Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson/24 Media
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Γιωργής Τσουρής θέλει να κάνει θέατρο γι’ αυτά που τον πονάνε

Με αφορμή τον Βαρόνο «Φ», ο ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας μιλά για το έργο που τον έκανε να ερωτευτεί το θέατρο, το Πτι Παλαί που εγκαινίασε φέτος, την επιστροφή του 170 τετραγωνικά (Moonwalk) για 6η χρονιά, το δόσιμο που ψάχνουν θεατές και δημιουργοί. 

Το νεοελληνικό θέατρο ανθεί τα τελευταία χρόνια, ειδικά εκείνα μετά την πανδημία, με ολοένα και νεότερους δημιουργούς να δοκιμάζονται στο είδος, να επενδύουν σε αυτό και να το κάνουν άκρως ελκυστικό στο κοινό βάζοντας τη δική τους ματιά τους και παρουσιάζοντας παραστάσεις που σε πολλές των περιπτώσεων γίνονται sold out από στόμα σε στόμα. 

Μία τέτοια περίπτωση είναι και αυτή του Γιωργή Τσουρή, του 38χρονου ηθοποιού και θεατρικού συγγραφέα -και τραγουδοποιού-, το όνομα του οποίου έχει συνδεθεί με έναν σκηνοθέτη που προκρίνει επίσης το νεοελληνικό κείμενο, του Γιώργου Παλούμπη. Μαζί έφτιαξαν μια θεατρική δραματική τριλογία, που έγραψε -και συνεχίζει να γράφει- τη δική της ιστορία στην αθηναϊκή σκηνή την τελευταία δεκαετία. 

Όλα ξεκίνησαν όταν το 2012, ο Τσουρής ίδρυσε με την ηθοποιό -και σύζυγό του- Βάλια Παπακωνσταντίνου την εταιρεία Θεάτρου Ma NonTroppo, με επίκεντρο το νεοελληνικό κείμενο, αναζητώντας τρόπους να μιλήσουν μέσα από το σήμερα για ζητήματα διαχρονικά, κρίσιμα για τον άνθρωπο σαν άτομο, αλλά και για τη χώρα σαν συλλογικό υποκείμενο.

Το 2017, παρουσίασαν τον Χαρτοπόλεμο του Βαγγέλη Ρωμνιού για τρεις σεζόν σε σκηνοθεσία του Παλούμπη και σε δραματουργία-επεξεργασία του κειμένου, μουσική και ερμηνεία -μεταξύ άλλων- δική του. Δύο χρόνια αργότερα, πρωτοανέβασαν την παράσταση που έμελλε να είναι η μεγαλύτερη επιτυχία της ομάδας μέχρι σήμερα: το 170 τετραγωνικά (Moonwalk). Ένα έργο που έγραψε ο ίδιος, συμμετείχε ως ηθοποιός, επιμελήθηκε τη μουσική και τη βιντεοεγκατάσταση και σκηνοθέτησε και πάλι ο Παλούμπης. Ένα έργο που επέστρεψε φέτος για 6η σεζόν. 

Η τριλογία γύρω από την ελληνική οικογένεια του σήμερα έκλεισε με το Μακριά από παιδιά, το δεύτερο συγγραφικό έργο του Τσουρή σε ανέβασμα ξανά του Παλούμπη. 


Τη φετινή σεζόν, αν εξαιρέσεις την επανάληψη του 170 τετραγωνικών, οι δρόμοι τους χώρισαν – τουλάχιστον προς το παρόν. Ο Γιωργής Τσουρής εγκαινίασε τον Οκτώβριο το ιστορικό Πτι Παλαί που έγινε θέατρο με το Τριαντάφυλλο στο Στήθος του Τένεσι Ουίλιαμς και τον Δεκέμβριο ανέβασε τη δεύτερη παραγωγή του ρεπερτορίου του για φέτος: τον Βαρόνο «Φ», μία ελεύθερη διασκευή στο έργο του Δημοσθένη Μισιτζή. Και οι δύο παραστάσεις, τον βρίσκουν στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Στη δεύτερη κάθεται μαζί με τον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο με τον οποίο συνυπογράφει και τη διασκευή του κειμένου, ενώ συμμετέχει και ως ηθοποιός επί σκηνής. 

Το ανέβασμα του Βαρόνου «Φ» ήταν meant to be, αν και καθυστέρησε καμία 15άρια χρόνια για να συμβεί. Όχι μόνο γιατί ήταν το έργο που τον έκανε να ερωτευτεί το θέατρο, αλλά γιατί παίζει τον ρόλο με τον οποίο πριν από 21 χρόνια μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ο ρόλος που υπήρξε μεγάλη επιτυχία για τον πατέρα και τον παππού του – ηθοποιοί και οι δύο στο επάγγελμα στην Κύπρο, τη γενέτειρά του. 

Κάπως έτσι, ξεκίνησε η κουβέντα μας.

Ο Γιωργής Τσουρής στον ρόλο του Γιάννη στον Βαρόνο «Φ» / Κική Παπαδοπούλου
Ο Γιωργής Τσουρής στον ρόλο του Γιάννη στον Βαρόνο «Φ»

Βαρόνος «Φ». Τριαντάφυλλο στο Στήθος. Δύο κωμωδίες, εντελώς διαφορετικές. Τυχαία ή συνειδητή επιλογή το να καταπιαστείς με το συγκεκριμένο είδος; 

Στη δική μου θεατρική σκέψη και στο σκηνικό ιδίωμα που προσπαθώ να αναπτύξω, η διάκριση ανάμεσα σε κωμωδία και δράμα είναι πολύ ρευστή. Και τα δύο έργα έχουν γέλιο, αλλά έχουν και πολύ πόνο, ματαίωση και σύγκρουση. 

Με κάποιο τρόπο, το γέλιο έρχεται ως ένα «παυσίλυπον». Ως το αντίδοτο στην απελπισία μας. Ο θεατής ταξιδεύει με τον στόχο του κάθε ήρωα και η θυμηδία που φέρνει το χιούμορ στην παράσταση κάνει αυτό το ταξίδι πιο έντονο και πιο γλυκό, ενώ ταυτόχρονα «ρίχνει της άμυνες» και έρχεται πιο άμεσα και πιο πηγαία η συγκίνηση.

Παρατηρώ κυρίως στα μωρά, αλλά και γενικά στη ζωή σε έντονες στιγμές, ότι το γέλιο και το κλάμα έχουν ακριβώς την ίδια λειτουργία. Κάτι μέσα μας ξεχειλίζει και εκτονώνεται. Κάτι αναβλύζει ανεμπόδιστα. Η τέχνη συχνά μας ενώνει με αυτή την εμπειρία, μας ξανακάνει αθώους μπροστά στα ίδια μας τα συναισθήματα.

Γιατί επέλεξες τα δύο συγκεκριμένα έργα; Την όχι και τόσο γνωστή κωμωδία του Τένεσι Ουίλιαμς -κι αν δεν κάνω λάθος τη μοναδική του- και τη γνωστή και αγαπητή κωμωδία του νεοελληνικού θεάτρου.

Ο Τένεσι Ουίλιαμς είναι ο συγγραφέας που αγαπώ πιο πολύ από τη «σχολή» του ποιητικού ρεαλισμού και αυτός που αποτέλεσε τη δημιουργική μήτρα και για τις δικές μου συγγραφικές δουλειές. 

Σε ό,τι αφορά στον Φιάκα -σε μας Βαρόνο «Φ»-, ήταν το πρώτο έργο που λάτρεψα σαν παιδί -ήμουν 3-4 τεσσάρων ετών-, το είδα ξανά και ξανά και ξανά- και με έναν τρόπο είναι εκείνο που με έκανε να ερωτευτώ το θέατρο. Ο δε ρόλος που παίζω στο συγκεκριμένο έργο, υπήρξε μεγάλη επιτυχία του πατέρα μου και του παππού μου και ο ρόλος με τον οποίο πριν από 21 χρόνια έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Περίμενα πολύ καιρό τη σωστή συγκυρία για να το ανεβάσω στη σκηνή και αυτή η συγκυρία φέτος έχει να κάνει με τον συνσκηνοθέτη μου, Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο και τους εξαίρετους ηθοποιούς με τους οποίους μοιράζομαι τη σκηνή.

Θα μας συστήσεις τον Φιάκα; 

Ο Χαράλαμπος Πεταλούδης, ο γνωστός και ως Φιάκας, απατεώνας υψηλής τέχνης, προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα άπειρα χρέη του. Το σχέδιο του είναι να υποδυθεί τον πλούσιο Χαρίλαο Πλουτίδη Βαρόνο Δε Μαστερχάουζεν και να πείσει την πλούσια Ευανθία να τον παντρευτεί. Η Ευανθία πέρα από πλούσια είναι και ο μεγάλος έρωτας του Χαράλαμπου και εκεί το πράγμα περιπλέκεται. Ο Βαρόνος κινδυνεύει να χάσει την αγάπη και την ευτυχία για χάρη της επιτυχίας του σχεδίου του. 

Σαν χαρακτήρας δίνει ένα καθαρό δείγμα του πώς τα ψέματα και οι λάθος προτεραιότητες οδηγούν στην καταστροφή. Η Ευανθία όμως έχει κι αυτή τα δικά της μυστικά, ενώ η Θεία της η Φρόσω, ο Υπηρέτης του Χαράλαμπου, Γιάννης -τον οποίο υποδύομαι- και ο «γκάνγκστερ» Καζαμίας αθροίζουν ένα γκρουπ συγκρούσεων και κωμικών αντιθέσεων, που κινδυνεύουν να τινάξουν το σχέδιο του Βαρόνου στον αέρα.

Είναι μία μουσική παράσταση, μιας και επί σκηνής μαζί με τους ηθοποιούς είναι και ο μουσικός Yoel Soto;

Η παράσταση μας είναι μουσική από την αρχή μέχρι το τέλος με την έννοια ότι η κωμωδία διέπεται από πολύ αυστηρούς ρυθμολογικούς και μουσικούς κανόνες που δημιουργούν το ξάφνιασμα και το αστείο. 

Πέρα από αυτή τη μουσική του λόγου και της κίνησης, η μουσική επένδυση της παράστασης από τους ίδιους τους ηθοποιούς και από τον εκπληκτικό μπασίστα -είμαι θαυμαστής του χρόνια- Yoel Soto με τις συνθέσεις του Νίκου Γαλενιανού και τους στίχους του υποφαινόμενου και του Αλέξανδρου είναι σημαντικότατο κομμάτι της παράστασης. Διαμορφώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία του εγχειρήματος.


Ποια είναι η σκηνοθετική σας ματιά πάνω στο έργο; Για ποια πράγματα θέλετε να μιλήσετε;

Το έργο μιλάει για τη ματαιοδοξία και την υποκρισία των ανθρώπων που νιώθουν ότι «είναι γεννημένοι» για κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που βιώνουν, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι διατεθειμένοι να κοπιάσουν για να εκπληρώσουν τους υψηλούς και ένδοξους στόχους τους. Μιλάει για τα «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις» που λέει κι ο εθνικός μας ποιητής. 

Μέσα στο έργο βλέπουμε την ιστορία μας, τις συλλογικές μας αυτοκρατορικές παρακρούσεις και την παγαποντιά μας. Βλέπουμε όμως και την πολυμήχανη φύση μας, την αθωότητα του παραμυθιού που ενσαρκώνουμε και τη γοητεία της αυθαιρεσίας που αεί απολαμβάνουμε κάτω από τον λαμπερό ήλιο, με λάδι και κρασί. Βλέπουμε τον Οδυσσέα που γυρνάει στην πατρίδα και τον Καραγκιόζη που κάνει πατρίδα του κάθε σπιθαμή γης που πατάει. Βλέπουμε εμάς έσω και έξω.

Κική Παπαδοπούλου

Τι σε θυμώνει περισσότερο στην εποχή μας;

Οι βιαστικές κρίσεις. Οι άνευ επιχειρήματος αφορισμοί. Η καταρράκωση της πολυπρισματικότητας της αλήθειας μέσα από τον εθισμό να αποθεώνουμε ή να κατακεραυνώνουμε ομαδικά ό,τι εμφανίζεται μπροστά μας.

Πιστεύεις ότι σε σκοτεινούς καιρούς, ο κόσμος στρέφεται περισσότερο στην κωμωδία σαν θέαμα; Εσύ σαν θεατής τι θέατρο θα ήθελες να βλέπεις τώρα;

Θέλω να βλέπω καλές παραστάσεις, καλοδουλεμένες με μεράκι στην παραμικρή λεπτομέρεια. Θέλω να βλέπω ηθοποιούς γενναιόδωρους πάνω στη σκηνή να ακροβατούν, να πέφτουν, να θυσιάζονται για τη θεατρική στιγμή είτε αυτή προκαλεί το γέλιο, είτε τη συγκίνηση. Νομίζω ότι αυτό το δόσιμο ψάχνει και ο κόσμος. Και ιστορίες. Ωραίες ιστορίες που να μιλάνε στην καρδιά του θεατή. 

Και οι δημιουργοί; Ποιος ο ρόλος τους; Νιώθεις την ανάγκη να κάνεις να θέατρο που με χιούμορ θα ξορκίζει τα κακώς κείμενα ή να καταπιάνεσαι με έργα που είναι εξίσου σκοτεινά και μιλούν με ωμότητα και ρεαλισμό για όσα ζούμε;

Θέλω να μιλάω γι’ αυτά που με ταράζουν. Θέλω να μιλάω γι’ αυτά που με πονάνε, με χιούμορ και ειλικρίνεια. Η θεατρική πράξη είτε ωμή είτε «ψημένη» πρέπει να με αφορά βαθιά, και τότε διατηρώ την πίστη ότι θα αφορά και πολλούς άλλους.

Ποια είναι αυτά που σε πονάνε, που σε ταράζουν;

Με πονάει πολύ όταν οι άνθρωποι χάνουν τον τρόπο να είναι αξιοπρεπείς οικονομικά. Όταν η ζωή τους απελπίζει. Με ταράζει η φθορά της τρίτης ηλικίας, κυρίως η φθορά της σκέψης, της διαύγειας, που όλοι οι δικοί μου παππούδες και γιαγιάδες άρχισαν να χάνουν μεγαλώνοντας.

Με πονάει που οι άνθρωποι που αγαπάμε πιο πολύ, είναι συχνά αυτοί που μας πληγώνουν και τους πληγώνουμε πιο πολύ. Με πονάει ακόμα αυτή η δουλειά που διάλεξα να κάνω. Ο τρόπος που προσπαθω να υπάρξω σε αυτό τον χώρο παραμένοντας όσο μπορώ πιο αθώος στις προθέσεις μου και ειλικρινείς στις επιλογές μου, είναι ένα μονοπάτι με πολλή χαρά και πολλά στρωμένα αγκάθια στα οποία πορεύομαι συνήθως ξυπόλυτος.

Σε πιάνει αγωνία, άγχος να επαναλαμβάνεις με κάθε σου παράσταση τη μεγάλη επιτυχία του 170 τετραγωνικά (Moonwalk);

Έχω μια αυξημένη ευθύνη απέναντι στο κοινό μετά από αυτή την παράσταση. Θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι δεν με επηρέασε η μεγάλη αποδοχή της. Βέβαια, αγωνία έχω πάντα. Πάντα βρίσκω ή και εφευρίσκω λόγους να αγωνιώ. Την επιτυχία του πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού, συγγραφέα, σκηνοθέτη και τα λοιπά την απόλαυσα. Τώρα κοντεύω τα 40. Όσο και να με πιέζει η ενηλικίωση, την επιζητώ. Με δυο λόγια: θέλω το κοινό να περιμένει από μένα το καλύτερο, ξέροντας ότι στην πορεία υπάρχει η αποτυχία και η επιτυχία και ελπίζοντας ότι αν πέσω θα ξανασηκωθώ.

Γιατί, τελικά, γνωρίζει τέτοια επιτυχία αυτό το έργο; Πού το αποδίδεις;

Αυτή την ερώτηση την έχω απαντήσει άπειρες φορές με διαφορετικό τρόπο κάθε χρονιά. Τώρα πια, θα σου πω απλά ότι ο κόσμος βλέπει μια ιστορία που τον τραβάει, γελάει πολύ και συγκινείται κυρίως στο φινάλε. Βλέπει αλήθεια πάνω στη σκηνή και πέντε ηθοποιούς που αγαπούν πολύ αυτό το έργο και το προσφέρουν με όλη τους την ενέργεια.

Έχεις παρουσιάσει κάτι, σκηνοθετήσει ή απλά παίξει, που να ήταν παταγώδης αποτυχία;

Αρκετές αποτυχίες γεύτηκα, κυρίως ως ηθοποιός σε μεγάλες και μικρές παραγωγές. Έχω παίξει και για πέντε και για έξι άτομα. Έχω επίσης περιοδεύσει με μεγάλη αποτυχία. Αυτό είναι μέρος της δουλειάς. Το αντέχεις και προχωράς.


Το επόμενο έργο που θα ανεβάσεις τι θα ήθελες να είναι; Το έχεις σκεφτεί;

Θα ήθελα να επιστρέψω στον ρεαλισμό μέσα από έναν ρόλο πιο κοντά στον σκληρό και «επικίνδυνο» εαυτό μου. Θέλω να ξαναεπισκεφτώ τα ταπεινά μου ένστικτα πάνω στη σκηνή. Τον αρνητικό ήρωα, τον συμπλεγματικό, τον υστερόβουλο, «το καθίκι» αν θες. Το έκανα στο παρελθόν και είναι κάτι που με ενδιαφέρει να ξανακάνω.

Δεν σε ρώτησα ακόμα για το Πτι Παλαί, που κατά κάποιο τρόπο έγινε το θεατρικό σου σπίτι.

Το Πτι Παλαί ήταν ένα σινεμά που αγαπούσα πολύ στα φοιτητικά κυρίως χρόνια μου. Χάρηκα πολύ που έγινε θέατρο. Χάρηκα ακόμα πιο πολύ που έγινε ένα πανέμορφο, φιλόξενο και λειτουργικότατο θέατρο. Μεγάλη μου τιμή που το εγκαινίασα φέτος και του εύχομαι καλά θεατρικά ταξίδια δικά μου και αλλονών. 

Έτσι κι αλλιώς, το θέατρο ανήκει πάντα και πρώτα απ’ όλα στο κοινό, όπως η εκκλησία είναι το σπίτι πρώτα και πάνω απ’ όλα των πιστών.

***

Βαρόνος «Φ»

Ελεύθερη διασκευή-Σκηνοθεσία: Γιωργής Τσουρής-Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος

Σχεδιασμός Φωτισμών: Μελίνα Μάσχα

Μουσική: Νίκος Γαλενιανός

Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου

Κοστούμια: Αλέγια Παπαγεωργίου

Στίχοι τραγουδιών: Γιωργής Τσουρής-Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος

Βοηθός Σκηνοθετών: Κατερίνα Μεφσούτ

Βοηθός ενδυματολόγου: Νικολέτα Αναστασιάδου

Διανομή: Βαρόνος/Φιάκας: Θάνος Τοκάκης

Ευανθία: Ηρώ Μπέζου

Γιάννης: Γιωργής Τσουρής

Κοκκώνα Φρόσω: Ευαγγελία Καρακατσάνη

Καζαμίας: Θανάσης Δόβρης

Πατήρ Σώτος: Yoel Soto

Info: Πτι Παλαί (Ριζάρη 24 ,Παγκράτι, 210-7223948). Προπώληση εδώ.