Ο Θάνος Τοκάκης δεν έχει να αποδείξει κάτι. Έμεινε ασόβαρος
Μιλήσαμε με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη, που παρουσιάζει τον μονόλογο Ο Τίποτας στο Θέατρο Νέου Κόσμου, ένα υπαρξιακό stand up comedy με μπεκετικά στοιχεία, που μεταξύ άλλων ψάχνει να βρει τι είναι τελικά η ευτυχία.
- 10 ΔΕΚ 2023
Έχουν περάσει μόλις λίγοι μήνες από την τελευταία του θεατρική παράσταση. Τον περασμένο Μάιο, σκηνοθέτησε το Ιστορίες για να μην κοιμάσαι στην Εφηβική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ είχε προηγηθεί η συμμετοχή του από το δεύτερο μισό της περσινής σεζόν στον θίασο της αστυνομικής κωμωδίας Η σπασμένη στάμα σε συνσκηνοθεσία των Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλο, ξανά σε παραγωγή του Εθνικού.
Αυτές τις μέρες, ο Θάνος Τοκάκης επέστρεψε στην αθηναϊκή σκηνή, λίγο διαφορετικά. Με κάτι που δεν έχει ξανακάνει ποτέ στις σχεδόν δύο δεκαετίες που εργάζεται στο θέατρο, αλλά το έχει τολμήσει κινηματογραφικά, με ένα one man show. Τον Σεπτέμβριο του 2022, κυκλοφόρησε τη βραβευμένη μικρού μήκους ταινία του, Tokakis ή What’s My Name (το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου στο διαγωνιστικό τμήμα των ελληνικών ταινιών μικρού μήκους των 28ων Νυχτών Πρεμιέρας και στο 45ο Φεστιβάλ Δράμας), ένα mockumentary, που έγραψε ο ίδιος και όπου ουσιαστικά παίζει και σκηνοθετεί τον εαυτό του.
Για πρώτη φορά, λοιπόν, τον βλέπουμε θεατρικά να σκηνοθετεί και να παίζει. Για πρώτη φορά, να κάνει μονόλογο.
Από την Παρασκευή (08/12) ξεκίνησε να ανεβάζει το έργο του υποψήφιου για Πούλιτζερ Will Eno, Ο Τίποτας (μία πονεμένη ιστορία) στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου Νέου Κόσμου – μία μικρή σκηνή χωρίς την παραδοσιακή πλατεία με τα βελούδινα καθίσματα.
Εκεί, σε μία από τις λίγες σειρές καθισμάτων, που θυμίζουν σκαλιά πάνω στα οποία έχουν τοποθετηθεί δερμάτινα μαξιλάρια, μιλήσαμε για την παράσταση, τη σύνδεση με τη μικρού μήκους ταινία, το κυνήγι της ευτυχίας και της επιτυχίας, το φλεγματικό χιούμορ του Ricky Gervais, τη ροπή που πάντα είχε στην κωμωδία, την ανακούφιση που βρίσκει στην τέχνη του, τον Αχιλλέα από το 50-50 με τον οποίο έχει πια συμφιλιωθεί.
Θάνο, γιατί με μονόλογο; Γιατί σκηνοθετείς τον εαυτό σου;
Είναι τρομακτικό. Το ξέρω (γελάει), αλλά μου αρέσει. Ήθελα πολύ καιρό να κάνω θεατρικό μονόλογο και να τον κάνω εντελώς δική μου υπόθεση. Έπεσα πάνω στο έργο του Will Eno, Thom Pain (based on nothing), μου έκανε κλικ και αφού το διάβασα 3-4 φορές για να το κατανοήσω, πήρα το ρίσκο.
Παίρνεις και το ρίσκο του να έρθει ο κόσμος, να πεις το αστείο και να μην γελάσει κανείς; Καθώς διαβάζω στο δελτίο της παράστασης ότι είναι «στα όρια της stand up comedy, γεμάτη χιούμορ, αυτοσαρκασμό, ανατροπές αλλά και πολύ πόνο».
Το παίρνω κι αυτό, φυσικά. Πω πω, φαντάζεσαι να συμβεί;
Πώς θα το αντιμετωπίσεις;
Με χάπια, ίσως; (γελάει). Θα είναι ένα χαστούκι στον εγωισμό μου.
Θέλω να σε ρωτήσω πώς θα ήθελες να νιώσει το κοινό, φεύγοντας από το θέατρο μόλις τελειώσει η παράσταση, αλλά θα το αφήσω για αργότερα. Νομίζω πρώτα πρέπει να μας συστήσεις το έργο και τον ήρωα.
Αρχικά, να σου πω ότι είναι ένα έργο που είχε παιχτεί μόνο μία φορά στην αθηναϊκή σκηνή, αν δεν κάνω λάθος, πριν από κάποια χρόνια, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης με τον Χάρη Γρηγορόπουλο, σε σκηνοθεσία της Αναστασίας Κουμίδου.
Το Ο Τίποτας (μία πονεμένη ιστορία), όπως μου αρέσει να το λέω, είναι ένα υπαρξιακό stand up comedy με μπεκετικά στοιχεία.
Ακούγεται κουλτουριάρικο.
Είναι αλήθεια (γελάει). Το θέμα της κουλτούρας έχει να κάνει με μία εμβάθυνση που βρίσκω εγώ πολύ γόνιμη και την οποία επιχειρεί ο ήρωας, που δεν έχει να διηγηθεί μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Τον βλέπουμε να βγάζει κάποια τραύματά του στη φόρα με χιούμορ, αυτοσαρκαστική διάθεση σαν να κάνει stand up comedy.
Αυτή η προσέγγιση μέσω της κωμωδίας, το να προσπαθούμε δηλαδή να πούμε κάποια πράγματα για τον εαυτό μας με αυτό τον τρόπο, είναι κάτι που μου ταιριάζει απόλυτα. Είναι ο τρόπος προσέγγισης της δικής μου ζωής, η φιλοσοφία μου σε σχέση με τη ζωή. Κάπου εκεί, βρήκα πολλά κοινά σημεία και ξεκίνησα να μπαίνω και να εμβαθύνω στο κείμενο και να το κατευθύνω σε λίγο πιο dark υπαρξιακά μονοπάτια, πάντα με αυτοσαρκασμό.
Αλλά μην τρομάξεις. Θα περάσουμε καλά. Θα γελάσουμε. Με αυτό το σκεπτικό, ξεκινάμε και πάμε.
Αν δεν κάνω λάθος στο βιβλίο Ο Τίποτας έχει όνομα.
Ναι, είναι ο Thom Pain. Ένας looser, όχι επειδή του τα έφερε έτσι η ζωή, αλλά επειδή ο ίδιος έχει επιλέξει να βλέπει έτσι τον εαυτό του. Είναι ένας ματαιωμένος χαρακτήρας, ένας άνθρωπος που βιώνει μία παραίτηση και τον συναντάμε σε ένα πολύ οριακό σημείο της ζωής του, το οποίο είναι γενικό και αόριστο. Ήθελα ό,τι τον χαρακτηρίζει γενικότερα να είναι generic, ώστε να είναι ένας από εμάς. Γι’ αυτό και στην παράσταση επέλεξα να μην έχει όνομα.
Πρόθεσή μου δηλαδή δεν είναι να περιγράψω έναν θεατρικό χαρακτήρα που να μας διηγείται τι γίνεται στη ζωή του, αλλά αυτό που περιγράφω να περιλαμβάνει όλο τον κόσμο. Να βρίσκει ο καθένας κάτι δικό του μέσα στον Τίποτα, όταν τον βλέπει να βγάζει τα τραύματά του στη φόρα. Αυτά τα τραύματα να είναι κοινά. Εξάλλου, όλοι ζούμε με τα τραύματα και τις πληγές μας. Αντί να τα αποδεχθούμε, να τα κουβαλήσουμε και να προχωρήσουμε μαζί με αυτά, εθελοτυφλούμε, κάνουμε σαν να μην υπάρχουν για να μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς αυτά.
Το έχεις καταφέρει; Να αποδεχθείς ότι τα τραύματα σου είναι υπαρκτά και να πορευτείς μαζί τους;
Μου κάνεις πλάκα; Τι τα δίνουμε τα 50ρικα στην ψυχοθεραπεία; Προφανώς, και όχι. Προσπαθώ όμως. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς μόνιμη προσπάθεια να καταφέρεις κάτι και το λέω με μία ανακουφιστική διάθεση αυτό. Το βλέπουμε να συμβαίνει και στην παράσταση. Το θέμα είναι πώς θα κοιτάξεις τελικά τη ζωή.
Έχει κάποια κομμάτια το έργο που τα συνδέω με τις φιλοσοφικές σκέψεις του Μάρκου Αυρηλίου και του Επίκουρου σε σχέση με τη ζωή και την ανυπαρξία. Για παράδειγμα, ο Επίκουρος λέει ότι είμαστε μία λάμψη ανάμεσα σε δύο αιώνια σκοτάδια. Αυτή η φράση έχει πολύ μεγάλη σημασία πώς θα τη δεις. Μπορεί να σου προκαλέσει τρόμο, ματαιότητα, μηδενισμό. Μπορεί όμως και ανακούφιση. Εγώ είμαι στη διαδρομή να μου προκαλέσει ανακούφιση.
Καταλαβαίνω ότι κάνεις ενδοσκόπηση και μέσω της δουλειάς σου.
Μερικές φορές παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε.
Και η οποία ξεκίνησε, όχι με τον Τίποτα που παρουσιάζεις τώρα, αλλά με το Tokakis ή What’s My Name.
Ένιωσα την ανάγκη τότε να πω στο κοινό ποιος είμαι. Να μιλήσω για πράγματα που μου έχουν συμβεί. Να μιλήσω για την αναζήτηση της επιτυχίας, το τι σημαίνει επιτυχία, μία λέξη που μας τη φοράνε κοινωνικά και οικογενειακά, καθώς συνειδητοποίησα ότι κουβαλούσα μέσα μου για χρόνια το «εγώ πρέπει να αποδείξω κάτι για να συνεχίσω».
Μέσα λοιπόν από την ταινία αισθάνομαι ότι εξέθεσα αυτό το κομμάτι του εαυτού μου. Βλέπουμε τον ήρωα να συνειδητοποιεί ότι δεν χρειάζεται να είναι κάποιος, να γίνει κάποιος, να έχει κάποια μεγάλη επιτυχία γενικά στη ζωή του για να μπορεί να υπάρξει.
Και πού κατέληξες τελικά; Τι είναι για σένα επιτυχία;
Το ότι έχω καταφέρει να κάνω λιγότερες εκπτώσεις σε αυτά που θέλω.
Τον Τίποτα τον απασχολεί η επιτυχία;
Η ευτυχία, την οποία επίσης μας φοράνε. Στο μυαλό μου, αλλάζει πάρα πολύ σαν έννοια. Δεν μπορώ να τη δω μακροχρόνια. Τη βρίσκω σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα, μπορεί και σε δευτερόλεπτα μέσα στην καθημερινότητά μου. Δεν έχει να κάνει με το να φαντάζομαι ταξίδια, χρήματα και ρόλους, τα οποία βέβαια καλοδεχούμενα να έρθουν, αν έρθουν. Πρέπει να είμαστε happy με αυτά που έχουμε. Ό,τι μας βρίσκεται εκείνη τη στιγμή. Στο σουβλάκι που κρατάω στα χέρια μου; Ναι, έχω ένα σουβλάκι και είμαι τέλεια.
(Κάνει ότι κρατάει το σουβλάκι στα χέρια του και ότι το δαγκώνει)
Είχες πάντα έφεση στην κωμωδία;
Ναι, γιατί εκεί απ’ ότι καταλαβαίνω τώρα έβρισκα μία ταυτότητα να μπορώ να υπάρχω και να συνυπάρχω. Όταν ήμουν μικρός, έλεγα ανέκδοτα όλη την ώρα. Ήθελα να κάνω τους άλλους να γελάνε. Ήταν σαν να φορούσα ένα προσωπείο μέσα από το οποίο έκανα τους άλλους χαρούμενους και τους ικανοποιούσα κι αυτό με έκανε και μένα χαρούμενο.
Με τα χρόνια, το χιούμορ μου μεταλλάχθηκε. Έγινε πιο αυτοσαρκαστικό, φλεγματικό, βρετανικό, που δυστυχώς δεν βρίσκει και πολύ χώρο στην Ελλάδα, και ακολούθησα την κωμωδία ως είδος. Με έπιασε όμως κάποια στιγμή η τρέλα να γίνω δραματικός ηθοποιός για να είμαι και καλά πιο σοβαρός και όλες αυτές οι χαζομάρες. Μέχρι που κατάλαβα ότι δεν υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο, η κωμωδία χωρίς το δράμα, οπότε έμεινα ασόβαρος.
Σε είχε πιάσει και η τρέλα να πετάξεις από πάνω σου την ταύτιση με τον τηλεοπτικό σου ρόλο στη σειρά του Mega, 50-50 και στην οποία αναφέρεσαι και στο Tokakis ή What’s My Name. Ότι δηλαδή ο κόσμος σε φωνάζει ακόμα στον δρόμο Αχιλλέα, με τους περισσότερους να αγνοούν τη διαδρομή σου που μετράει θεατρικές συνεργασίες με τους Θωμά Μοσχόπουλο, Λευτέρη Βογιατζή, Γιάννη Χουβαρδά, μεταξύ πολλών άλλων και κινηματογραφικές, όπως στην Ευτυχία του Άγγελου Φραντζή και στο Ενήλικες στο Δωμάτιο του Κώστα Γαβρά.
Αυτό είναι αλήθεια. Έχουν περάσει 18 χρόνια και ακόμα δεν έχω ξεκολλήσει στο μυαλό του κόσμου από το 50-50. Το βλέπω πολύ πηγαίνοντας στην επαρχία και δεν το λέω για κακό. Είναι λογικό να συμβαίνει, αλλά ναι, η τρέλα να απελευθερωθώ από τον ρόλο με έπιασε. Πέρασα από διάφορα στάδια μέχρι να καταφέρω να συμφιλιωθώ. Ήμουν και πιο νέος και φιλόδοξος και ήταν αρκετά πιο δύσκολο.
Και τελικά;
Τελικά, κατάλαβα ότι δεν έχει καμία σημασία, γι’ αυτό και το έβαλα και στην ταινία. Πλέον, το αντιμετωπίζω με χιούμορ, κάνω πλάκα.
Στην τηλεόραση πώς και δεν σε βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, που η ελληνική μυθοπλασία γνωρίζει πρωτόγνωρη άνθιση; Και εννοώ με έναν ολοκληρωμένο ρόλο που να τρέχει σε μία ολόκληρη σεζόν, γιατί γκεστ εμφανίσεις και μικρούς ρόλους έχεις κάνει: Ψέμματα, Γέφυρα, Έτερος Εγώ και προσεχώς, στις 17 Κλωστές του Σωτήρη Τσαφούλια.
Με τρομάζει να μπω στη διαδικασία των πολλών επεισοδίων. Δεν μπορώ να συνηθίσω αυτό τον καταιγιστικό τρόπο δουλειάς.
Μα δεν σου είναι κάτι γνώριμο ήδη από την εποχή του 50-50;
Καμία σχέση. Τότε, ήταν 30 επεισόδια τη σεζόν, τώρα, μιλάμε για 60 επεισόδια στη μισή σεζόν. Μιλάμε για άλλη πίστα.
Τι άλλο έχεις στα σκαριά για φέτος;
Έπαιξα σε δύο ταινίες που παρουσιάστηκαν πριν λίγο καιρό στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τον Ραψωδό του Nikolai Hamel και Τα μικρά πράγματα που πήγαν λάθος του Χάρη Βαφειάδη και θα καταθέσω τη δεύτερη μικρού μήκους ταινία μου.
Μπορείς να μας αποκαλύψεις κάποια πράγματα;
Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι διαδραματίζεται στα 90s σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο, πρωταγωνιστεί ένα παιδάκι και απευθύνεται σε ενήλικο κοινό.
Είναι αυτοαναφορική όπως η πρώτη σου μικρού μήκους;
Όχι με άμεσο τρόπο. Αυτό που θέλω να κάνω εδώ είναι να ψάξω τα όρια του χιούμορ, να αναζητήσω το άβολο που υπάρχει μέσα του και να το κατευθύνω στα άκρα.
Το χιούμορ θα έλεγες ότι σε σώζει;
Το χιούμορ με ανακουφίζει. Τον καθένα πιστεύω ανακουφίζει. Είναι στη φύση μας. Είναι σωματική αντίδραση. Ακόμα και όταν υποτίθεται ότι είναι απαγορευτικό να κάνουμε χιούμορ και να γελάσουμε, όπως σε μία κηδεία για παράδειγμα, συμβαίνει, το κάνουμε.
Με ενοχλεί που το χιούμορ και την κωμωδία τα έχουμε στο μυαλό μας ως κάτι ελαφρύ.
Γενικά, είναι παρεξηγημένο είδος η κωμωδία και όχι μόνο στο θέατρο.
Μπορεί να κάνεις μία παράσταση που θα δείχνεις τον ποπό σου και θα βρίζεις και θα γελάει ο κόσμος. Ναι, υπάρχει και αυτό το χιούμορ και δεν το απορρίπτω. Γιατί από εκεί ξεκίνησαν όλα, ο Αριστοφάνης και η Commedia dell’arte.
Από εκεί και πέρα, με ενοχλεί που στη συνείδησή μας και του ηθοποιού και του κοινού υπάρχει το εξής: ότι μέσα από την κωμωδία δεν μπορούμε να πούμε πολλά. Κι εδώ ξεκινάει το σφάλμα. Συμβαίνει στη χώρα μας, συμβαίνει και στο εξωτερικό. Το βλέπουμε στο θέατρο, αλλά και στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Είναι υποτιμημένο είδος η κωμωδία. Δεν είναι τυχαίο ότι σπάνια θα βραβευτεί με το πρώτο βραβείο στα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ μία κωμωδία. Γι’ αυτό και πανηγύρισα φέτος που ο Χρυσός Φοίνικας των Καννών πήγε στο Triangle of Sadness, μία σατιρική μαύρη κωμωδία με σκοτεινό χιούμορ.
Stand up comedy θα έκανες; Καθαρόαιμο stand up, γιατί Ο Τίποτας είναι, όπως λες και εσύ, «μία παράσταση στα όρια».
Κάποια στιγμή ναι, το θέλω πολύ. Το πηγαίνω όμως σιγά-σιγά. Είναι η απόλυτη έκθεση του ηθοποιού, αλλά και του ανθρώπου πίσω από τον ηθοποιό. Σαν να μπαίνεις σε μία αρένα έτοιμος να επιτύχεις και να αποθεωθείς ή να αποτύχεις και να σε φάνε τα θηρία. Τρομακτικό όλο αυτό, ίσως γι’ αυτό και το κυνηγάω.
Ποιος εκπρόσωπος του είδους είναι πιο κοντά σε σένα;
Ο Ricky Gervais. Όταν είχα δει το βρετανικό The Office (σ.σ. σειρά του BBC που έτρεξε από το 2001 μέχρι και το 2003), πριν καν μπω στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, άλλαξε τον τρόπο σκέψης μου όσον αφορά το χιούμορ. Με συντάραξε πάρα πολύ ο αυτοσαρκασμός της τοξικότητας και της πολιτικής ορθότητας. Από εκείνο το σημείο και μετά, δηλώνω βρετανόφιλος στο χιούμορ.
Το ξέρεις ότι ξέχασα να σε ρωτήσω πώς θα ήθελες να νιώσει το κοινό μετά την παράσταση.
Πώς θέλω να νιώσει ε; Αυτός ο άνθρωπος, ο Τίποτας φωνάζει για βοήθεια. Το κάνει με άκομψο τρόπο, αλλά το κάνει. Ζητά τη βοήθεια του κόσμου, ζητάει το μαζί, να ενωθεί με το κοινό. Θα το ήθελα αυτό.
Θα ήθελα επίσης να υπάρξει εσωτερική σύγκρουση στον θεατή. Να μην ξέρει, βλέποντας αυτό που βλέπει, αν θα πρέπει να γελάσει ή να κλάψει, αλλά όλο αυτό θέλω να καταλήξει σε μία αχτίδα αισιοδοξίας, όχι λύτρωσης, που θα τη δούμε παρέα. Σε καμία περίπτωση όμως σε ματαιότητα. Δεν πιστεύω ούτως ή άλλως ότι η ενδοσκόπηση έχει σκοπό να μας φτάσει σε ένα σημείο ματαιότητας.
Κλαις πιο εύκολα ή γελάς πιο εύκολα;
Κλαίω πιο εύκολα, αν και νομίζουν ότι γελάω πιο εύκολα, γιατί αυτό τους δείχνω.
***
Ο Τίποτας (μία πονεμένη ιστορία)
Μετάφραση: Τζούλια Διαμαντοπούλου
Σκηνοθεσία-Ερμηνεία: Θάνος Τοκάκης
Συνεργάτης σκηνοθέτης: Βασίλης Μαγουλιώτης
Σκηνογράφος-Ενδυματολόγος: Εύα Γουλάκου
Σχεδιασμός φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας
Βοηθός σκηνοθέτη: Νίκος Ιατρού, Μαργαρίτα Αλεξιάδη
Info: από 8 Δεκεμβρίου στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου Νέου Κόσμου. Κάθε Παρασκευή στις 21.15, Σάββατο στις 21.00, Κυριακή στις 19.00. Προπώληση εδώ.