Μία έκθεση εξετάζει τη σημασία του ρεμπέτικου στο σήμερα
- 15 ΦΕΒ 2022
«Ο ρεμπέτης ζούσε με προσεκτική συνέπεια την ελευθερία του», έγραφε ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο πρώτος και ο πιο διεισδυτικός, αυθεντικός, underground μελετητής του ρεμπέτικου στην Ελλάδα, συνεχίζοντας τη φράση του ως εξής: «Οι ρεμπέτες απεχθανόντουσαν τον μπουρζουά. Και συνεπώς οι ρεμπέτες δεν παντρεύονταν. Ο ρεμπέτης έδερνε, φουμάριζε χασίσι, μαχαίρωνε, μίλαγε αργκό. […] Ο ρεμπέτης προστάτευε τον αδικημένο. Ο ρεμπέτης προκαλούσε την κοινωνία μας».
Γι’ αυτό και οι ρεμπέτες, μαζί με τα μπουζούκια και τους τεκέδες τους, έμειναν κρυμμένοι για χρόνια στο ντουλάπι της ιστορίας, ως απόκληροι της κοινωνίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι η πρώτη προσπάθεια του Πετρόπουλου να εκδώσει μελέτη για το ρεμπέτικο, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, συνοδεύτηκε από επίμονο κυνήγι της λογοκρισίας και πέντε μήνες φυλακής.
Εκείνος, όχι μόνο δεν λύγισε, αλλά συνέχισε να γράφει για τα «άσματα των πληγωμένων, απλών, αγνών και αισθαντικών ψυχών της Ελλάδας», όπως χαρακτήριζε πολύ όμορφα τα ρεμπέτικα, να περιφρονεί το «πρέπον» της κοινωνίας μέχρι τέλους (αναγγέλλοντας ως ύστατη επιθυμία το σώμα του να αποτεφρωθεί κι η στάχτη να πεταχτεί στον υπόνομο), ενώ ποτέ δεν σταμάτησε να πιστεύει ότι δεν υφίσταται ρεμπέτικο χωρίς την αυθεντική μορφή του ρεμπέτη.
Αυτή ήταν και η πρώτη μου σκέψη, μπαίνοντας στη μεγάλη έκθεση του ΟΠΑΝΔΑ για το Ρεμπέτικο: πώς γίνεται να μιλήσεις σήμερα για τον υπόγειο κόσμο που άνθισε έναν αιώνα πριν στα χάνια και τις ταβέρνες του Πειραιά, χωρίς να εξωραΐζεις τη μυθολογία του; Διότι, ας μην κρυβόμαστε, το ρεμπέτικο έχει πέραση.
Και πριν την πανδημία, υπήρχαν μαγαζιά όπου δεν έπεφτε καρφίτσα όταν έπαιζαν μπουζούκια unplugged, παραστάσεις τύπου Μινόρε της Αυγής σπάνε σταθερά τα ταμεία και ας μην ξεχνάμε ότι μια ολόκληρη γενιά που χτυπιέται φανατικά με τη ραπ μουσική ασπάζεται τον όρο «σύγχρονο ρεμπέτικο».
Τι είναι λοιπόν το ρεμπέτικο στις μέρες μας; Τούτο ήταν το ερώτημα που είχε εξ αρχής κατά νου, όπως εξηγεί στο OneMan, ο Χριστόφορος Μαρίνος, ο δραστήριος επιμελητής σύγχρονης τέχνης που έχει αναλάβει το εικαστικό πρόγραμμα του ΟΠΑΝΔΑ τα τελευταία δύο χρόνια, καταλήγοντας σε μια έκθεση που -χωρίς υπερβολές- γράφει ιστορία.
Πέραν του ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη παραγωγή που έχει διοργανώσει ποτέ, είναι πρωτοφανές το εγχείρημα για τα δεδομένα του δήμου: πάνω από 120 έργα από 50 άκρως επιδραστικούς Έλληνες καλλιτέχνες έχουν τοποθετηθεί σε τρεις ξεχωριστούς χώρους του οργανισμού (στα δύο κτίρια της Πινακοθήκης Δήμου Αθηναίων, στο Κέντρο Τεχνών και στο Δημοτικό Θέατρο Ολύμπια).
Μάλιστα, τα περισσότερα έργα είναι καινούργια, ενώ άλλα συγκεντρώθηκαν από ιδιωτικές συλλογές και ιδρύματα, όπως το Ίδρυμα Τσαρούχη, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη κ.ά.
Μια έκθεση όχι ιστορική, όσο εικονοπλαστική
The Callas, Bellou
«Να ξεκαθαρίσω αρχικά ότι η έκθεση που ήθελα να στήσω δεν ήταν για την ιστορία του ρεμπέτικου», εξηγεί ο επιμελητής, προτού εισέλθουμε στην πρώτη αίθουσα για την ξενάγηση που πραγματοποιήθηκε παρουσία δημάρχου, «δεν είμαι ούτε μουσικολόγος, ούτε ρεμπετολόγος· αυτό που με ενδιέφερε ήταν να δω ποια είναι η εικονολογία που δημιουργείται σήμερα γύρω απ’ το ρεμπέτικο, ποιες είναι οι εικόνες δηλαδή που αναδύονται στο νου των σύγχρονων δημιουργών, όταν καλούνται να εμπνευστούν απ’ αυτή την πολιτιστική παρακαταθήκη, που κατά κανόνα παραγνωρίζεται».
Πράγματι. Εάν επιχειρούσαμε να σκεφτούμε πρόχειρα μερικά παραδείγματα που θα συνένωναν τον κόσμο του ρεμπέτικου με αυτόν των εικαστικών τεχνών, θα οδηγούμασταν στα σχέδια του Φασιανού́ για τα βιβλία του Πετρόπουλου, στα χαρακτικά του Τάσσου για τα εξώφυλλα δίσκων της Μπέλλου, ή στους χορευτές του ζεϊμπέκικου που ζωγράφιζε με απαράμιλλο ζήλο ο Τσαρούχης. Και αυτό είν’ όλο.
Κατερίνα Ζαχαροπούλου, Ο Μπουφές της Ρόζας
Φυσικά, αυτά τα παραδείγματα δεν λείπουν απ’ το αφήγημα που υπογράφει ο Χριστόφορος Μαρίνος, αλλά η ουσία βρίσκεται στις νέες παραγωγές. «Το ζήτημα ήταν να επεκτείνουμε αυτή την εικονοποιία, να παράγουμε νέες εικόνες που θα αφορούν μεν στο ρεμπέτικο αλλά θα απαντούν στο εδώ και τώρα της σύγχρονης τέχνης», εξηγεί ο ίδιος.
Έτσι, τον Νοέμβριο του 2020 απευθύνθηκε σε ένα σύνολο καλλιτεχνών που εκτιμά με το εξής κεντρικό ερώτημα: Τι σημαίνει για σένα το ρεμπέτικο σήμερα; «Δεν σου κρύβω ότι πολλοί συγκινήθηκαν, όπως η Μαρία Τσάγκαρη και ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος, οι οποίοι είχαν συγγενικές σχέσεις με ρεμπέτες και λόγω του καλέσματος επεχείρησαν μια προσωπική καταβύθιση στο οικογενειακό τους αρχείο».
Τελικά, ποια είναι η σημασία του ρεμπέτικου σήμερα;
Δεν είναι να απορεί κανείς που η μυθολογία του ρεμπέτικου έχει αντιστρέψει τη θέση της κι αντί για παραγκωνισμένη ή ξεχασμένη είναι επίκαιρη και ζωντανή: τα χρόνια της Κρίσης μας έκαναν να κοιτάξουμε ξανά τα απλά πράγματα, τη σημασία της τιμιότητας, της ευθύτητας και της αλληλεγγύης, αξίες που βρίσκονταν στον πυρήνα της ρεμπέτικης φιλοσοφίας. Διότι τα ρεμπέτικα δεν είναι απλά μουσική, αλλά η αιχμή του δόρατος από μια φάρα [sic] ανθρώπων που ζούσε στην παρανομία, έσβηνε τα βάρη της προσφυγιάς με αμανέδες κι είχε τόσο σθένος ώστε στους νταλκάδες της να σηκώνει τραπέζια με τα δόντια χορεύοντας.
«Παραμένει να λειτουργεί ως ψυχικό αποκούμπι σε ζόρικες στιγμές», πιστεύει ο Μαρίνος. «Θυμάμαι κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν, υπήρχαν πολλά παιδιά νέα στην ηλικία που ανέβαζαν συνέχεια ρεμπέτικα κομμάτια». Πόσες φρέσκιες φωνές είναι δε που έχουν προστεθεί περήφανα σε αυτό το μετερίζι, όπως ο Γιάννης Διονυσίου, ο Λόλεκ και οι αδελφοί Καλογεράκη. Η ψυχή αλαφραίνει σε μια στροφή επάνω, με δυο πενιές του μπαγλαμά.
Είναι η στιγμή που το σώμα γίνεται αετός και περιστρεφόμενο με ένταση δερβίση εξυψώνεται, όπως έλεγε ο Πάνος Χαραλάμπους για τη συμμετοχή του στην Μπιενάλε Βενετίας πρόπερσι, όταν είχε χορέψει ένα ιδιοσυγκρασιακό ζεϊμπέκικο πάνω σε γυάλινα ποτήρια που ήταν κολλημένα στο πάτωμα σαν βεντούζες.
Ο διακεκριμένος εικαστικός και καθηγητής στην ΑΣΚΤ είναι επίμονος μελετητής του είδους, συνδράμοντας στην έκθεση Ρεμπέτικο (και) με μια σειρά δίσκων απ’ τη συλλογή του. Είναι ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης, ο Χιώτης, ο Καλδάρας κι άλλοι πολλοί, των οποίων οι φωνές μπορεί να μην ακούγονται, αλλά μοιάζει σαν να συντονίζουν όλα τα έργα στα εννέα όγδοα.
Διότι βασικό μοτίβο είναι ο βαρύς χορός του ζεϊμπέκικου κι η αύρα που τον συνοδεύει.
Εξαιρετικό παράδειγμα, η εγκατάσταση του Ανδρέα Λόλη με τη ριγμένη στο πάτωμα καρέκλα και τη μαύρη τραγιάσκα, λες και κάποιος μάγκας όρμησε απ’ το νταλκά του να χορέψει. Και τα δύο αντικείμενα παραπλανούν για αληθινά αλλά είναι εξ ολοκλήρου φτιαγμένα από μάρμαρο, με την απαράμιλλης πιστότητας τεχνική που έχει διαπρέψει ο Λόλης στη σύγχρονη ιστορία της τέχνης. Ίδια αίσθηση από άλλη σκοπιά αποπνέει ο μικτής τεχνικής πίνακας του πρωτεργάτη στο εγχώριο pop art Ανέστη Ιωάννου, αλλά και το meta-ζεϊμπέκικο που έστησε ψηφιακά ο Αντώνης Βολανάκης, είτε η εκπληκτική ελαιογραφία του Χρόνη Μπότσογλου που πραγματικά μοιάζει να κινείται.
Σε άλλο μήκος κύματος αλλά στα άχαστα του εκθεσιακού αφιερώματος είναι η εγκατάσταση της ποιήτριας και εικαστικού Φοίβης Γιαννίση, η οποία με όχημα τον Μάρκο Βαμβακάρη εστιάζει σε δύο, παραδόξως, συγκοινωνούντα δοχεία: στα χασάπικα και στο ρεμπέτικο. «Ο Βαμβακάρης ήταν εκδοροσφαγέας για πολλά χρόνια, μέχρι που τον έβαλαν να σφάξει ένα μοσχάρι που είχε μεγαλώσει και επειδή πετιούνταν τα δάκρυα απ’ τα μάτια του ζώου, όπως έγραφε, πέταξε το μαχαίρι και δεν το ξανάπιασε».
Η ίδια κέντησε με κόκκινη κλωστή τους στίχους του Συριανού ρεμπέτη σε μια χασάπικη λευκή ποδιά και συνέλεξε φωτογραφικό υλικό από τους δύο αυτούς κόσμους, οι οποίοι διόλου σπάνια συνυπήρχαν (βλ. χασαποταβέρνες που ήταν και κέντρα διασκέδασης).
«Βασικό ήταν να αποφύγω επιμελητικά το προφανές, το δηλωτικό», μου λέει στο τέλος ο Χριστόφορος, «το θέμα είναι κάθε θεατής να ανοίξει τους ορίζοντές του και βλέποντας μιαν εικόνα να αναρωτηθεί πώς και γιατί σχετίζεται με το ρεμπέτικο – τότε θα συμπληρώσει αισθαντικά το κομμάτι του παζλ που λείπει, φεύγοντας πιο γεμάτος απ’ ό,τι ήρθε». Τα λόγια του μου θύμισαν πάλι τα γραφόμενα του Πετρόπουλου: «Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς, και μόνος όποιος τα πλησιάσει με αίσθημα, τα νιώθει και τα χαίρεται. Γιατί η καρδιά με καρδιά μετριέται».