν τόπο, μια γεωγραφική κατάβαση αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Είναι μια εμβάθυνση στον εαυτό του. Δηλαδή δεν είναι τυχαίο ότι συναντάει τη μητέρα του, που είναι το πατρογονικό του κύτταρο και είναι εκείνη που του τον παρακινεί να βγει στο φως. «Ανέβα, φύγε από εδώ». 

Στην εποχή της ματαίωσης που ζούμε, την αντιλαμβάνομαι ως μία κατάβαση πίσω στην ελπίδα και θα σου εξηγήσω τι εννοώ. Ο κόσμος των σκιών της αρχαιότητας με το μετά θάνατον στον χριστιανικό κόσμο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Έχουμε γαλουχηθεί μέσα από τη θρησκεία ότι πρέπει να είμαστε ηθικοί, σωστοί, καλοί σε αυτή τη ζωή για να κερδίσουμε τον παράδεισο στη ζωή μετά. Στην αρχαιότητα, δεν υπήρχε παράδεισος και κόλαση. Όλοι είχαν την ίδια μοίρα και καμία ελπίδα, προσδοκία για κάτι καλύτερο ή χειρότερο όταν πεθάνουν. Σημασία είχε μόνο το πώς ζούσαν πάνω, όχι το πώς θα ζήσουν κάτω. Για μένα αυτό έχει μεγάλη σημασία για το πώς αντιμετωπίζουμε τη ζωή μέσα από τη θεώρηση του μετά.

Η ηθική πρέπει να έχει να κάνει με τις δράσεις μας, όχι με την ανταπόδοση μιας άλλης πραγματικότητας που θα έρθει όταν πια δεν θα ζούμε και μάλλον είναι αμφίβολο αν θα έρθει και ποτέ.

Η επιτυχία του Larsen C περίμενες να έρθει; Και τις δύο φορές που παρουσιάστηκε έγινε sold out από το αθηναϊκό κοινό.
Νομίζω ότι το κοινό έχει αρχίσει σιγά-σιγά να εξοικειώνεται με τη δουλειά μου και να θέλει όλο και πιο πολύ να την ανακαλύψει. Κι αυτό προφανώς με κολακεύει και με χαροποιεί. Αλίμονο, αν δεν απολάμβανα την επιτυχία, που έχει έρθει με τόσο κόπο. Είναι αυτή που κάνει άλλωστε τον χρόνο γενναιόδωρο απέναντί μου. Ταυτόχρονα όμως, μου δημιουργεί τρομερό άγχος και αγωνία για τη συνέχεια. Ένα διαρκή στομαχόπονο για το ποιο θα είναι το επόμενο βήμα.  

Έχεις βρει ποιο θα είναι;
Όχι (γελάει). Κοίτα, με το Larsen C θα έχουμε περιοδεία μέχρι και το 2025. Έχω ξεκινήσει όμως δειλά-δειλά μία πρώτη έρευνα για το καινούργιο μου έργο. 

Πώς θα περιέγραφες τη δουλειά σου σε κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με τον χορό; Τι χορό θα του έλεγες ότι κάνεις;
Έναν χορό που ξεκινάει από το βλέμμα, εμπνέεται από την παρατήρηση της φύσης, του πώς κινούνται τα δέντρα, τα πουλιά και τα ψάρια, το πώς κυματίζει το νερό και στον οποίο πρωταγωνιστεί η μικρή, περιορισμένη κίνηση και η επανάληψη, που ναι μεν προκαλεί μία χαλάρωση του βλέμματος και του νου, προκαλεί επίσης μία ενεργητικότητα, μία έξαψη της φαντασίας για αυτό που βλέπουμε. Κάπως έτσι, προσπαθώ να δημιουργήσω μία εμπειρία ύπνωσης ή καλύτερα, ημι-ύπνωσης.

Χαρακτηρίζουν τα έργα σου ως πρωτοποριακά κι όχι μόνο εδώ, στην Ελλάδα.
Δεν νιώθω ότι κάνω κάτι πρωτοποριακό. Κάτι που δεν έχει ξαναγίνει. Φυσικά και έχει ξαναγίνει. 

Πώς θα όριζες όμως την πρωτοπορία;
Για μένα είναι συνδεδεμένη άμεσα με το να βγει προς τα έξω ένα βαθιά προσωπικό αποτέλεσμα. Αν ξεκινάς να δημιουργείς με γνώμονα ποια είναι τα κυρίαρχα ρεύματα, τι θέλει να βλέπει ο κόσμος, πώς θα καινοτομήσεις, τι περιμένει η Στέγη από σένα που σε έχει προσκαλέσει να φτιάξεις ένα έργο, πώς το κάνει ο τάδε που θεωρείται κορυφαίος για να μιμηθείς την τέχνη του, πάει, χάθηκε το παιχνίδι. Το θέμα είναι πώς θα καταφέρεις να γίνεις βαθιά προσωπικός. Δηλαδή ο Δημήτρης (Παπαϊωάννου) αυτό έχει πετύχει: την προσωπική γραφή.

Πώς πετυχαίνεις ένα βαθιά προσωπικό έργο;
Όταν ακολουθείς καθ’ όλη τη διαδικασία της δημιουργίας του έργου την πρώτη σου σκέψη, εκείνη την αρχική ιδέα και σημείωση που έκανες πριν τη μολύνεις στη συνέχεια με όλες τις υπόλοιπες. Όσο πιο καθαρή φτάσει αυτή η σκέψη πάνω στη σκηνή, τόσο πιο προσωπικά μιλάς στο κοινό. 

«Πολύ ωραία η πορεία που διαγράφουμε έξω, αλλά θέλουμε να υπάρχει μία αντιστοιχία με την πορεία μας εδώ. Στην Ελλάδα ζούμε, εδώ ανήκουμε».

Η βάση σου είναι η Αθήνα, αλλά τους περισσότερους μήνες του χρόνου, δουλεύεις έξω, κυρίως στη Γαλλία, που είναι η μεγαλύτερη αγορά σου ουσιαστικά και υπάρχει μία πολύ διαφορετική πραγματικότητα εκεί όσον αφορά τον χορό, αλλά και τις τέχνες γενικότερα. Πώς βιώνεις αυτό το μπες-βγες;
Υπάρχει αντίφαση, για την οποία φυσικά δεν φταίει το κοινό. Δεν ευθύνεται το κοινό στην Ελλάδα που δεν είναι εξοικειωμένο με τον χορό, αλλά το γεγονός ότι εδώ δεν υπάρχουν οι ανάλογοι θεσμοί, δεν υπάρχει υποστήριξη, οργάνωση για την ελληνική χορευτική σκηνή για να δημιουργήσει, πόσω μάλλον για να γνωρίσει τις παραστάσεις της στο κοινό της επαρχίας. Άσε τα χρήματα και το οικονομικό κομμάτι, δεν υπάρχει καν η σκέψη για να βελτιωθεί η κατάσταση. 

Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να κάνουμε με τα ΔΗΠΕΘΕ αυτό που κάνουν στη Γαλλία, όπου έχουν το CDCN, που λειτουργεί σαν ένα πανγαλλικό δίκτυο χορογραφικών κέντρων. Κάθε κέντρο από κάθε διαφορετική πόλη προσφέρει ένα μικρό ποσό και έτσι, συγκεντρώνεται ένα μεγάλο ποσό που είναι ικανό για να δημιουργήσει ο εκάστοτε χορογράφος με την ομάδα του μία ωραία παραγωγή και να την περιοδεύσει. 

Στη Γαλλία, ακόμα και σε πόλεις που φαινομενικά μοιάζουν ξεχασμένες στον χρόνο, όπως είναι η Τουέ -είχαμε παρουσιάσει κάποτε το ΙΟΝ-, οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να δουν υψηλού επιπέδου χορό. Εδώ, ποιος βλέπει χορό; Η Αθήνα, άντε και η Θεσσαλονίκη και η Καλαμάτα λόγω του φεστιβάλ χορού της πόλης. Μέχρι εκεί. Δηλαδή, λίγη φροντίδα χρειάζονται τα πράγματα και όλα θα μπορούσαν να είναι πιο εύκολα. 

Σε πιάνει ματαίωση;
Ε, είναι δυνατόν να μην με πιάνει; Πολύ ωραία η πορεία που διαγράφουμε έξω, αλλά θέλουμε να υπάρχει μία αντιστοιχία με την πορεία μας εδώ. Στην Ελλάδα ζούμε, εδώ ανήκουμε. Θέλουμε να αρέσουμε στο ελληνικό κοινό, να αναπτύξουμε μία σχέση μαζί του και αυτή η σχέση να εξελίσσεται διαρκώς. 

Έχεις μία δεκαετία περίπου, που εργάζεσαι ως χορογράφος και έχεις σταματήσει να χορεύεις. Σου λείπει;
Όχι, γιατί το να σταματήσω να χορεύω δεν ήρθε ως μία απόφαση που πήρα κάποια στιγμή ότι δεν θέλω, ότι δεν μπορώ άλλο να είμαι χορευτής. Ήθελα από πάντα να χορογραφώ, αλλά δεν το τολμούσα.

«Πρώτα ανακάλυψα το θέατρο και μετά τον χορό και μάλιστα σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Ίσως, γι’ αυτό δεν υπήρξα ποτέ ένας χορευτής με σπουδαία τεχνική».

Πώς ασχολήθηκες με τον χορό; Ποια είναι η ιστορία σου;
Μεγάλωσα σε μία επαρχιακή πόλη στη Νεμέα. Δεν είχα επιρροές από το σπίτι και το περιβάλλον μου, ούτε μπαλέτο ας πούμε έκανα ως παιδάκι. Τον χορό τον ανακάλυψα πολύ αργότερα, όταν ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο και μπήκα στη φοιτητική θεατρική ομάδα. Σπούδασα αρχικά θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και έπειτα, έφυγα στην Ολλανδία για να σπουδάσω χορό και χορογραφία στο SNDO (School for New Dance Development) του Άμστερνταμ.

Πρώτα ανακάλυψα το θέατρο και μετά τον χορό και μάλιστα σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Ίσως, γι’ αυτό δεν υπήρξα ποτέ ένας χορευτής με σπουδαία τεχνική. 

Δεν χορεύεις στην καλλιτεχνική σκηνή, αλλά για χορό βγαίνεις;
Ήμουν μεγάλο party animal στα νιάτα μου (γελάει). Παλιά, κάθε Σάββατο γυρνούσα σπίτι ξημερώματα από τα τέκνο και τα χάουζ πάρτι. Πάντα με γοήτευε ο σκληρός, ηλεκτρονικός ήχος, εξού και η παρουσία του στα έργα μου. Πλέον, η ζωή που κάνω και όλο αυτό το διαρκές τρέξιμο, καθώς τους περισσότερους μήνες του χρόνου είμαι σαν νομάς, με μία βαλίτσα στο χέρι, δεν μου επιτρέπει να βγω έξω να διασκεδάσω, να ξενυχτήσω χορεύοντας. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που το έκανα. 

Να ένα resolution για το 2024.
Μακάρι (γελάει). Θα ήθελα μία μικρή δόση κραιπάλης να μπει ξανά στη ζωή μου. Το λέγαμε με τους φίλους μου τις προάλλες.

***

Νέκυια

Μετάφραση: Γιώργος Ψυχουντάκης

Σύλληψη / Σύνθεση Μουσικής / Καλλιτεχνική Επιμέλεια: Γιάννης Αγγελάκας

Σκηνοθεσία: Χρήστος Παπαδόπουλος

Ελεύθερη Διασκευή & Πρωτότυποι Στίχοι: Γιάννης Αγγελάκας, Θεοδώρα Καπράλου

Ενορχήστρωση: Γιάννης Αγγελάκας, Ηλίας Μπαγλάνης

Σχεδιασμός Ήχου & Πρόσθετη Μουσική: Coti K.

Δραματουργική Επεξεργασία: Θεοδώρα Καπράλου

Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη

Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου

Βοηθός Φωτιστή: Μαριέττα Παυλάκη

Επιμέλεια Κοστουμιών: Ελευθερία Αράπογλου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ειρήνη Μπούνταλη

Βοηθός Σκηνογράφου: Μαριλένα Καλαϊτζαντωνάκη

Αφήγηση: Όλια Λαζαρίδου & Γιάννης Αγγελάκας 

Μουσικοί: Ηλίας Μπαγλάνης (πλήκτρα, πρόσθετη μουσική), Νίκος Γιούσεφ (μουσικό πριόνι), Δημήτρης Σαλεπάκης (προηχογραφημένο modular synthesizer)

Φωνητικά: Γιώτα Κολιούση, Ειρήνη Κολιούση, Νεφέλη Μπραβάκη, Μυρτώ Σταυρακίδου-Ζάχου

Performers Φωτιστικής Εγκατάστασης: Παγώνα Μπουλπασάκου, Αμαλία Κοσμά, Θέμις-Αριάδνη Ανδρεουλάκη, Ειρήνη Μπούνταλη

Παραγωγή-Εκτέλεση Παραγωγής: Wild Rose Productions / Γιώργης Δραγατάκης – Ευαγγελία Πετράκη
Line Production: CULTOPIA / Κάσση Καφέτση

Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

Info: έως 28/01. Πέμπτη-Κυριακή 20:30. Προπώληση εδώ.