Πηνελόπη Γερασίμου
ΠΗΓΑ ΕΙΔΑ

Ο Nick Cave σε όλη του την ευαλωτότητα

Ακούσαμε από κοντά τον Nick Cave στην πιο εσωτερική εμφάνιση που έδωσε στη χώρα μας ποτέ. Σεβασμός και υπόκλιση.

Μέσα σε ένα λεπτό, σχεδόν επιδερμικά ώστε να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος από την ακρόαση, όσοι βρέθηκαν στην πρώτη από τις τρεις συνολικά συναυλίες του Nick Cave στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, έμαθαν για το Σωματίδιο του Θεού. Σε αυτό άλλωστε βασίζεται το “Higgs Boson Blues”, ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια και ο κυριότερος λόγος που ήθελα να είμαι εκεί.

Με κάποιο τρόπο, ο -σχεδόν πάντα- κοστουμάτος Αυστραλός που έχει χτίσει μια ειδική σχέση με το ελληνικό κοινό όλα αυτά τα χρόνια, κατάφερε να αφαιρέσει μερικά κιλά από τη μαυρίλα που το χαρακτηρίζει, προσφέροντάς το στην πιο light του μορφή. Ακόμα και ο στίχος Who cares what the future brings (ποιος νοιάζεται για το τι θα φέρει το μέλλον) ακούστηκε διαφορετικά, πολύ πιο ανθρώπινος, σίγουρα λιγότερο δυσοίωνος.

Αυτός είναι και ο σκοπός του Nick Cave από το ξεκίνημα της περιοδείας του: Με ένα πιάνο, τη φωνή του και το μπάσο του Colin Greenwood (Radiohead), θέλει να πετύχει την ένωση μεταξύ του δημιουργού και καταναλωτή/ακροατή χωρίς τη γνωστή του rock ‘n’ roll σπασμωδικότητα.

Από το μυαλό και την ψυχή του ενός, κατευθείαν στο αφτιά και τους εγκεφαλικούς νευρώνες του άλλου. «Παίζω όπως παίζω τα κομμάτια όταν τα παρουσιάζω στην μπάντα, πριν αλλάξουν μορφή», είπε. Έτσι, υπήρξαμε μάρτυρες μια δίωρης μουσικής απογύμνωσης επί σκηνής. Δεν το λες και λίγο.

Ακόμα και οι πιο δύσκολοι, αυτοί που είχαν τις αμφιβολίες τους για το πώς θα εξελιχθεί το solo live από έναν καλλιτέχνη που έχει συνηθίσει να παίζει με τις εντάσεις, έφυγαν ικανοποιημένοι -το λιγότερο. Ικανοποιημένοι και βαθιά σκεπτόμενοι.

Ο Cave, σε συνδυασμό με τον φωτισμό και το διακριτικό μπάσο του Greenwood, δεν άφησε κανένα περιθώριο: Χτύπησε αυτή τη μικροσκοπική χορδή μέσα μας, αυτή που ο πρωταγωνιστής του “Jesus of the Moon” (φυσικά και το τραγούδησε), δεν κατάφερε να βρει στο άτομο που απευθύνεται, με αποτέλεσμα να το χάσει. O Cave τη βρήκε και μας κέρδισε.

Εντελώς διαφορετικός από ό,τι τον έχουμε συνηθίσει, ξεκίνησε με το “Girl in Amber”. Το σωστό, μελωδικό introduction πριν περάσει στο “Higgs Boson Blues” και βάλει τις βάσεις του setlist που αποτελούνταν από επιτυχίες, αλλά και σχετικά πρόσφατα διαμάντια όπως το “Galleon Ship” του βαθιά ατμοσφαιρικού και συγκινητικού Ghosteen.

Σε τρεις περιπτώσεις, η λίστα με τις επιλογές σου για το πώς θα αντιδράσεις μόλις η φωνή του φτάσει στα αφτιά σου, μίκρυνε επικίνδυνα. Τραγούδησε το “O’Children”, το “I Need You” και το “Into My Arms”, κομμάτια που από μόνα τους έχουν την τάση να φτάνουν στα όρια το δακρυϊκό σου σύστημα.

Στο πρώτο, μίλησε για τα παιδιά που χάνουν τη ζωή τους καθημερινά -αναφορά στα παιδιά της Παλαιστίνης. Στο δεύτερο, κάθε φορά που έφτανε η στιγμή του απελπισμένου «σε χρειάζομαι», κάτι τρεμόπαιζε μέσα σου και αυτό γιατί σκεφτόσουν πως έχει βιώσει και βιώνει την απώλεια των παιδιών του. Στο τρίτο, η κοπέλα που καθόταν μπροστά μου έβαλε τα κλάματα. Ήταν μια φυσική εξέλιξη. Περίπου 800 άτομα σιγοτραγουδούσαν “Into my arms, Ο Lord” σε κάθε του παύση.

Γιατί τα χαρτομάντηλα δεν περισσεύουν, όμως, ο Nick Cave άπλωσε το χέρι του λίγο πριν πέσουμε -με τη θέλησή μας είναι αλήθεια- στην άβυσσο (περίμενα το “Vortex”, το φώναξα κιόλας) με το δυναμικό “Papa Won’t Leave You, Henry”, το σκοτεινό, παλλόμενο “Jubilee Street”, το “The Weeping Song” και το -ένα ακόμα αγαπημένο- “Palaces of Montezuma” που έγραψε για τους Grinderman στο encore.

Για την απαραίτητη εξισορρόπηση των συναισθημάτων μας, χρησιμοποίησε και το χιούμορ του. Από εκεί μπορούσε να καταλάβει κανείς πόσο οικεία νιώθει στη χώρα μας. Επαγγελματίας είναι, ναι, ωστόσο σε κάθε ευκαιρία γυρίζει πίσω στα χρόνια που το ελληνικό κοινό τον στήριξε και με το παραπάνω στο ξεκίνημά του.

Το παιχνίδι με όσους βρίσκονταν στα διαζώματα της αίθουσας στο “Balcony Man” και ο αυτοσαρκασμός (έχω γράψει πολλά, αυτή είναι η μόνη μου επιτυχία) στο “The Ship Song” μεταφράζει σε μεγάλο βαθμό τα απανωτά «τους λατρεύω τους Έλληνες» στον Greenwood. Αποδεδειγμένα πια, τον λατρεύουμε κι εμείς.

Στον κλασικό απολογισμό που γίνεται μετά από κάθε συναυλία, δυσκολεύτηκα να ξεχωρίσω συγκεκριμένες στιγμές. Όλα βρέθηκαν, στο τέλος, ενοποιημένα: Τα τραγούδια που ακούσαμε έτσι όπως τα ακούσαμε, ο κόσμος που ήταν δεκτικός στη διάσπαση του ηλεκτρικού ήχου από την εσωτερικότητα του καλλιτέχνη, ο φωτισμός και η γενικότερη ατμόσφαιρα. Υπερβατική εμπειρία το λένε, μάλλον έχουν δίκιο. Ίσως βοήθησε σε αυτό και το Σωματίδιο του Θεού.

Και τα φώτα άναψαν. Είχαμε φτάσει στο τέλος της συναυλίας. Μιας λαμπρής, δίωρης συναυλίας που έμοιαζε με τα αστέρια λίγο πριν περάσουν στη μαύρη τρύπα του παρελθόντος. Εντάξει, δεν μπορούσα να αποφύγω αυτή την αναφορά στο “(Are You) The One That I’ve Been Waiting For?”, περίμενα πώς και πώς να το ακούσω. Ευτυχώς, το άκουσα. Το “Vortex” το έβαλα στα ακουστικά μου μόλις βγήκα από τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση.