Ο Δημήτρης Ήμελλος σε πρώτο πρόσωπο
Αποχαιρετάμε τον σπουδαίο ηθοποιό, που πέθανε στα 57 του χρόνια, ανατρέχοντας στα δικά του λόγια μέσα από συνεντεύξεις που είχαμε την τύχη να μας δώσει.
- 17 ΔΕΚ 2024
Το να σταθεί ένας δημοσιογράφος αποστασιοποιημένος και ψύχραιμος απέναντι σε μία σοκαριστική είδηση, όπως είναι αυτή ενός θανάτου, σημαίνει ότι κάνει καλά, σωστά, αντικειμενικά τη δουλειά του. Είναι φορές όμως που η είδηση ξεπερνά το «καλά, σωστά, αντικειμενικά» και τα όρια θολώνουν. Έτσι ακριβώς όπως θόλωσαν το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου, τη στιγμή που μάθαμε ότι ο Δημήτρης Ήμελλος πέθανε.
Ήταν 57 ετών. Ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της γενιάς του, αλλά και κάθε γενιάς, που είχε πολλά να δώσει ακόμα στην τέχνη του. Ήταν ένας ηθοποιός που ήταν πάνω όλα άνθρωπος όσον αφορά τον τρόπο που λειτουργούσε με ό,τι καταπιανόταν στο θέατρο, στον κινηματογράφο, τελευταία και στην τηλεόραση – με αγάπη, φροντίδα, συναίσθημα, ευγένεια, αφοσίωση. Ήταν αφοσιωμένος στην τέχνη του και στον κάθε ρόλο -μικρό ή μεγάλο- που γινόταν δεύτερο δέρμα του, που προσπαθούσε να τον παίξει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυθεντικότητα. Ήταν Δάσκαλος με δ κεφαλαίο για τους μαθητές του. Δάσκαλος με δ κεφαλαίο για το θέατρο. Το μεγαλείο του αποτύπωσε ο Χάρης Τζωρτζάκης, που μαθήτευσε κοντά του, με μία μακροσκελή ανάρτηση που έκανε στο Facebook και έτυχε να διαβάσω.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα που έγραψε ο ηθοποιός είναι τα ακόλουθα λόγια του Δημήτρη Ήμελλου προς τον ίδιο και τους συνσπουδαστές του στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών το 2009, με αφορμή το ανέβασμα του έργου Λοκαντιέρα του Κάρλο Γκολντίνι:
«Οι άνθρωποι δεν είμαστε έρμαια των καταστάσεων, είμαστε δρώντα όντα. Και μπορεί να μην ξέρεις το τέλος του δρόμου, θα ήταν βαρετό άλλωστε, αλλά εσύ θα διαλέξεις τον δρόμο που θα πάρεις. Οι αναποδιές είναι κομμάτι της ζωής, τις ξεπερνάς και πας παρακάτω. Μέχρι την επόμενη. Και φτου κι απ’ την αρχή. Αυτό είναι τραγικό αλλά και κωμικό μαζί. Η τραγωδία όπως και η κωμωδία δεν παίζεται. Βιώνεται. Όταν κάποιος γελάει ή κλαίει είναι επειδή ζει. Δεν υποκρίνεται ότι ζει. Η κωμωδία όπως και η τραγωδία προκύπτει από τη διαρκή πάλη του ανθρώπου για ζωή. Παρατηρήστε τους ανθρώπους στο δρόμο. Παρατηρήστε τους στο ασανσέρ, μέσα στα αυτοκίνητα, στους περιπάτους τους, στο μετρό στα λεωφορεία. Πάντα κάτι ζητάνε πάντα κάτι θέλουν πάντα διεκδικούν οι άνθρωποι ακόμα και όταν φαίνεται να είναι παραδομένοι. Θέλει τρέλα και φαντασία η σκηνή. Εδώ όλα επιτρέπονται. Στη σκηνή μπορεί να είσαι τρελός, στη ζωή όχι.
[…] Πείτε τα λόγια του Ποιητή αλλά μιλήστε για σας. Είναι προσωπικό το ζήτημα. Δεν χρειάζεται να το ξέρει κανείς, αλλά εσείς θα μιλάτε για κάτι πολύ προσωπικό. Για κάτι πολύ δικό σας. Εκεί βρίσκεται η εμπλοκή σας. Να βρείτε τι είναι αυτό που σας αφορά και γι’ αυτό να μιλήσετε. Πάρτε το πολύ προσωπικά. Εμπλακείτε!».
Κι αυτό ακριβώς ήταν που έκανε τον Δημήτρη Ήμελλο σπουδαίο. Να χαίρει εκτίμησης από τους συναδέλφους και το κοινό. Να ασκεί μία βαθιά γοητεία πάνω και κάτω από τη σκηνή. Έπαιρνε πολύ προσωπικά τη δουλειά του, πάλευε για αυτήν, εμπλεκόταν, κάτι που σπανίζει στην εποχή μας.
Δεν θέλω να αναλωθώ σε βιογραφικά στοιχεία για το ποιος ήταν και τι έκανε, μπορούμε όλοι να τα βρούμε με ένα απλό Google search. Σκέφτομαι ότι είναι πολύ κρίμα για το ευρύ κοινό που γνώρισε το ταλέντο του αρκετά καθυστερημένα, μέσα από τον τηλεοπτικό Σασμό και δεν τον θαύμασε ποτέ στο θέατρο – θα αγαπούσε το θέατρο ως ψυχαγωγία αν τον έβλεπε στη σκηνή. Σε κάθε περίπτωση όμως το ότι τον ξεχώρισαν, τον αγάπησαν ως ηθοποιό και εκτίμησαν τη δουλειά του έστω και αργά έχει κι αυτό τη μεγάλη σημασία του.
Θα τον θυμόμαστε για πάντα μέσα από τους ρόλους του. Θα τον αποχαιρετήσουμε ανατρέχοντας στα λόγια του, σε όλα όσα μας είχε πει σε συνεντεύξεις που είχαμε την τύχη να κάνουμε μαζί του μέσα στα χρόνια. Η πρώτη με αφορμή την ταινία Η Δουλειά της του Νίκου Labôt τον Φεβρουάριο του 2019, η δεύτερη για τον Αίαντα σε σκηνοθεσία του Αργύρη Ξάφη στην Επίδαυρο τον Ιούλιο του 2022.
Ήμουν παιδί εσωτερικής μετανάστευσης με γονείς από τη Νάξο. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κυψέλη.
Γενικά, δεν πηγαίνω στη Νάξο. Είχα δέκα χρόνια να την επισκεφθώ και πήγα πρόσφατα για επαγγελματικούς λόγους.
Επέλεξα την υποκριτική, κανείς δεν μου την επέβαλε. Εξάλλου, τουλάχιστον μέχρι πριν αρκετά χρόνια κανένας γονιός δεν έσπρωχνε το παιδί του να γίνει ηθοποιός.
Την ηθοποιία δεν τη θεωρούσα δουλειά, αλλά χόμπι. Μεγάλωσα σε μία οικογένεια με επιστημονική καταγωγή, με αποτέλεσμα ό,τι δεν είχε μέσα του επιστήμη να το σνομπάρω. Έτσι, σνόμπαρα και το θέατρο. Μέχρι που γνώρισα τον Στάθη Λιβαθινό και όλα άλλαξαν μέσα μου. Εγώ άλλαξα. Ενώ σπούδαζα στη Νομική Σχολή Αθηνών, απέδρασα λίγο πριν το πτυχίο για να γίνω ηθοποιός.
Σπούδασα στο Θεατρικό Εργαστήρι του Βασίλη Διαμαντόπουλου και στη Δραματική Σχολή του Διομήδη Φωτιάδη και μετά, έφυγα στη Ρωσία. Οι Ρώσοι δάσκαλοί μου με έπεισαν ότι η ηθοποιία είναι επιστήμη. Μία πανέμορφη επιστήμη, ένας κόσμος που δε θα άλλαζα με κανέναν άλλον.
Στο σχολείο μού έλεγαν ότι έχω ταλέντο και εγώ γελούσα. Τους έλεγα ότι θα βαριέμαι να παίζω κάθε βράδυ την ίδια παράσταση και ότι αυτή η δουλειά δεν ήταν για μένα. Θα κάλυπτε πρόσκαιρα τη ματαιοδοξία μου και μετά ούτε χρήματα, ούτε όρεξη. Αυτή η οπτική γύρισε τούμπα όταν κάποια στιγμή μέσω συναντήσεών μου με ανθρώπους του χώρου κατάλαβα ότι δεν θα κάνει η δουλειά εμένα, αλλά εγώ τη δουλειά. Σας διαβεβαιώνω ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω βαρεθεί ούτε μία φορά.
Πρώτα ήρθε στη ζωή μου το θέατρο και μετά ο κινηματογράφος. Ένιωθα πάντα ότι ήταν δύο ανταγωνιστικές δουλειές γιατί ήθελαν αφοσίωση. Πότε λοιπόν επικρατούσε η μία αφοσίωση και πότε η άλλη. Ο κινηματογράφος συνήθως ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Τελευταία όμως, σαν να συμβαδίζει με το θέατρο. Είμαι περίεργος να δω ποιο από τα δύο θα κερδίσει στο ντεμαράζ.
Είμαι σε μία ηλικία την οποία πάντα θα αναζητούν στις ταινίες οι σκηνοθέτες. Στο Happy Birthday του Χρίστου Γεωργίου, έπαιζα έναν πατέρα ΜΑΤατζή. Δεν είμαι 30 πια, αλλά και όταν ήμουν, δεν υπήρξα ποτέ ζεν πρεμιέ.
Ήμουν πάντα αφιερωμένος στο θέατρο και στη διδασκαλία. Είναι τα βασικά κομμάτια της ζωής μου. Δεν υπήρχε χρόνος και χώρος για κάτι άλλο. Κι αν υπήρχε, έκανα κινηματογράφο.
Η πανδημική κρίση και οι καραντίνες άλλαξαν όμως τα δεδομένα. Δημιούργησαν καινούργιες συνθήκες. Τα θέατρα σταμάτησαν και ο ελεύθερος χρόνος ήταν πλέον πολύς. Ο κόσμος που έβλεπε τηλεόραση αυξήθηκε. Ακόμα και άνθρωποι που δεν συνήθιζαν να βλέπουν τηλεόραση στην καθημερινότητά τους, στράφηκαν σε αυτήν αναζητώντας ένα διαφορετικό από το τετριμμένο περιεχόμενο. Ακόμα και ηθοποιοί που μέχρι πρότινος δεν είχαν παίξει ποτέ σε σειρές, έπαιξαν.
Η τηλεόραση άνοιξε την αγκαλιά της στους ηθοποιούς του θεάτρου και στην καλή μυθοπλασία. Μέσα σε αυτή την αγκαλιά βρέθηκα και εγώ. Η συμμετοχή μου στην τηλεόραση προέκυψε ουσιαστικά από μία συγκυρία που άνθισε μέσα σε αυτό το τοπίο.
Οποιαδήποτε δουλειά αν θέλεις να την κάνεις καλά, είναι δύσκολη. Η τηλεόραση είναι ένας στίβος μάχης. Οι χρόνοι της είναι καταιγιστικοί. Με κάνουν να αισθάνομαι σαν ΟΥΚάς.
Για να μπω στο κλίμα του Σασμού και να παίξω τον Αντώνη Φραγκιαδάκη, ταξίδεψα πολλές στην Κρήτη. Μιλούσα πολύ με ντόπιους, συζητούσαμε, προσπαθούσα να τους καταλάβω. Ο λόγος είναι σκέψη και το ζητούμενο δεν ήταν να μάθω να μιλάω κρητικά, να μιμηθώ την ντοπιολαλιά, αλλά να σκέφτομαι κρητικά.
Δεν μπορείς να παίζεις σε μία σειρά που διαδραματίζεται στην Κρήτη, ο ήρωας σου να είναι ένας βουνίσιος Κρητίκαρος που κατέβηκε στην πόλη και να μιλάς σαν πρωτευουσιάνος. Είναι σαν να θέλεις να αποφύγεις τα εμπόδια, τα δύσκολα. Μα αυτό είναι το ωραίο στη δουλειά μας. Πήρα το ρίσκο μου, δεν φοβήθηκα αν και θα μπορούσα να είχα αποτύχει.
Οι Κρητικοί σίγουρα μπορούν να διακρίνουν ότι δεν είμαι Κρητικός, αλλά ναι, προσπάθησα η σούμα να βγει υπέρ μου και πιστεύω ότι παραπλάνησα το κοινό, το ταξίδεψα σε έναν τόπο.
Η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι να παίζει κάποιον, αλλά να είναι αυτός ο κάποιος. Αυτό ξεκινά από τον λόγο, την ομιλία. Στην Αμερική, όλοι οι ηθοποιοί καταφέρνουν να μιλούν τις διαφορετικές ντοπιολαλιές του τόπου τους, να αλλάζουν προφορές από τη νεοϋρκέζικη στη μακρόσυρτη, τεμπέλικη προφορά του νότου και να το κάνουν με σοβαρότητα και μελέτη. Εδώ, η ντοπιολαλιά στην υποκριτική αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα. Χρησιμοποιείται κυρίως κοροϊδευτικά στις κωμωδίες για να γελάσουν οι πρωτευουσιάνοι με τους βλάχους. Πόσο προσβλητικό μπορεί να είναι αυτό.
Η σχέση μου με την τηλεόραση ως θεατής, δεν είναι καλή. Δεν μου αρέσει η τηλεόραση γιατί κατά κάποιο τρόπο με εθίζει. Η δύναμη της εικόνας είναι τόσο ισχυρή που με αιχμαλωτίζει, με παρασύρει στο να αποβλακώνομαι. Είμαι επιρρεπής στο να βλέπω μία μπούρδα για ώρες ολόκληρες σαν υπνωτισμένος.
Κολλάω επίσης με τις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Είναι τόσο καλοφτιαγμένες. Αυτά τα 30 δευτερόλεπτα που βλέπεις μπορεί να κοστίζουν όσο μία ολόκληρη ταινία. Φοβερό, αν το καλοσκεφτείς.
Αν αυτό που κάνω στο σινεμά και στην τηλεόραση έχει αξία είναι γιατί υπάρχω και δουλεύω στο θέατρο.
Το θέατρο είναι ο αναπνευστικός μου σωλήνας. Πρέπει να βγαίνω συχνά στην επιφάνεια να παίρνω ανάσες, διαφορετικά αν μείνω πολύ στον βυθό, θα σκάσω.
Άγχος υπάρχει πάντα όταν παίζω στην Επίδαυρο. Δεν σου συμβαίνει να βλέπεις κάποια πράγματα που έχεις δει ξανά και ξανά, αλλά κάθε φορά να είναι σαν να τα αντικρίζεις για πρώτη φορά; Ε, αυτό μου συμβαίνει με την Επίδαυρο.
Σήμερα, βέβαια, οι πρόβες δεν είναι όπως παλιά. Κάποτε, οι ηθοποιοί δούλευαν στο Αρχαίο Θέατρο για ένα και δύο μήνες πριν την πρεμιέρα. Πλέον, όλα λειτουργούν με πιο γρήγορους ρυθμούς και η Επίδαυρος μοιάζει πολλές φορές με ένα απλό θέατρο που θα φιλοξενήσει κάποιες παραστάσεις. Για μένα είναι το πιο φιλόξενο θέατρο που μπορεί να παίξει κάποιος.
Δεν μου έχει γεννηθεί η ανάγκη να σκηνοθετήσω. Ίσως, γιατί κρατώ τον ρόλο του δασκάλου. Διδάσκω υποκριτική. Είναι αναζωογονητικό να έρχεσαι σε επαφή με τους νέους. Κάθεσαι ξανά στα θρανία. Παίρνεις ανάσες νιότης.
Ζούμε σε μία τέτοια μεταηρωική εποχή, που ο συμβιβασμός, το αλισβερίσι και η διαπραγμάτευση έχουν κυρίαρχο ρόλο στη ζωή των ανθρώπων· που αν και μας κυριεύει πολλές φορές η ορμή, η οργή, ο θυμός, επεμβαίνει ο νους για να μας οδηγήσει σε ένα πολιτισμένο δρόμο. Όχι, βέβαια πάντα.
Υπήρχαν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν εκείνοι που θα δρουν πολεμικά σαν τον Αίαντα στην ομώνυμη σοφόκλεια τραγωδία και οι άλλοι που θα προσπαθούν να διαπραγματευτούν σαν τον Οδυσσέα. Κι αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε να συμβαίνει τώρα στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Το 1996, πήγα στη Μόσχα για να σπουδάσω στην Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης (GITIS). Εκείνη την περίοδο, οι Ρώσοι συγκρούονταν με τους Τσετσένους, ενώ πέντε χρόνια πριν είχε πραγματοποιηθεί το Πραξικόπημα του Αυγούστου από μέλη της κυβέρνησης της ΕΣΣΔ προκειμένου να αναλάβουν τον έλεγχο της χώρας από τον Σοβιετικό Πρόεδρο και Γενικό Γραμματέα Mikhail Gorbachev. Δεν υπήρχε κράτος, αλλά ένα τεράστιο χάος με τη μαφία σε πρώτο πλάνο. Τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα, υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ, αλλά εγώ ήμουν προστατευμένος λόγω της σχολής. Θυμάμαι να μου κόβεται η ανάσα με τα αντιαεροπορικά πυρά.
Αν με ρωτούσες σήμερα, αν θα πήγαινα θα σου έλεγα «όχι». Τότε βέβαια ήμουν 29 χρονών και μπροστά στην καλλιτεχνική μου ζωή και ύπαρξη δεν λογάριαζα από ρίσκα.
Στη ζωή μου πάντα έκανα μακροχρόνιες σχέσεις, προσωπικά και επαγγελματικά. Αντιλαμβάνομαι τις συνεργασίες μου σαν τις ερωτικές σχέσεις.
Οι ωραιότερες σχέσεις μου στη δουλειά ήταν εκείνες που αφορούσαν ελληνικά έργα. Το ελληνικό κείμενο μιλά απευθείας στη φύση μας.
Ο κάθε άνθρωπος απευθύνεται χωρίς να το καταλαβαίνει σε κάποιους ανθρώπους, όχι σε όλους. Έλκει τα βλέμματα κάποιων και με τη σειρά του, έλκεται από κάποιους, όχι όλους. Συνεπώς, ούτε εγώ επιλέγω τις δουλειές μου, ούτε οι δουλειές μου εμένα. Μαζί επιλέγουμε να συμπορευθούμε. Ίσως, γιατί ποτέ δεν είδα την υποκριτική σαν επάγγελμα.