ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος δε θα πέθαινε για το θέατρο

Ο σημαντικός ηθοποιός που φέτος διασκευάζει και σκηνοθετεί τη Λυσσασμένη Γάτα του Τενεσί Ουίλιαμς στο θέατρο Αθηνά μιλά στο OneMan λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα για το δυτικό πρότυπο οικογένειας που αποδεικνύεται χάρτινο, το πως είναι να σκηνοθετείς σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου, αλλά και για την τελειομανία που τον διακατέχει.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΣΠΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

Την πρώτη φορά που είδα τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ο ταλαντούχος ηθοποιός έπαιζε τότε στις Αέρινες Σιωπές του Mega και η μητέρα μου που δε μιλούσε καλά ελληνικά με έβαζε και τις μετέφραζα τους διαλόγους των ηθοποιών.

Ο αγαπημένος της χαρακτήρας ήταν ο Πέτρος Αντωνίου, τον οποίο υποδυόταν ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος και έκτοτε όποτε τον πετυχαίναμε σε κάποια άλλη τηλεοπτική σειρά ή συνέντευξη, η μητέρα μου με ρωτούσε πάντα το ίδιο, «Θυμάσαι που τον βλέπαμε σε αυτό με τους πιλότους;». Φυσικά και τον θυμόμουν. Τι κι αν ήμουν μόλις 9 χρονών τότε, το να μεταφράζω τις δραματικές κυρίως σειρές στη μαμά μου ήταν ένα από τα «καθήκοντά» μου ως κόρη μεταναστών. Κοιτώντας πίσω συνειδητοποιώ πως εκείνες οι στιγμές είναι από τις πιο ξεχωριστές που έχω μοιραστεί μαζί της.

24 χρόνια αργότερα και αφού η μαμά μου δε χρειάζεται πια μεταφραστή για να δει τηλεόραση, ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος έχει εδραιωθεί ως ένας από τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς της γενιάς του, ενώ εδώ και αρκετά χρόνια έχει αναλάβει και τον ρόλο του σκηνοθέτη, γιατί όπως λέει ο ίδιος δεν τον αντιλαμβάνεται ως διαφορετικό από εκείνον του ηθοποιού.

Φέτος, έχει αναλάβει τη διασκευή και σκηνοθεσίας της Λυσσασμένης Γάτας του Τενεσί Ουίλιαμς, που θα ανέβει στο Θέατρο Αθήνα με τον Πέτρο Λαγούτη και τη Μάρθα Λαμπίρη Φεντόρουφ στους ρόλους του Μπρικ και της Μάγκι. Λίγες ημέρες πριν την επίσημη πρεμιέρα του έργου, ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος μίλησε στο OneMan για το πως αντιλαμβάνεται εκείνος του εμβληματικό έργου του Αμερικανού συγγραφέα, τη ζωή του στη Γερμανία και το δυτικό πρότυπο της χαρούμενης οικογένειας που τελικά μάλλον είναι χάρτινο.

Πώς επέλεξες να διασκευάσεις και να σκηνοθετήσεις τη Λυσσασμένη Γάτα του Τένεσι Ουίλιαμς;

Θεωρώ πως ο Τένεσι Ουίλιαμς είναι ένας πολύ σημαντικός συγγραφέας, ο οποίος όμως χρειάζεται μια διασκευή για να φύγουν κάποια λίγο πιο αναχρονιστικά στοιχεία που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν γιατί έχει γραφτεί το 1955, αν και εγώ πάντα δουλεύω τα κείμενα που σκηνοθετώ και τα προσαρμόζω σε κάτι που έχω στο μυαλό μου ότι θέλω να βγει από το συγκεκριμένο έργο κάθε φορά. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως δεν κρατάω το ζουμί και την ουσία του έργου. Εκτός από τη σημαντικότητα του Ουίλιαμς ως συγγραφέα όμως, πρόκειται και για ένα έργο που έχει να πει πάρα πολλά και για τη σημερινή εποχή αλλά και για το πάντα. Είναι πολύ διαχρονικό.

Όσο αφορά στη διασκευή, εγώ αυτό που κάνω πάντα είναι να παίρνω ένα έργο και να το στραγγίζω ώστε να μένει το πραγματικό ζουμί.

Επειδή είναι ένα έργο που γράφτηκε το 1955 και μιλάς για διαχρονικότητα, εσύ ποια στοιχεία του εντοπίζεις που μπορούμε να συναντήσουμε και το 2024;

Το έργο σίγουρα θίγει πολλά θέματα και ένα από τα πιο βασικά ίσως είναι το κλασικά δυτικό πρότυπο που αποδεικνύεται ότι τελικά μάλλον ήταν λάθος και εμείς συνεχίζουμε να στηριζόμαστε σε αυτό. Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο είναι το πως έχουμε μάθει μέσα σε αυτό το οικογενειακό πρότυπο να αγαπάμε, δηλαδή εμείς έχουμε μάθει να αγαπάμε με βία και μάλιστα θεωρείται και κάτι το απλό. Από τη στιγμή που είμαστε οικογένεια, εκφράζω τη βία μου γιατί σε αγαπάω και εσύ τη δέχεσαι γιατί αγαπιόμαστε. Δείχνει δηλαδή το λάθος που υπάρχει στη βάση της κοινωνίας σήμερα, το οποίο έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Ακόμα ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο του έργου που εγώ όμως το μεταφράζω έτσι, είναι ότι έχει ένα πολύ δυνατό ψυχαναλυτικό χαρακτήρα το ίδιο το έργο. Έτσι όπως ανεβαίνει η δικιά μας παράσταση, ενώ παρακολουθείς τρία διαφορετικά ζευγάρια, είναι σαν να βλέπεις μόνο το ένα ζευγάρι που κάνουν ένα είδος ψυχανάλυσης και πηγαίνουμε στις μεταξύ τους σχέσεις και πολλές φορές έχεις την εντύπωση ότι αυτά τα ζευγάρια δεν είναι διαφορετικά. Είναι το ίδιο ζευγάρι σε διαφορετική εξέλιξη. Βλέπει ο ήρωας πως θα εξελιχθεί στο μέλλον.

Αυτό είναι ένα από τα βασικά πράγματα της σκηνοθεσίας μου και ένα άλλο πολύ βασικό είναι ότι είναι το μόνο έργο του Ουίλιαμς που ο χρόνος και ο τόπος δεν αλλάζουν. Η ιστορίας μας ξεκινά από τη στιγμή που ξεκινά το έργο και συνεχίζεται σε έναν πραγματικό χρόνο. Αυτό είναι ένα στοιχείο που συναντάμε και στην τραγωδία, όπου όλα τα έργα εκτυλίσσονται σε πραγματικό χρόνο και τόπο. Εγώ το εκμεταλλεύτηκα αυτό και η σκηνοθεσία μου έχει πολύ σχέση με μια αρχαία τραγωδία.

Αυτό το δυτικό οικογενειακό πρότυπο στο οποίο αναφέρθηκες, πιστεύεις ισχύει και για την Ελλάδα, που είναι κάπως με το ένα πόδι στη δύση και το άλλο στην ανατολή;

Θεωρώ πως είναι ακριβώς το ίδιο. Ακολουθούμε όλοι πιστά αυτό το πρότυπο στο οποίο ο Ουίλιαμς βάζει ένα ερωτηματικό και μας λέει ότι μάλλον είναι λάθος. Φέρνει επίσης ακόμα δύο πράγματα αντιμέτωπα, γιατί για μένα στο έργο πρωταγωνιστεί ο Σκίπερ, που πέφτει από το μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου και που είναι ο φίλος του πρωταγωνιστή για τον οποίο υπάρχει ο υπαινιγμός ότι είχαν μια ομοφυλοφιλική σχέση. Αρχίζει η ιστορία και βλέπουμε γιατί το αγόρι αυτό έπεσε από το μπαλκόνι.

Στο έργο βλέπουμε τρεις άντρες πολύ δύσκολους…

Όχι μόνο οι άντρες.

Και τρεις γυναίκες να προσπαθούν να «υπηρετήσουν» αυτούς τους δύσκολους άντρες…

Τους οποίους όμως μπορεί και να έχουν δημιουργήσει, γιατί οι δύο από τις τρεις ηρωίδες είναι και μάνες.

Εσύ πώς έχεις αντιμετωπίσει σκηνοθετικά τους έμφυλους ρόλους στο έργο;

Για εμένα είναι όλοι, εκτός του Μπρικ, λυσσασμένες γάτες. Όλοι λυσσάνε για κάτι και ένα πολύ βασικό στοιχείο στο έργο είναι το υλικό στοιχείο, τα λεφτά δηλαδή. Όλοι αναρωτιούνται πού θα πάνε τα λεφτά, πού θα πάει η περιουσία και όλοι αγωνίζονται για αυτό. Εγώ δεν εντοπίζω διαφορά στους ρόλους ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες. Δεν υπάρχει διαφορά, υπάρχει όμως ένα συμφέρον σε όλους, της επιβίωσης. Η λύσσα της επιβίωσης, την οποία δεν την έχει ο Μπρικ, γιατί έχει παραιτηθεί.

Ο Μπρικ με έναν τρόπο είναι η συνέχεια του Σκίπερ που έπεσε από το μπαλκόνι και βλέπουμε γιατί ο Σκίπερ έπεσε από το μπαλκόνι και γιατί ο Μπρικ πίνει και έχει παραιτηθεί από τα πάντα. Γιατί προφανώς δεν αντέχει τα όσα συμβαίνουν. Τίθενται βέβαια και άλλα πράγματα, ακόμα και περί ομοφυλοφιλίας.

Δηλαδή, η νύξη της ομοφυλοφιλίας πάντα αναφέρεται ως κάτι μη φυσιολογικό και είναι σαν να λέει ο Τένεσι Ουίλιαμς ότι ΟΚ ας υποθέσουμε ότι είναι ομοφυλόφιλοι, που δεν είναι γιατί δεν αποδεικνύεται ποτέ, αλλά ας το υποθέσουμε, εσείς που είστε φυσιολογικοί, για να δούμε πως είστε. Παίζει και αυτό το παιχνίδι.

Στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα, θεωρείς ότι μπορεί να ανεβάσεις εύκολα ένα έργο που να έχεις ως πρωταγωνιστές ένα ομόφυλο ζευγάρι;

Εγώ νομίζω ότι άνετα γίνεται. Στο θέατρο όλα επιτρέπονται, δε νιώθεις περίεργα να ανεβάσεις ένα έργο καθαρά περί ομοφυλοφιλίας. Εγώ τουλάχιστον δεν το νιώθω. Τώρα όσο αφορά το πως θα το εκλάβει το κοινό, ειδικά στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, θα σου απαντήσω πως σε προσωπικό επίπεδο αν ήθελα να ανεβάσω ένα τέτοιο έργο, δε θα είχα κανένα πρόβλημα να το κάνω, με όποιο τρόπο θα ήθελα να το κάνω. Βέβαια, κινούμαι και σε πιο πειραματικά θέατρα και δεν θεωρώ ότι με εμποδίζει κάτι.

Τώρα αν υπάρχουν κακεντρεχή σχόλια και haters, στο κοινό υπάρχουν όλα και ο καθένας μπορεί να εκφραστεί όπως θέλει, εμένα όμως δεν μπορεί να με εμποδίσει κανείς να ανεβάσω ένα έργο.

Πώς αποφάσισες να κάνεις τη μετάβαση από την υποκριτική στη σκηνοθεσία;

Εγώ πιστεύω πως για να είσαι καλός ηθοποιός πρέπει να είσαι και μέσα και έξω, είτε παίζεις στο θέατρο είτε είσαι μπροστά από μια κάμερα. Ας πούμε, πρέπει να έχεις κάποιες βασικές γνώσεις κάμερας ούτως ώστε να ξέρεις τι γράφει η κάμερα κάθε φορά που στρέφεις το κεφάλι σου. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στο θέατρο και εγώ το είχα αυτό πάντα σαν ηθοποιός και πάντα προσπαθούσα να καταλάβω τι θέλει να κάνει ο σκηνοθέτης για να μπορέσω να το υπηρετήσω.

Για εμένα ηθοποιός και σκηνοθέτης είναι το ίδιο και δεν έχω απάντηση όταν με ρωτάνε τι είμαι και μάλιστα σαν σκηνοθέτη με βολεύει κιόλας γιατί μπορώ να καταλάβω τον ηθοποιό, ξέρω τη λειτουργία του. Άρα, για εμένα δεν ήταν καμία φοβερή μετάβαση. Μου έγινε η πρώτη πρόταση πριν είκοσι χρόνια, τη βρήκα ενδιαφέρουσα, πήγε καλά, αυτό μου έφερε και άλλη σκηνοθεσία. Κάπως έτσι ήταν και ως ηθοποιός. Η μια δουλειά μου έφερνε την άλλη. Δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο.

Θεωρώ βέβαια, ότι η σκηνοθεσία είναι μια πολύ πιο δημιουργική δουλειά, γιατί έχεις την ευθύνη του όλου. Σαν ηθοποιός είσαι μέρος ενός κόσμου που έχει φτιάξει ένας άλλος, ενώ σαν σκηνοθέτης φτιάχνεις εσύ τον κόσμο που είναι πιο δημιουργικό και πιο καυλωτικό.

Στη συγκεκριμένη παράσταση έχεις συγκεντρώσει πάνω σου πολλούς ρόλους. Θα σε χαρακτήριζες ως τελειομανή;

Ναι. Με βοηθάει πολύ όμως στη δουλειά. Κάποιους ίσως τους κουράζει, αλλά εκ των υστέρων βλέπουν ότι έχει αποτέλεσμα. Δεν ταιριάζει βέβαια πάντα σε όλους, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση έχω ένα συγκλονιστικό θίασο με φοβερά άτομα. Είμαι τυχερός δηλαδή που έχω αυτή την ομάδα ηθοποιών.

Παλιότερα, ήμουν πιο πιεστικός στον τρόπο που ήθελα να γίνουν τα πράγματα. Τώρα βρίσκω άλλους τρόπους και η τελειομανία μου μπορεί να έχει αποτέλεσμα με λίγο διαφορετικό τρόπο για να μην κουράζονται οι συνεργάτες μου.

Έχεις ζήσει την πολύ χρυσή εποχή της ελληνικής τηλεόρασης, παίζοντας σε σειρές που έκαναν τεράστια επιτυχία και σε έβαλαν σε όλα τα σπίτια. Σε άγχωσε ποτέ αυτή η έκθεση;

Εγώ από την αρχή που μπήκα στην τηλεόραση, επειδή μου προέκυψε και δεν ήταν ο στόχος μου, και επειδή κακά τα ψέματα η τηλεόραση έχει πολύ καλύτερα χρήματα και ήθελα να τη δοκιμάσω ως νέος, τη χειρίστηκα σωστά. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά είχα πει στον εαυτό μου, «δε θα σε εκμεταλλευτεί η τηλεόραση, θα την εκμεταλλευτείς εσύ». Και αυτό έκανα.

Βέβαια, όλα τα πράγματα έχουν το τίμημά τους. Εγώ είχα τη δυνατότητα να κάνω τηλεόραση επί δεκαπέντε χρόνια σερί, αλλά δεν το έκανα ποτέ. Μπορείς όμως να κάνεις λεφτά και να αγοράσεις σπίτια, μόνο άμα κάνεις δεκαπέντε χρόνια τηλεόραση. Εγώ έκανα μια τηλεοπτική δουλειά, κουραζόμουν από το γρήγορο και κάποιες φορές το πρόχειρο και έλεγα στοπ γιατί με ενδιέφεραν άλλα πράγματα. Έβγαζα κάποια χρήματα, πήγαινα διακοπές, ξεκουραζόμουν.

Δεν ήμουν άπληστος. Ξεκουραζόμουν δύο χρόνια και όταν μου τελείωνε το απόθεμα, δούλευα και πάλι. Δεν αγόρασα ποτέ βίλες φυσικά (γελάει).

Δε θεωρείς δηλαδή ότι έχεις κάνεις εκπτώσεις;

Από τη στιγμή που μπαίνεις στην τηλεόραση, βάζεις νερό στο κρασί σου. Αλλά δεν ντρέπομαι για καμία δουλειά που έχω κάνει. Έχω φυσικά κάποιες που είναι πιο αγαπημένες, αλλά για καμία δεν ντρέπομαι. Και επειδή ζυγίζω και πολύ καλά τα πράγματα πριν πω ναι σε κάποια δουλειά, δεν έχει χρειαστεί και να αποχωρήσω ποτέ από κάποια.

Έμεινες και δούλεψες έξι χρόνια στη Γερμανία. Είναι πιο εύκολο τελικά να είσαι δημιουργός έξω;

Είναι ναι και ειδικά στην εποχή μας στην Ελλάδα επικρατεί ένα μπάχαλο και στην τέχνη, αλλά και σε όλες τις δουλειές. Οι άνθρωποι είναι πολύ κουρασμένοι, συγχυσμένοι, η συνεννόηση είναι πολύ πιο δύσκολη, τα οικονομικά είναι πολύ πιο δύσκολα. Έξω είναι πιο εύκολα σε πρακτικό επίπεδο. Δηλαδή, η συμφωνία είναι συμφωνία, τα πάρεις τα χρήματα που έχεις συμφωνήσει να πάρεις το σκηνικό σου θα είναι έτοιμο στην ώρα του. Είναι πολύ πιο οργανωμένα.

Εδώ επικρατεί μια σύγχυση, μάλλον και λόγω κούρασης μετά από όλο αυτό που έχουμε περάσει, αλλά και λόγω οικονομικής δυσχέρειας προφανώς. Έξω είναι και πολύ πιο εκπαιδευμένο το κοινό.

Έχει και η πολιτεία ευθύνη σε αυτό; 

Ε φυσικά. Μόνο η πολιτεία έχει ευθύνη. Όταν δεν υπάρχει ίχνος καλλιτεχνικής παιδείας στα σχολεία, τι άλλο να συζητήσουμε; Στη Γερμανία η τέχνη είναι βασικό κομμάτι του σχολείου. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Θυμάμαι μια περίοδο που ήθελαν να κόψουν και τα καλλιτεχνικά στα σχολεία και είχα πάθει σοκ.

Δε δίνονται και λεφτά στον πολιτισμό. Δεν ενδιαφέρεται κανείς και αυτό είναι τρελό.

Πιστεύεις ότι υπάρχει τρόπος να συσπειρωθούν και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες και να αντισταθούν σε αυτή την απαξίωση;

Φοβάμαι πως όχι. Μπορεί να είναι λίγο αφοριστικό αυτό που θα πω, αλλά πολλά άτομα μέσα στην τέχνη έχουν τη μικροαστική μιζέρια ανθρώπων εκτός τέχνης. Είναι λίγοι ο πραγματικοί καλλιτέχνες, που θα αντισταθούν, θα μιλήσουν, θα επαναστατήσουν. Υπάρχει λίγο αυτό το «ας βγάλω εγώ το ψωμάκι μου, αφού έχω δουλίτσα τώρα». Το δημοσιοϋπαλληλίκι και το άραγμα και το άρπαγμα, που υπάρχει σε όλες τις άλλες δουλειές, υπάρχει πάρα πολύ μέσα στην τέχνη στην Ελλάδα.

Τη Νομική την τελείωσες;

Όχι.

Ήξερες πάντα ότι δε θα την τελειώσεις και ότι θα γίνεις ηθοποιός; Είχες αντιστάσεις από το περιβάλλον σου;

Είχα ναι. Εγώ μεγάλωσα πολύ με ζωγραφική, είχα πολύ ταλέντο και είχα μπει στο τριπάκι ότι θα δώσω για να μπω στην Καλών Τεχνών και όλοι το είχαν αποδεχτεί. Από την πρώτη λυκείου και μετά όμως, επειδή ήθελα να μπω και στο μάτι μιας καθηγήτριας που μου είχε μιλήσει υποτιμητικά και που δεν πίστευε ότι μπορώ να περάσω στο πανεπιστήμιο, έκανε κλικ ο εγκέφαλος μου και αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά στο να περάσω και πέρασα.

Δεν ήμουν από τους ανθρώπους που έλεγαν πως χωρίς το θέατρο θα πεθάνουν, αλλά επειδή μεγάλωσα με τη ζωγραφική και με το που μπήκα στη Νομική είδα ότι δε με αφορά καθόλου, δε με αφορούσαν τα άτομα κυρίως και αποφάσισα να τη σταματήσω. Επειδή ήμουν γενικά των τεχνών και επειδή έτυχε την περίοδο που ήμουν φοιτητής να είμαι σε ένα θεατρικό εργαστήρι, είπα να δοκιμάσω το θέατρο.

Χαίρομαι πολύ που τελικά το αποφάσισα, γιατί τελικά τα εμπεριέχει όλα. Τώρα ας πούμε έχω αναλάβει και τα σκηνικά της Λυσσασμένης Γάτας, που είναι ένα εικαστικό πράγμα. Ήταν η τέλεια επιλογή και είδα ότι τα καταφέρνω και αυτό με έκανε να το θέλω ακόμα πιο πολύ. Είχα αντίσταση από τους γονείς μου, αλλά εγώ το κυνήγησα και πέρασα όλα τα στάδια.

Ευτυχώς όμως, με το που τέλειωσα τη σχολή ξεκίνησα να δουλεύω ασταμάτητα. Η μια δουλειά έφερνε την άλλη. Δεν ήμουν ποτέ βέβαια σε φάση, «αχ για το θέατρο θα πεθάνω». Είχα πει πως αν στα πέντε χρόνια μετά τη σχολή, δε συμβεί κάτι, φυσικά και θα αλλάξω και θα δω τι θα κάνω με τη ζωή μου. Τελικά, δε χρειάστηκε να το κάνω.

***INFO

Λυσσασμένη Γάτα του Τενεσί Ουίλιαμς

Έναρξη παραστάσεων: 24 Οκτωβρίου
Θέατρο Αθηνά: Δεριγνύ 10, Αθήνα 10434,210 8237330

Παραστάσεις: Πέμπτη 21.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 18.00 //21.00, Κυριακή 19.00

Εισιτήρια
Διακεκριμένες θέσεις: 22 ευρώ
Γενική είσοδος: 20 ευρώ
Εξώστης: 18 ευρώ
Μειωμένο εισιτήριο (φοιτητικό, ανέργων, άνω των 65): 16 ευρώ

Διάρκεια: 105’

Διανομή

Μπρικ:  Πέτρος Λαγούτης
Μάγκι:  Μάρθα Λαμπίρη Φεντόρουφ
Πατέρας:  Γιάννης Βούρος
Μητέρα: Μαρία Κατσανδρή
Γκούπερ:  Κώστας Ανταλόπουλος
Μέη: Μένη Κωνσταντινίδου

Συντελεστές

Σκηνοθεσία – Απόδοση – Εικαστική και Μουσική επιμέλεια: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Κοστούμια: Δημήτρης Ντάσσιος
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης

Φωτογραφίες: Χάρης Γερμανίδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Λίνα Μπότη
Υπεύθυνη επικοινωνίας : Μαρίκα Αρβανιτοπούλου