Μεταξύ Βερολίνου και Ξενάκη: Μέσα στη φουτουριστική εγκατάσταση του ΕΜΣΤ
- 6 ΔΕΚ 2023
«Με συνεπήρε το πόσο πολυσχιδής υπήρξε αυτός ο άνθρωπος – ένας αρχιτέκτονας-μηχανικός και ταυτόχρονα από τους πιο σπουδαίους συνθέτες στην ιστορία, ένας άνθρωπος με μαθηματική σκέψη και έντονες αισθητικές αναζητήσεις, ένα μυαλό με ακρίβεια μηχανήματος, με πλήρη επίγνωση του μέτρου, των κανόνων, που όμως αμφισβήτησε και τελικά ανέτρεψε στο έργο του, ξεπερνώντας την αισθητική της εποχής του. Στα μάτια μου, ήταν φουτουριστικός και πρωτογονικός συνάμα, προφητικός αλλά και κοντά στις απαρχές της μουσικής, χαοτικός αλλά και ακριβής σαν μετρονόμος, σκοτεινός αλλά και πολύχρωμος».
Όσο ο Viron Erol Vert μού περιγράφει το δίδαγμα που του έμεινε μελετώντας τη ζωή και το έργο του μεγάλου Ιάννη Ξενάκη, αισθάνομαι σαν να περιγράφει το ίδιο το installation μέσα στο οποίο βρισκόμαστε για τη συνέντευξη:
Ένα εκρηκτικό από άποψη χρωματικής έντασης δωμάτιο με αλληλοπλεκόμενα γεωμετρικά μοτίβα, ανακλάσεις από τον νέον στύλο στο κέντρο του χώρου και έξι μεταλλικές κατασκευές τριγύρω, από τις οποίες κρέμονται σωλήνες, σαν ανεμόκρουστα. Ανάλογα με το πάχος και το μήκος της σωλήνας, παράγεται και διαφορετικός τόνος, μόλις ξεθαρρέψει ο επισκέπτης και παίξει με τις μπαγκέτες.
«Το νούμερο έξι αποτελεί κεντρικό άξονα για την ανάπτυξη του έργου, στοιχείο το οποίο πηγάζει επίσης από τον Ξενάκη», μου εξηγεί. Μετά την ανάθεση από το ΕΜΣΤ για μια νέα παραγωγή στο πλαίσιο του αφιερώματος στον μεγάλο συνθέτη, ο καταξιωμένος εικαστικός (νικητής του Villa Romana Prize το 2018, του μακροβιότερου εικαστικού βραβείου στη Γερμανία) εστίασε στα πρώιμα έργα του Ξενάκη, όπως τα Έξι τραγούδια για πιάνο – μια σύντομη σουίτα για πιάνο, η οποία εμπεριέχει πολλά στοιχεία ρουμανικής και ελληνικής δημοτικής μουσικής.
«Οι δάσκαλοί του του είπαν ότι πρέπει πρώτα να καταλάβει τη μουσική των προγόνων του. Τα κομμάτια αυτά ήταν πολύ αθώα, διερευνητικά. Μάλιστα, δεν τα είχε παρουσιάσει ποτέ ο ίδιος. Πολύ μετά, από συμπεράσματα μελετητών, προσδιορίστηκε ότι αποτελούν το πρώτο έργο του συνθέτη (1950-51)».
Έξι είναι τα ανεμόκρουστα, έξι είναι και τα χρώματα που απλώνονται στο πάτωμα, τους τοίχους και το ταβάνι. «Το ίδιο καθοριστική στον σχεδιασμό ήταν και η σειρά Φιμπονάτσι: η χρυσή αναλογία που καθόρισε τη φιλοσοφία του». Είχε γράψει κάποτε σε πρόλογο παρτιτούρας: «ο χρυσός κανόνας αποτελεί βιολογικό νόμο της ανάπτυξης, υπάρχει στις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος». Τις ίδιες αναλογίες ακολούθησε ο Viron Erol Vert για τις αποστάσεις, τα ύψη, τα μήκη και τα πλάτη των επιμέρους στοιχείων της εγκατάστασης.
«Όλα ακολουθούν τη σπείρα Φιμπονάτσι», συγκρατώντας έτσι τη χειμαρρώδη πληθώρα από χρώματα, μοτίβα, μεγέθη σε μια ανεξήγητη ισορροπία, μέσα στην οποία ο επισκέπτης μπορεί να κινηθεί ελεύθερα, να ξαπλώσει στα μαξιλάρια, να παρατηρήσει τα μοτίβα ή να παίξει μουσική ή να ακούσει εκείνη που έρχεται από τα ηχεία. «Δεν χρειάζεται να γνωρίζει τίποτα ο επισκέπτης εκ των προτέρων, δεν χρειάζεται να διαβάσει π.χ. τις λεζάντες για να καταλάβει το νόημα, όπως συμβαίνει σε άλλες εκθέσεις. Νομίζω, είναι περισσότερο μια ευκαιρία να περάσεις χρόνο με τον εαυτό σου».
Η nightclub αισθητική και το Βερολίνο
Η λεπτομέρεια που δίνει ο Viron Erol Vert στα υφάσματα και τα μοτίβα («πάντα σε συνεργασία με ντόπιους τεχνίτες») προδίδει τις σπουδές fashion και design που ολοκλήρωσε, προτού μεταβεί στην Αμβέρσα για την Royal Academy of Fine Arts.
Από εκείνα τα πρώτα ενήλικα χρόνια πηγάζει και η nightclub αισθητική που επανέρχεται σε εγκαταστάσεις όπως στο Roskilde Festival το 2019 και η τωρινή στον 3ο όροφο του ΕΜΣΤ: ο Βύρωνας –όπως τον φωνάζουν, μιας και στο οικογενειακό του δέντρο περιλαμβάνονται Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης αλλά κι ένας Αθηναίος παππούς– είχε δουλέψει για χρόνια στο Μπεργκχάιμ, το πιο θρυλικό κλαμπ του Βερολίνου από τη χρυσή εποχή των 90s. Για την ακρίβεια, ξεκίνησε από πόρτα στο Όστγκουτ, προτού γίνει Μπεργκχάιμ.
«Όταν ξεκίνησα δεν ήταν διάσημο, βέβαια», αναφέρει γελώντας και χαϊδεύοντας τα γένια του.
«Ήταν ένα άσχημο, μικρό μέρος με άτομα που ήθελαν απλά να είναι ελεύθερα – οι περισσότεροι ήταν απόκληροι της κοινωνίας, είτε πολύ open-minded για να βρίσκονται εκεί, ανάμεσά τους και αρκετοί καλλιτέχνες. Ήμουν περίπου στα 22 και ξεκίνησα για να βγάλω μερικά χρήματα, παράλληλα με τις σπουδές. Τελείως διαφορετικό το Βερολίνο τότε. Δεν είχε εμφανιστεί ακόμη η EasyJet, δεν υπήρχαν τουρίστες. Μόλις είχε πέσει το Τείχος και ακόμη ήταν εμφανής ο διαχωρισμός ανάμεσα στο Δυτικό και το Ανατολικό, στη συμπεριφορά των ανθρώπων, στην αισθητική της πόλης».
Τον ρωτάω ποια η σημασία εκείνων της underground techno εκείνη την περίοδο στη Γερμανία. «Από τη δική μου οπτική, τα clubs ήταν τότε ένα μέρος όπου η νέα γενιά μπορούσε να διασκεδάσει χωρίς περιορισμούς και στερεότυπα. Δυτικοί και Ανατολικοί μαζί, άτομα που απορρίφθηκαν από το σύστημα κι άτομα που έχουν τσαντιστεί και απέρριπταν εκείνα το σύστημα. Δεν είναι μικρό τραύμα το να ζεις σε μια πόλη που έχει παραμείνει διχοτομημένη για 30 χρόνια· μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να στοιχειώνει τη συνείδηση του Βερολίνου», ακόμη και αν έχουν αλλάξει χιλιάδες πράγματα από τότε στην πρωτεύουσα: τα ενοίκια, οι τουρίστες, μέχρι και τα ναρκωτικά που καταναλώνονται στα πάρτι.
Η εγκατάσταση The Hermit (Ο Ερημίτης) στο ΕΜΣΤ
Στο «δωμάτιο» του Viron Erol Vert εξασθενεί σταδιακά η αίσθηση του χώρου: οι γραμμές τέμνουν αλλεπάλληλα τους τοίχους, τα σχήματα διαπλέκονται σε ένα συνεχόμενο ζιγκ-ζαγκ, το διάτρητο ύφασμα σε ένα σημείο δημιουργεί οπτική φυγή προς το αστικό τοπίο και τη λεωφόρο της Συγγρού, ενώ όσο περνάει η ώρα και αφήνεσαι στην ambient μουσική που έρχεται από τα ηχεία, στους τόνους των ανεμόκρουστων και τις χρυσές αναλογίες που ορίζουν όλη την εγκατάσταση, βλέπεις τον εαυτό σου σε μια άχρονη δίνη εσωτερικής αναζήτησης.
The Hermit (O Ερημίτης), είναι ο τίτλος της εγκατάστασης, αλλά αναφέρεται στον Ξενάκη ο καλλιτέχνης, είτε στον επισκέπτη που θα βρεθεί να περιηγείται στην εγκατάσταση, ιχνηλατώντας τα όργανα σαν κάποιος μακρινός πρόγονος του είδους μας;
«Σίγουρα ήταν ο Ξενάκης ερημίτης. Κάθε καλλιτέχνης έχει υπάρξει ερημίτης, αλλά και κάθε άνθρωπος, σε συγκεκριμένες στιγμές της ζωής του, έχει υπάρξει ερημίτης. Είναι οι φορές που καλείσαι να αντιμετωπίσεις το μέσα σου, τα προβλήματα, τα τραύματά σου, κάτι το οποίο είναι μια πολύ προσωπική διαδικασία. Μπορεί να βρεις απαντήσεις, μπορεί και όχι. Αλλά με αυτόν τον τρόπο, μαθαίνεις τον εαυτό σου».
Πρόκειται για τη δυνατότητα του «αυτο-στοχασμού» και της «ανάκλασης του εαυτού» που επιχειρεί συχνά να προσφέρει στα χωρικά έργα του ο Viron Erol Vert, παραπέμποντας στην ιδέα της κοινωνικής γλυπτικής που είχε εισαγάγει ο Joseph Boyes.
Το The Hermit (O Ερημίτης) είναι μια in situ εμβυθιστική εγκατάσταση με διαδραστικά στοιχεία, η οποία μπορεί να βιωθεί είτε σαν ένα προσωπικό ταξίδι –Τι ανακαλείς από τη βαθύτερη μνήμη σου με τους ήχους από τις μεταλλικές σωλήνες; Πώς βιώνεται η ισορροπία της ακολουθίας Φιμπονάτσι;–, είτε σαν ένας τόπος συνάντησης, ένα πεδίο διάδρασης ανάμεσα σε υποκείμενα που από κοινού εξερευνούν τις απαντήσεις, όπως έκαναν οι απόκληροι νέοι των 90s στα underground clubs του Βερολίνου.
***
INFO
Viron Erol Vert / The Hermit (Ο Ερημίτης)
ΕΜΣΤ – 3ος όροφος
Επιμέλεια: Ιόλη Τζανετάκη