ΕΚΘΕΣΗ

Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες: Η αλβανική μετανάστευση σε πρώτο πρόσωπο

Πώς μοιάζει ένα μεταναστευτικό αρχείο υπό κατασκευή; Τι μπορεί να περιλαμβάνουν οι συλλογές του, ποιες ιστορίες μάς διηγούνται και ποια διλήμματα προκύπτουν στη διαδρομή; Πώς προσεγγίζουμε ένα ζωντανό φαινόμενο που βρίσκεται στα όρια του χθες και του σήμερα; Σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει η έκθεση «Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες».

Ήταν Απρίλιος του 1999 όταν μαζί με τον πατέρα μου πήγαμε στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς για να κάνουμε το εβδομαδιαίο μας τηλεφώνημα στην Αλβανία. Ο πατέρας μου έβαλε την τηλεκάρτα στη σχισμή του τηλεφώνου και λίγα λεπτά αργότερα ψέλλισε «συλλυπητήρια». Στην άλλη γραμμή βρισκόταν η μητέρα μου που είχε επιστρέψει μαζί με την αδερφή μου στην Αλβανία για να φροντίσει τη γιαγιά μου που είχε αρρωστήσει βαριά.

Ήξερα πως αυτό το «συλλυπητήρια» σήμαινε πως δε θα ξαναέβλεπα τη γιαγιά μου, πως η επιστροφή μου στην Αλβανία τα επόμενα καλοκαίρια δε θα μύριζε πια ρυζόγαλο και πως κανένας Απρίλιος δε θα ήταν πια ίδιος. Λίγους μήνες πριν και πάλι με μια τηλεκάρτα στο χέρι, είχαμε στηθεί με τον πατέρα μου στο καρτοτηλέφωνο για να μιλήσουμε με τη μητέρα και την αδερφή μου.

Ήταν η πρώτη φορά που ένα τηλεφώνημα με έκανε να κλαίω με λυγμούς. Η φωνή της αδερφής μου που τότε ήταν 3,5 ετών, με έκανε να μην μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρια μου. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πόσο πολύ μπορεί να σου λείψει ένας άνθρωπος κι ας ήμουν μόλις 8 χρονών. Όταν άλλωστε είσαι παιδί μεταναστών, αναγκάζεσαι να τα βιώσεις όλα πριν από τους συνομήλικους σου και με πολύ πιο απότομο τρόπο.

Για χρόνια οι τηλεκάρτες ήταν το μόνο που ένωνε τους Αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα με την πατρίδα και τους συγγενείς τους. Πολλοί από αυτούς είχαν αφήσει πίσω τους γονείς τους ή ακόμα και τα παιδιά τους που μεγάλωναν με θείους και παππούδες, μέχρι να μπορέσουν να έρθουν στην Ελλάδα και να είναι και πάλι οικογένεια. Οι τηλεκάρτες ήταν εκείνες που βοηθούσαν να μην ξεχνάς τη φωνή των αγαπημένων σου ανθρώπων, αλλά και που γίνονταν ο δίαυλος για να μαθαίνεις τα νέα για γάμους, κηδείες και γεννήσεις.


Όλοι εμείς έχει χρειαστεί να περιμένουμε υπομονετικά τη σειρά μας δίπλα σε κάποιο καρτοτηλέφωνο, μέχρι να τελειώσει το τηλεφώνημά του ο προηγούμενος από εμάς. Οι τηλεκάρτες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της αλβανικής -αλλά όχι μόνο- μεταναστευτικής εμπειρίας τη δεκαετία του 1990.

Φωτορεπορτάζ «Η μεγάλη φυγή προς την Ελλάδα», 1991. ΑΣΚΙ / Συλλογή Σπύρου Στάβερη

Σε αυτή την εμπειρία προσπαθεί να ρίξει φως η έκθεση με τίτλο «Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες». Η έκθεση δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του πιλοτικού εγχειρήματος της συγκρότησης ενός αρχείου για την αλβανική μετανάστευση στην Ελλάδα, από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και την Πρωτοβουλία για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (SNF PHI) στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. 

Την επιμέλειά της έκθεσης έχουν αναλάβει οι Πάτι Βαρδάμη και Ιλιρίντα Μουσαράι, οι οποίες μίλησαν στο OneMan για το εγχείρημα αυτό που φιλοδοξεί να απαντήσει σε ερωτήματα όπως: Πώς μοιάζει ένα μεταναστευτικό αρχείο υπό κατασκευή; Τι μπορεί να περιλαμβάνουν οι συλλογές του, ποιες ιστορίες μάς διηγούνται και ποια διλήμματα προκύπτουν στη διαδρομή; Πώς προσεγγίζουμε ένα ζωντανό φαινόμενο που βρίσκεται στα όρια του χθες και του σήμερα;

«Ένα τέτοιο αρχείο είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει και λόγω του μεγάλου αριθμού των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα, αλλά και επειδή υπάρχει ακόμα ένα ερωτηματικό για το πως έχει εξελιχθεί όλο αυτό και το τι σημαίνει για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Είναι κάτι το οποίο δεν έχει συζητηθεί και πριν συζητηθεί δεν έχει καταγραφεί», εξηγεί η Ιλιρίντα Μουσαρά, συντονίστρια του Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης.

«Στην έκθεση επιλέξαμε να βάλουμε διαφόρων ειδών υλικά ακριβώς για να δείξουμε το πως μπορεί να διαμορφωθεί ένα μεταναστευτικό αρχείο. Προφανώς, δεν έχουμε ενσωματώσει όλο το υλικό που έχουμε καταφέρει να μαζέψουμε, αλλά οι επισκέπτες θα μπορέσουν να δουν κάθε μορφολογία υλικού που καταφέραμε να συλλέξουμε. Μορφολογικά θέλαμε να δείξουμε το πολυδιάστατο του αρχείου», συνεχίζει η ίδια.

«Η προφορική ιστορία είναι ένας τρόπος αφήγησης που σου δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας εξιστόρησης διαφορετικής από την κυρίαρχη αφήγηση. Δηλαδή, αυτό που βλέπομε να αναπαράγεται από τα μέσα είναι μια κυρίαρχη αφήγηση, ενώ μέσα από τις προφορικές ιστορίες μπορούμε να αναπαράγουμε και άλλες αφηγήσεις που κάποιες φορές θα είναι και ανταγωνιστικές και αντιφατικές με την κυρίαρχη αφήγηση», συμπληρώνει η Πάτι Βαρδάμη, θεωρητικός κριτικών σπουδών.


Στα κεφάλαια γύρω από τις προφορικές ιστορίες, όσοι εργάστηκαν για το αρχείο αλλά και την έκθεση προσπάθησαν συνειδητά να εντάξουν και άλλες υλικότητες και άλλες πολιτικές έννοιες που καθόρισαν και όρισαν το αλβανικό βίωμα στην Ελλάδα. Ένα τέτοιο παράδειγμα, το μεγαλύτερο ίσως, είναι και η πορεία προς την ιθαγένεια, που έχει λειτουργήσει και λειτουργεί ακόμα ως ένα τρόπος θεσμικού εμποδίου και αποκλεισμού. «Πρόκειται για μια γραφειοκρατική διαδικασία που είναι πολιτικά σχεδιασμένη να σε αποκλείσει και όχι να σε συμπεριλάβει», εξηγεί η Πάτι Βαρδάμη.

Αποκόμματα παραβόλων Δημοσίου, 2003. ΑΣΚΙ / Συλλογή Β. Χυστούνα

Στην έκθεση υπάρχει και μια ενότητα αφιερωμένη στο 2004, που ήταν μια χρονιά με μια ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτική υπερηφάνεια, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και της κατάκτησης του Euro, που όμως άφησε πίσω της έναν δολοφονημένο Αλβανό μετανάστη. Ο Gramoz Palushi‎‎ μαχαιρώθηκε από τον Παναγιώτη Κλαδή, μιας και τόλμησε να πανηγυρίσει τη νίκη της Εθνικής Αλβανίας επί της αντίστοιχης ελληνικής.

«Αυτή η υπερηφάνεια πλαισίωσε μια άγρια αρρενωπή και εθνικιστική συμπεριφορά, που αποτυπώθηκε με άγριες επιθέσεις σε Αλβανούς μετανάστες εξαιτίας ενός ποδοσφαιρικού αγώνα ανάμεσα στις δύο χώρες», τονίζει η Πάτι Βαρδάμη.

Όσο για το αν αντιμετώπισαν δυσπιστία και δυσκολία στο να μπορέσουν να συλλέξουν τις προφορικές ιστορίες, η Ιλιρίντα Μουσαράι λέει πως, «Υπήρχε μεγάλη θέληση να μιλήσουν. Η πλειοψηφία δε των συνεντεύξεων είναι από Αλβανές γυναίκες, κάτι που είναι πολύ ενδεικτικό και πρέπει να το συνυπολογίσουμε. Υπήρχε μια έντονη επιθυμία να εκφραστούν και αυτό μπορεί να έχει να κάνει με ένα γενικότερο πλαίσιο σιωπής που βαραίνει όλους τους μετανάστες, αλλά τις γυναίκες μπορεί να τις βαραίνει και σε πατριαρχικό επίπεδο».

«Εγώ αυτό που επέλεξα να κάνω, είναι να μιλήσω πολύ με τα περισσότερα άτομα πριν προχωρήσουμε στο στάδιο της προφορικής ιστορίας, για να γνωρίζουν και τα ίδια το αρχείο και τη διαδικασία της προφορικής ιστορίας, αλλά και να μάθω για τις ζωές τους. Όταν γνωρίζεις κάποια βασικά πράγματα για έναν άνθρωπο σε πρώτο επίπεδο, μπορείς να εμβαθύνεις καλύτερα σε μια προφορική συνέντευξη και να ρωτήσεις παραπάνω πράγματα. Νομίζω όμως, πως πολλοί άνθρωποι είναι πολύ έτοιμοι να μιλήσουν ακόμα και σε ένα δημόσιο πρότζεκτ. Το θέμα είναι αν θα σου δοθεί η ευκαιρία, γιατί παρόλο που υπάρχει μια τάση τελευταία να καλύπτονται θέματα που αφορούν την αλβανική μετανάστευση, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν την ευκαιρία να μιλήσουν δημόσια», τονίζει η ίδια.

«Οι περισσότεροι μετανάστες και μετανάστριες δεν έχουν βήμα για να μιλήσουν και μάλιστα δεν έχουν και καμία αντιπροσώπευση ούτε σε θεσμικό επίπεδο, ούτε σε πολιτικό και γι΄ αυτό νομίζω ότι υπάρχει αυτή η έντονη επιθυμία να μιλήσουν, αλλά μπορεί να μην έχουν τον δίαυλο και όταν φτιάχνεις τον δίαυλο με εμπιστοσύνη, σοβαρότητα και κατανόηση, γιατί είναι σημαντικό να μην κρίνεις, τότε θα ανταποκριθούν. Αν δημιουργηθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες και σε ακαδημαϊκό και σε καλλιτεχνικό και σε πολιτικό και σε κινηματικό επίπεδο, να μπορούν να εκφραστούν, νομίζω πως πλέον θα εκφραστούν μαζικά», καταλήγει η Ιλιρίντα Μουσαράι.

Μπροσούρα με τίτλο Strehëza e emigrantëve shqiptarë [Το στέκι των Αλβανών μεταναστών], Αθήνα, Σεπτέμβριος 2007. ΑΣΚΙ / Συλλογή Ερβίν Σέχου

«Αγαπημένε μου γιε, μου έχει μείνει απωθημένο πως παρόλο που ήρθα τρεις φορές στην Ελλάδα, δεν κατάφερα να σε χορτάσω», λέει ένα από τα γράμματα που μπορούμε να δούμε στην έκθεση, ενώ σε φωτογραφίες βλέπουμε μερικούς από τους πρώτους Αλβανούς μετανάστες -άντρες κυρίως- που κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα και να βρεθούν στην Ελλάδα το 1990. Πόσο δύσκολο ήταν όμως σε προσωπικό επίπεδο για τις δύο γυναίκες να διαβάζουν, να ακούνε ή να βλέπουμε αποτυπωμένα σε φωτογραφικό χαρτί τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι γονείς τους αλλά και οι ίδιες ενδεχομένως;

«Εγώ πιστεύω ότι είναι κάθε μέρα δύσκολο, όσο είναι και αναγκαίο όμως», λέει η Πάτι Βαρδάμη. «Μέσα από αυτό το πρότζεκτ επαναεπισκεπτόμαστε κι εμείς το δικό μας ταξίδι, το δικό μας βίωμα, τα δικά μας τραύματα, τον δικό μας αποκλεισμό, τη δική μας φίμωση κλπ. Χρειαζόμαστε συνέχεια να σύρουμε εργαλεία και από κάπου αλλού για να μπορέσουμε να τα διαπραγματευτούμε και με τον εαυτό μας. Αυτά τα εγχειρήματα όμως είναι απαραίτητο να γίνονται από την ίδια την κοινότητα. Είναι σημαντικό που είμαστε δύο Αλβανίδες και δη γυναίκες. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποτυπωθεί και η ρευστότητα και η πολλαπλότητα της μετανάστευσης».

Τι γίνεται όμως με την περίφημη ενσωμάτωση και αφομοίωση των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα; Για την Πάτι Βαρδάμη η ενσωμάτωση της αλβανικής κοινότητας έγινε με τον χειρότερο τρόπο.

«Πρόκειται για μια ενσωμάτωση καταναγκαστικής φύσης. Οι Αλβανοί μετανάστες αναγκάστηκαν να αλλάξουν τα ονόματά τους και τη θρησκεία τους, αλλά και να αποποιηθούν πολλά από τα ταυτοτικά τους στοιχεία για να μπορέσουν να κάνουν βασικές δραστηριότητες όπως είναι π.χ η εργασία. Το θέμα της επιτυχία της ενσωμάτωσης το έχουμε αγγίξει και στην έκθεση. Δε θεωρώ ότι είναι σε θεσμικό επίπεδο. Κατά τη γνώμη μου είναι σε καθαρά μιντιακό και επικοινωνιακό επίπεδο. Είναι κάτι που μας λέγεται ακριβώς για να αποσιωπηθούν όλες οι απαιτήσεις που έχουμε να κάνουμε σε σχέση με τα δικαιώματά μας. Μεγάλη μερίδα της κοινότητας -οι γονείς μας δηλαδή- παραμένει χωρίς πολιτειακά δικαιώματα και χωρίς πλήρη σύνταξη», τονίζει.

«Όταν λες ότι κάτι επετεύχθη, σημαίνει ότι κάτι είναι τετελεσμένο, που σημαίνει ότι τελείωσε, δε χρειάζεται να κάνεις κάτι άλλο γι΄ αυτό.  Πρόκειται για ένα αφήγημα που βάζει μια πολύ εύκολη τελεία και όντως αποτελεί τροχοπέδη σε οποιαδήποτε διεκδίκηση για αλλαγή της κατάστασης. “Αφού είναι επιτυχημένη”», συμπληρώνει η Ιλιρίντα Μουσαράι.

«Στο κομμάτι της επιτυχίας, εγώ θα πω κάτι αιρετικό, αλλά το πιστεύω», συνεχίζει η Ιλιρίντα. «Αν κρίνουμε από τον τρόπο που διαχειρίστηκε το ελληνικό κράτος την αλβανική μετανάστευση, δηλαδή με απουσία οποιασδήποτε κρατικοπρονοιακής πολιτικής και νομιμοποιητικής διαδικασίας για πολλά χρόνια, είναι επιτυχημένη μετανάστευση γιατί οι άνθρωποι αυτοί με ατομικούς και οικογενειακούς πόρους κατάφεραν όντως να επιβιώσουν. Με μίνιμουμ παροχές, χωρίς νομιμοποίηση, με μαύρη εργασία, με εργοδοτική αυθαιρεσία, κατάφεραν να δομήσουν μια ζωή και να ενισχύσουν την ελληνική οικονομία και τα συνταξιοδοτικά ταμεία και φυσικά να διογκώσεις οικονομικά διάφορους κλάδους, όπως είναι ο δικηγορικός».

«Σε αντίξοες συνθήκες και ακραίο ρατσισμό», προσθέτει η Πάτι. «Αυτό θεωρήθηκε ως επιτυχημένη μετανάστευση. Όσο και να τους καταπίεσαν, εκείνοι πάλι κατάφεραν να επιβιώσουν. Επιτυχημένη βέβαια σε σχέση με τον βαθμό της κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης και αποκλεισμού».

Όπως γράφουν και οι ίδιοι οι άνθρωποι που έχουν δουλέψει επί δύο χρόνια για την έκθεση «Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες»: «Γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι στο κέντρο της αίθουσας, οι επισκέπτ(ρι)ες θα έρθουν σε επαφή με αρχειακά τεκμήρια διαφορετικού είδους, από κρατικά έγγραφα, εφημερίδες και οπτικοακουστικό υλικό μέχρι οικογενειακές φωτογραφίες, ρούχα και αντικείμενα, βλέποντας στην πράξη πώς συγκροτείται ένα αρχείο. Το τραπέζι αυτό θα λειτουργεί παράλληλα και ως χώρος muhabet-συλλογικής συζήτησης. Ένας χώρος όπου οι επισκέπτ(ρι)ες θα έχουν τη δυνατότητα να φέρουν τα δικά τους ιστορικά τεκμήρια (φωτογραφίες, έγγραφα, προσωπικά αντικείμενα, κ.ά.) για να ενταχθούν στο αρχείο.

Το νήμα που συνδέει όλη την έκθεση είναι οι ιστορίες των ανθρώπων. Προφορικές Ιστορίες που από τη μια μεριά φέρνουν στο προσκήνιο τα ίδια τα υποκείμενα της μετανάστευσης: τις εμπειρίες και τις σκέψεις τους, τις επιλογές, τα όνειρα, τις φιλοδοξίες και τους φόβους, τα εμπόδια και τις στρατηγικές επιβίωσής τους στην Ελλάδα. Από την άλλη, μάς βοηθούν να χαρτογραφήσουμε μια τόσο κοντινή αλλά και τόσο άγνωστη εποχή. Να ξαναδούμε, μέσα από τα μάτια των μεταναστ(ρι)ών, την Ελλάδα των τελευταίων 30-και-κάτι χρόνων: τις κρατικές πολιτικές, την κοινωνία και την κουλτούρα, την εργασία, την αλληλεγγύη και τους κοινωνικούς αγώνες, τον ρατσισμό και τη βία. Και πάνω απ’ όλα, να σκεφτούμε την εποχή μας και όσα τη συγκροτούν, μακριά από κλειστά αφηγήματα επιτυχίας ή αποτυχίας».


***INFO

Τετάρτη 18 Σεπτέμβρη, 19:00

Εγκαίνια

Θα απευθύνουν σύντομο χαιρετισμό ο διευθυντής τον ΑΣΚΙ, Μάνος Αυγερίδης, ο αναπληρωτής διευθυντής του SNFPHI, Δημήτρης Αντωνίου και οι συνεπιμελήτριες της έκθεσης, Πάτι Βαρδάμη και Ιλιρίντα Μουσαράι.

Θα υπάρχει παραδοσιακό αλβανικό φαγητό με την ευγενική συμβολή του Συνδέσμου Αλβανίδων Γυναικών στην Ελλάδα.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου, 19:00

Πώς συζητάμε για τη συνοριακή βία;
Μια εκδήλωση με αφορμή το εικαστικό φιλμ Οτράντο
Προβολή: Οτράντο, 24 λεπτά

Συζητούν:

Ιώνιαν Μπισάι & Σωτήρης Τσίγκανος, Latent Community
Νιόβη Ζαραμπούκα-Χατζημάνου, επιμελήτρια, συν-διευθύντρια Counterpoints Greece
Όλγα Λαφαζάνη, μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πανεπιστήμιο Humboldt, Βερολίνο
Στέφανος Λεβίδης, χωρικός και οπτικός ερευνητής
Συντονισμός: Πάτι Βαρδάμη, θεωρητικός κριτικών σπουδών
Συζήτηση με παράλληλη διερμηνεία στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα από τον Πολύβιο Κοσμάτο

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου, 19:00

Το «τιμημένο» 2004
Από την κορυφή της Ευρώπης στη ρατσιστική βία;

Συζητούν:

Γιάννης Γκολφινόπουλος, επίκουρος καθηγητής, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Νάνσυ Παπαθανασίου, επιστημονικά συνυπεύθυνη Orlando LGBTQ+
Ερβίν Σέχου, ακτιβιστής, πρώην μέλος του Φόρουμ Αλβανών Μεταναστών
Γιώργος Χελάκης, αθλητικός συντάκτης

Συντονισμός: Κωστής Καρπόζηλος, ιστορικός

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου, 19:00

«Κάτι που θα μείνει»
Μετανάστευση και σύγχρονα αρχεία

Συζητούν:

Σεμπένε Ισέτε, δημιουργός του έργου προφορικής ιστορίας μετανάστευσης “Our stories”
Ιλιρίντα Μουσαράι, Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης
Πηνελόπη Παπαηλία, αν. καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Βαλμπόνα Χυστούνα, ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου Αλβανών Μεταναστ.ρι.ών «Μητέρα Τερέζα» στην Ελλάδα

Συντονισμός: Στάθης Παυλόπουλος, ιστορικός, επιστημονικός συντονιστής ΑΣΚΙ

Ωράριο λειτουργίας: Δευτέρα-Παρασκευή 12:00-19:00, Σάββατο-Κυριακή 11:00-18:00

Συντελεστές

Συντονισμός: Ιλιρίντα Μουσαράι
Επιμέλεια: Πάτι Βαρδάμη, Ιλιρίντα Μουσαράι
Επιστημονικοί υπεύθυνοι: Μάνος Αυγερίδης (ΑΣΚΙ), Δημήτρης Αντωνίου (SNFPHI)
Σχεδιασμός και γραφιστική επιμέλεια: Βίκυ Κατσαρού
Υποδοχή: Εύα Βερτουδάκη, Ιωάννα Τερεζίου
Ξεναγήσεις στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα: Μπρικένα Γκίστο

TAVROS, Αναξαγόρα 33 (1ος όροφος), 17778, Ταύρος