Ο Μάριο Μπανούσι αναπνέει στην Αλβανία, εκπνέει στην Ελλάδα
Λίγο πριν ανεβάσει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση την τέταρτη θεατρική του δουλειά, το "MAMI", ο 26χρονος σκηνοθέτης μας ταξιδεύει στο εικαστικό του σύμπαν που είναι γεμάτο από ζωγραφιές, όνειρα, προσωπικά βιώματα.
- 1 ΦΕΒ 2025
Το ζεστό λουσμένο στον ήλιο μεσημέρι του Ιανουαρίου μάς έβγαλε με τον Μάριο Μπανούσι από το εσωτερικό του βιομηχανικού κτιρίου όπου γίνονται οι πρόβες για τη νέα του παράσταση στον Βοτανικό, έξω· στη μικρή αυλή με τα καταπράσινα φυτά να σπάνε τη μονότονη ύπαρξη του γκρι και το βλέμμα να σηκώνεται κατευθείαν ψηλά, στο γαλάζιο ταβάνι του ουρανού.
Βολευτήκαμε σε δύο μεταλλικές καρέκλες και ήταν σαν να βρισκόμασταν στην αυλή ενός σπιτιού κάπου πολύ μακριά από τον θόρυβο της πόλης. Σαν την αυλή του δικού του σπιτιού στα προάστια των Τιράνων, όπου μεγάλωσε και έχει ανάγκη να επιστρέφει συχνά για να παίρνει ανάσες ζωής, έμπνευσης και δημιουργίας.
Οι θεατρικές του παραστάσεις άλλωστε είναι εμπνευσμένες από τα βιώματά του στην Αλβανία και στην Ελλάδα – το προσωπικό στοιχείο παίζει σημαντικό ρόλο στις ιστορίες που διηγείται και στους εικαστικούς κόσμους που φτιάχνει. Όπως συμβαίνει και στην τέταρτη σκηνοθετική του δουλειά, που θα δούμε προσεχώς στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, μετά τις παραστάσεις “Ragada”, “Goodbye, Lindita” και “Taverna Miresia-Mario, Bella, Anastasia”.
Με τη δεύτερη μάλιστα ήταν που κέρδισε αναγνωρισιμότητα και έκανε όχι απλά το μεγάλο, δικό του μπαμ στο ελληνικό θέατρο, αλλά κατάφερε να ξεπεράσει τα εθνικά σύνορα και να διαβάζει διθυράμβους για τη δουλειά του στον Guardian από έναν από τους κορυφαίους θεατρικούς κριτικούς στον κόσμο, τον Michael Billington. Με το “Goodbye, Lindita” στο Εθνικό Θέατρο έφτιαξε ένα έργο, ευαίσθητο και συγκινητικό, γύρω από τον θάνατο και το πένθος, ορμώμενος από τον χαμό της Lindita, της μητριάς του.
Στην προηγούμενη, στο «Θραύσματα της performance RAGADA» στο Θέατρο στη Σάλα μίλησε για τη γέννηση με αφορμή τη μητέρα του, που ήταν μαία στα Τίρανα και εκτός από τον ίδιο έφερε στον κόσμο χιλιάδες παιδιά, ενώ στην επόμενη, στο “Taverna Miresia-Mario, Bella, Anastasia” στο Φεστιβάλ Αθηνών για την απουσία της πατρικής φιγούρας από τη ζωή του με αφορμή την ταβέρνα Miresia που διατηρούσε ο πατέρας του στην Αλβανία.
Τώρα, στο “MAMI”, ο 26χρονος σκηνοθέτης επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο στην πρώτη εκείνη παράστασή του. «Όλες οι δουλειές μου θα έλεγα ότι έχουν μία συνέχεια», υπογραμμίζει και μου εξηγεί ότι θα μιλήσει για όλες εκείνες τις γυναίκες που τον έκαναν να αισθανθεί γιος, για όλες εκείνες τις γυναίκες στις οποίες αναγνώρισε μία mami στα αλβανικά, μία μητέρα στα ελληνικά, για ό,τι μπορεί να σημαίνει για τον καθένα μας μητρότητα και μητρική φιγούρα πέρα από στερεοτυπικές αντιλήψεις και τα όρια των φύλων.
Τον ρωτώ τι θα δούμε στο “MAMI” και κάπως έτσι, ξεκινάει η κουβέντα μας με το REC να αναβοσβήνει.
«Δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη ιστορία. Θα δούμε στιγμές που μπορεί να έχουμε ζήσει όλοι είτε ως παιδιά, είτε ως γονείς, αλλά και στιγμές που δεν έχουμε ζήσει, ίσως να έχουμε ονειρευτεί ή και να φοβόμασταν να ζήσουμε. Είναι μία ιστορία που αγκαλιάζει όλα τα συναισθήματα, όχι μόνο της αγάπης και της ευαισθησίας. Υπάρχει έντονο και το στοιχείο του αποχωρισμού από τη μητέρα. Υπάρχει και ένα μεγάλο “αχ” σε αυτή την παράσταση, μιας και η μητρική φιγούρα μπορεί να είναι για τον καθένα κάτι άλλο, διαφορετικό. Δεν θέλω να μιλήσω δηλαδή για την κλασική μητρική φιγούρα, της μητέρας που σε έφερε στον κόσμο. Θέλω να μιλήσω για τη γυναίκα που μπορεί να σε μεγάλωσε και να μη σε γέννησε, καθώς και όχι μόνο για τη μητέρα με τη γυναικεία μορφή.
Όλες αυτές οι φιγούρες θα μπουν σε ένα σακί και θα ανακατευτούν. Το “MAMI” είναι ένα αρκετά ανοιχτό έργο στο τι είναι η μητέρα. Υπάρχει μία βάση στην ιστορία που είναι η ιστορία της μητέρας και του γιου, ωστόσο είναι απλά η βάση για να έρθει να ακουμπήσει ο καθένας τη δική του σχέση με το οτιδήποτε σημαίνει μητρότητα».
Με μία λέξη τι θα έλεγες ότι σημαίνει μητρότητα;
Στοργή. Είναι η στοργή του να κοιμίσω, για παράδειγμα, έναν άνθρωπο. Οι άνθρωποι που μας κοιμίζουν είναι σχεδόν πάντα οι άνθρωποι που μας ηρεμούν, που όταν είμαστε κοντά τους χαλαρώνουμε και γλυκαίνουμε, μας κάνουν εύκολο το να αφηνόμαστε. Ακόμα και όταν περνάμε ένα άσχημο γεγονός και έρχεται ένας φίλος στο σπίτι να κάτσει μαζί μας αυτό μεταφράζεται ως πράξη μητρότητας. Αλλά ακόμα και οι άγνωστοι άνθρωποι που μπορεί να συναντήσουμε, όπως μία γυναίκα σε ένα πλοίο που ξαφνικά πιάνουμε τον εαυτό μας να της λέει κάτι πολύ προσωπικό και να μας δίνει μία στοργική συμβουλή ως ένας άνθρωπος που δεν μας ξέρει κι όμως, κάπως άκουσε το μέσα μας, είναι επίσης για μένα μητρική πράξη.
Στη ζωή μας ψάχνουμε τις μητέρες μας; Στους φίλους μας, στους συντρόφους μας.
Πολύ. Όλοι το κάνουμε συνειδητά ή ασυνείδητα. Έχουμε ανάγκη πάντα -ειδικά σε μία τόσο δύσκολη εποχή σαν αυτή που ζούμε- να βρούμε τους ανθρώπους που θα νιώσουμε ότι θα υπάρξει αυτό το χάδι, το άγγιγμα, η ησυχία της μήτρας συμβολικά. Το να πας να κουρνιάσεις κάπου και να νιώσεις ότι γαληνεύει η ψυχή σου, ότι ξεκουράζεται το μυαλό σου.
Όλοι οι άνθρωποι το έχουμε ανάγκη αυτό ακόμα και στους χώρους εργασίας μας. Ψάχνεις τους ανθρώπους που θα σου προσφέρουν ασφάλεια. Δεν είναι τυχαίο. Δεν είναι εύκολο, αλλά δεν είναι και δύσκολο να το βρεις. Θέλει όμως αμφίδρομη συντήρηση για να μην το χάσεις.
Όπως διάβασα στο σημείωμα της παράστασης, μεγάλωσες με δύο mami, δύο μητέρες, αλλά και με πολλές ακόμα γυναίκες.
Όταν ήμουν ενός έτους η μητέρα μου αναγκάστηκε να με αφήσει στη γιαγιά μου, στην Αλβανία, και να φύγει πάλι πίσω στην Αθήνα, όπου γεννήθηκα – και οι δύο γονείς μου είναι Αλβανοί. Μεγάλωσα λοιπόν στην Αλβανία και στα πεντέμισι επέστρεψα στην Ελλάδα. Τη γιαγιά μου τη φώναζα mami μέχρι και το Γυμνάσιο, παρά το γεγονός ότι γνώριζα φυσικά ότι δεν ήταν η μητέρα μου. Όταν ήμουν μωρό όμως νόμιζα ότι όντως είναι η μητέρα μου.
Μεγάλωσα λοιπόν με αυτή την ειρωνεία του πόσες μητέρες είχα ως παιδί στη ζωή μου: τη γιαγιά μου, τη μητέρα μου, τη μητριά μου – τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα μου. Είχα επίσης τις δύο μεγαλύτερες αδερφές μου και τις θείες μου. Περικυκλωνόμουν από γυναίκες και από μητρικές φιγούρες και αυτές κάπως σε όλα τα έργα μου μέχρι στιγμής είχαν διεισδύσει ως βίωμα, αλλά παρέμεναν πάντα σαν μία σκιά. Τώρα, με το MAMI, η μητρική φιγούρα βγαίνει επιτέλους στο φως.
Πώς θα περιέγραφες τις δύο μητέρες σου;
Είναι δύο γυναίκες που μοιάζουν πολύ. Δυναμικές και φροντιστικές. Τη γιαγιά μου τη λένε Zoja και τη μητέρα μου Άννα, το αλβανικό της όνομα είναι Anila. Η γιαγιά μου είναι μία φιγούρα πένθιμη. Έχει χάσει ένα της παιδί όταν ήταν πολύ μικρό και από τότε το πένθος πάντα την ακολουθεί και η ίδια αυτό. Η μητέρα μου είναι ένας φωτεινός άνθρωπος, γεμάτος ενέργεια με πάντα ισχυρή γνώμη και ένστικτο.
Τι θυμάσαι από τα παιδικά χρόνια στην Αλβανία;
Πολύ παιχνίδι με τα ξαδέρφια μου και ανεμελιά. Όλοι οι συγγενείς μέναμε μαζί στην ίδια γειτονιά, κάτι το οποίο είναι σύνηθες στην Αλβανία και συμβαίνει πολύ έντονα στα προάστια των Τιράνων, ας πούμε που μεγάλωσα εγώ και τα οποία φαντάσου τα σαν ένα χωριό. Ερχόταν δηλαδή ο γαλατάς και μας έφερνε γάλα, ο νερουλάς και μας άφηνε μπουκάλια με πόσιμο νερό.
Αυτή η περιγραφή είναι σαν ένα ταξίδι στον χρόνο, όχι στα 00s όμως όπου μεγάλωσες, αλλά στα 60s, 70s.
(Γελάει). Είναι αλήθεια. Θυμίζει παρόμοιες εμπειρίες φίλων και γνωστών μου στην Αθήνα, που είναι σήμερα στην ηλικία των 60 plus.
Πού μεγάλωσες στην Αθήνα;
Στην Ηλιούπολη – σήμερα, ζω στο Παγκράτι. Η μητέρα μου δούλευε σε εργοστάσιο παρασκευής κουλουριών και τώρα, τα πολλά τελευταία χρόνια έχει δικό της φούρνο. Με τον πατέρα μου χώρισαν όταν ήμουν παιδί. Τον έβλεπα κυρίως τα καλοκαίρια. Δεν υπήρχε έντονα η πατρική φιγούρα στη ζωή μου, το να θαυμάσω έναν άντρα για το ταλέντο και την ευαισθησία του.
Πώς σε διαμόρφωσε το γεγονός ότι μεγάλωσες σε μία μητριαρχική οικογένεια;
Ίσως, να έχω αναπτύξει άλλες ευαισθησίες, να είμαι γενικά πιο ευαίσθητος. Σίγουρα, όμως, έχω αναπτύξει άλλη επικοινωνία με τις γυναίκες που βρίσκονται στη ζωή μου και με τις γυναίκες που συναντώ στη ζωή μου, προσωπική και επαγγελματική. Σαν να τις καταλαβαίνω, χωρίς πολλά λόγια. Μου είχαν πει κάποια στιγμή ότι «είχαμε χρόνια να δούμε έναν καλλιτέχνη να παρουσιάζει τη γυναίκα έτσι στη σκηνή» κι αυτό με συγκίνησε πολύ. Εύχομαι να ισχύει γιατί ειλικρινά, δεν με ενδιαφέρει να παρουσιάζω μία συγκεκριμένη φιγούρα της γυναίκας, αυτή που μας έχει φορέσει η κοινωνία, αλλά όλες – όλα τα χρώματα, όλες τις ηλικίες, όλες τις ραγάδες στους ανθρώπους γενικά.
Στην Αλβανία πηγαίνεις συχνά;
Πήγαινα πάντα δύο φορές τον χρόνο: κάθε καλοκαίρι και την περίοδο Χριστούγεννα. Τα τελευταία τρία χρόνια όμως δεν είχα καταφέρει να πάω. Πήγα τον περασμένο Σεπτέμβριο και ένας βασικός λόγος ήταν ότι ήθελα να θυμηθώ ποιος είμαι πριν ξεκινήσω πρόβες για το “MAMI”. Να βρεθώ ξανά στο σπίτι της γιαγιάς μου, να μιλήσω μαζί της, να δω τους συγγενείς μου εκεί. Είχα ανάγκη να αναπνεύσω εκεί, για να εκπνεύσω εδώ – σαν να χρειάζεται να παίρνω εκεί τις ανάσες για να βγάλω εδώ έναν αέρα που να έχει ουσία.
Αυτή η διττή φύση σε μπερδεύει; Υπάρχει μία πάλη μέσα σου για το ποιος είσαι;
Όχι, είναι πολύ ξεκάθαρο μέσα μου. Γεννήθηκα στην Ελλάδα. Στα χαρτιά βέβαια είμαι Αλβανός. Ρωτήστε το ελληνικό κράτος γιατί δεν έχω πάρει την ελληνική υπηκοότητα.
Όλο αυτό μου δημιουργεί και θυμό και αγανάκτηση και λύπη για το σε τι κράτος ζούμε, φόβο τι συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους που θεωρούνται ξένοι. Έχω το βίωμα του ξένου. Έχω νιώσει σε αρκετές στιγμές ξένος, από το σχολείο, μέχρι το τμήμα αλλοδαπών που έχω πάει για τα χαρτιά μου. Εκεί, έχω νιώσει περισσότερο ξένος σαν άνθρωπος και όχι σαν Αλβανός, λόγω καταγωγής.
Σε ποια γλώσσα ονειρεύεσαι;
Στα ελληνικά ονειρεύομαι. Αυτή είναι η χώρα μου. Οι αναφορές μου είναι εδώ, ασχέτως που έχω τα βιώματά μου στην Αλβανία. Η εικαστική μου γλώσσα όμως στις παραστάσεις μου θα έλεγα ότι βαλκανική. Τα αγαπώ τα Βαλκάνια. Είναι ένα ολόκληρο σύμπαν αστείρευτης έμπνευσης.
(Περνάει απ’ έξω ένα αυτοκίνητο με κάτι που μοιάζει με αραβικό τσιφτετέλι να παίζει στο τέρμα κι εκείνος αμέσως χαμογελάει)
Τι μουσική ακούς;
Λατρεύω τα πολυφωνικά, όπου η Ήπειρος και η Αλβανία έχουν μακρά παράδοση. Ακόμα και από συμβολικής άποψης δηλαδή τα λατρεύω. Είναι πολύ συγκινητικό το ότι αυτοί οι άνθρωποι εισπνέουν και εκπνέουν ταυτόχρονα και το κάνουν αυτό ως σύνολο.
Το ότι εντάσσεις τα βιώματά σου στα έργα σου λειτουργεί κάπως ψυχαναλυτικά;
Νιώθω ότι στις πρόβες δεν δουλεύω μόνο το υλικό της παράστασης, αλλά και το δικό μου προσωπικό υλικό. Μου αρέσει συνέχεια να δουλεύω το τι άνθρωπος είμαι και τι θέλω να δημιουργώ, το οποίο σχετίζεται απόλυτα με το τι άνθρωπος θέλω να γίνω. Δεν θέλω να πω ότι είναι ψυχανάλυση/ψυχοθεραπεία, αλλά έχω βρει μία ευκαιρία μέσω των προβών να δουλεύω και τα συναισθήματά μου που βέβαια αυτό είναι και μία ψευδαίσθηση. Ξέρω πού είναι το όριο του πού δουλεύω κάτι προσωπικό και πού όχι. Δεν εκτίθεμαι προφανώς στο απόλυτο. Μόνο ο εαυτός μου μπορεί να με γιατρέψει. Δεν λύνω στην πρόβα τα προβλήματά μου. Είναι δουλειά αυτό που κάνουμε και δεν το ξεχνώ.
Απλά είναι ιαματικό το να μπορώ να έρθω και να μοιραστώ μία προσωπική ιστορία με τους ηθοποιούς στην πρόβα και να δουλέψω ένα υλικό που με απασχολεί στη ζωή μου. Αυτό το μοίρασμα με βοηθάει για να νιώθω πιο ελαφρύς.
Πώς θα χαρακτήριζες το θέατρο που κάνεις, γιατί δεν είναι ακριβώς θέατρο. Έχει μέσα σωματικότητα, χοροθέατρο, το εικαστικό στοιχείο, το στοιχείο της περφόρμανς. Δεν έχει επίσης λόγια. Γιατί δεν έχει λόγια; Γιατί έχεις επιλέξει να μην υπάρχει η θεατρική πρόζα;
Μέχρι τώρα δεν ένιωσα ποτέ ότι σε αυτό που δημιουργώ χρειάζεται ο λόγος για να καταλάβεις ή να νιώσεις την ιστορία. Θα ήταν ένα έξτρα στοιχείο που θα έβαζε τον θεατή πιο εγκεφαλικά μέσα σε αυτό, ενώ αυτό εγώ θέλω είναι ο εγκέφαλος και η λογική, όσο γίνεται, να σταματήσουν για λίγο να «δουλεύουν».
Άρα λοιπόν για να επιστρέψω στην αρχική ερώτηση: πώς θα εξηγούσες σε κάποιον που δεν έχει δει καμία δουλειά σου, τι θέατρο κάνεις;
Κοίτα, για μένα είναι θέατρο. Έρχεται κάποιος και παρακολουθεί μία ιστορία σε μία θεατρική σκηνή. Απλά δεν παρουσιάζω μία τυπική θεατρική παράσταση. Είναι ένα εικαστικό σύμπαν, το οποίο έχω ζωγραφίσει ο ίδιος -πάντα ζωγράφιζα από παιδί, ζωγραφίζω και τώρα πολύ όλες τις σκηνές πριν ξεκινήσω πρόβες- και μέσα στο οποίο διηγούμαι οικογενειακά δράματα που αντλούν στοιχεία από την αρχαία τραγωδία. Μιλούν για τα πάθη του ανθρώπου, τον έρωτα, τη γέννα, τον θάνατο. Όλα έχουν στη βάση τους τον άνθρωπο. Είμαι ανθρωποκεντρικός ως καλλιτέχνης και όταν ζωγραφίζω και όταν φωτογραφίζω και όταν κάνω θέατρο.
Και πότε είπες ότι θα ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο, του θεάτρου, επαγγελματικά;
Μάλλον, από όταν μπήκα στη θεατρική ομάδα του σχολείου. Μόνος μου ανακάλυψα σιγά-σιγά τι είναι το θέατρο. Δεν είχα ερεθίσματα από το οικογενειακό και φιλικό μου περιβάλλον. Έβλεπα πολύ θέατρο μόνος τα καλοκαίρια που ερχόντουσαν οι παραστάσεις των περιοδειών στο Δημοτικό Θέατρο Άλσους «Δημήτρης Κιντής» στην Ηλιούπολη. Έβλεπα κυρίως αρχαίες τραγωδίες. Κρατούσα σημειώσεις, έγραφα μετά στο σπίτι στο ημερολόγιό μου, πήγαινα στα καμαρίνια για να χαιρετήσω τους ηθοποιούς. Ένιωθα ότι έπαιρνα λίγο από το φως τους, ότι βουτούσα σε έναν κόσμο που κανένας δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Δεν μπορούσα με κάποιον να μοιραστώ το πάθος μου.
Και τώρα όμως, το βαθύ πάθος που αισθάνομαι για ένα έργο ή για κάτι που δημιουργώ με κανέναν δεν μπορώ να το μοιραστώ στο απόλυτο. Όσο κι αν μιλήσω, όσο κι αν μοιραστώ μία αίσθηση που έχω για μία εικόνα, για μία στιγμή δεν μπορώ να νιώσω αυτή την ολοκλήρωση. Δεν είναι ωραίο συναίσθημα το να μην μπορείς να εξηγήσεις και να μοιραστείς ένα όραμα που μπορεί να έχεις. Έχει πλάκα όταν προσπαθώ να το περιγράψω με λόγια στους φίλους μου. Είναι που δεν μου αρέσουν πολύ και τα λόγια.
Η γιαγιά σου και η μητέρα σου έχουν δει τις παραστάσεις σου;
Η μητέρα μου και οι αδερφές μου, ναι. Η γιαγιά μου, όχι, ποτέ. Το θέλω πολύ. Το θέλει κι εκείνη πολύ.
Ίσως, συμβεί στην Αλβανία.
Ναι, ίσως σύντομα να ανεβάσω κι εκεί, κάποια παράσταση. Ξέρεις, το πρώτο μου έργο δεν ήταν στο θέατρο. Ήταν στο σινεμά, μία μικρού μήκους ταινία με τίτλο Pranvera (Άνοιξη στα ελληνικά). Ίσως, και το να σκηνοθετήσω μία ταινία να έρθει σύντομα. Το έχω έντονα στο μυαλό μου.
Γενικά, όμως, δεν βιάζομαι. Ό,τι είναι να έρθει, θα έρθει από μόνο του. Δεν πιέζω τα πράγματα.
***
MAMI
Σύλληψη και Σκηνοθεσία: Μάριο Μπανούσι
Ερμηνεύουν: Παναγιώτα Γιαγλή, Βασιλική Δρίβα, Δημήτρης Λαγός, Αγγελική Στελλάτου, Ευτυχία Στεφάνου / Ήλια Κουκουζέλη και Φώτης Στρατηγός
Σκηνογραφία & Ενδυματολογία: Σωτήρης Μελανός
Μουσική Σύνθεση & Sound Design: Jeph Vanger
Σχεδιασμός Φωτισμών και συνεργάτης στη Δραματουργία: Στέφανος Δρουσιώτης
Καλλιτεχνικοί συνεργάτες: Αιμίλιος Αράπογλου, Θανάσης Δεληγιάννης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Θεοδώρα Πατητή
Διεθνείς Σχέσεις & Οργάνωση Περιοδείας: Νίκος Μαυράκης – TooFarEast
Οργάνωση παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη & Χρήστος Χριστόπουλος – TooFarEast
Εκτέλεση παραγωγής: Ιωάννα Παπακώστα – TooFarEast
Συντονίστρια Ακρόασης & Residency: Κωνσταντίνα Δούκα Γκόση – TooFarEast
Φωτιστικός σχεδιασμός περιοδείας: Μαριέττα Παυλάκη
Βοηθός σκηνογράφου: Σοφία Θεοδώρου
Βοηθός ενδυματολόγου: Νικολέτα Αναστασιάδου
Σε συνεργασία με την ΟΜΑΖ Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία
Ανάθεση και παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Συμπαραγωγοί: Berliner Festspiele [Γερμανία], FOG Festival / Triennale Milano [Ιταλία], & Espoo Theatre [Φινλανδία], Noorderzon Festival / Grand Theatre Groningen [Ολλανδία] & άλλοι που θα ανακοινωθούν προσεχώς
Info: Από 06/02. Στέγη Ιδρύματος Ωνάση-Κεντρική Σκηνή (Συγγρού 107, 213-0178036. Προπώληση εδώ.