© Άσπα Κουλύρα
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Οι Νεκροτσουλήθρα είναι το αθηναϊκό brat

Hyperpop, καγκουριά και ρέιβ ξεσάλωμα. Ο Γιώργος και ο Leo ποδοπατούν κάθε είδους δηθενιά και φέρνουν φρέσκο αθηναϊκό pop-trash που σαρώνει. Μας μίλησαν λίγο πριν το live με τον Δημήτρη Κοργιαλά (!) στο Gagarin 205.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΣΠΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

Τα live τους προκαλούν δονήσεις μεγατόνων, έχοντας κάνει όλη την πόλη να μιλά για το αιρετικό καλλιτεχνικό ντουέτο που ακούει στο –ακόμη πιο αιρετικό– όνομα Νεκροτσουλήθρα.

Η αισθητική τους είναι χαρακτηριστική. Ο ένας με γυαλί τύπου Balenciaga και στυλ κλασικού Αθηναίου κάγκουρα, ο άλλος με μπαλακλάβα πίσω από το keyboard, πάντα έτοιμοι να οδηγήσουν το κοινό σε ένα διονυσιακό ξεσάλωμα που όμοιό του έχει να ζήσει από όταν ήταν φοιτητής. Το εργαλείο τους είναι όλη η ενέργεια της pop-trash που εκπέμπουν στη μουσική τους με τραγούδια τα οποία έχουν εξελιχθεί σε μικρούς αθηναϊκούς ύμνους, όπως το Θανάτω Θάνατο Πατήσια, το Κακό Ταξίδι με το κλιπ «πάνω στην πάπια του Μήτσου».

Καταλαβαίνεις από τα πρώτα λεπτά ότι έσκασε κομήτης. Μαζί τους, ανεβαίνουν πάντα στη σκηνή διάφοροι φίλοι και γνωστοί, με κουκούλες, σημαίες, σφυρίχτρες και κάθε είδους πιθανά props, χοροπηδώντας σαν τρελοί και καθιστώντας σαφές μέχρι και στο τελευταίο άτομο που βρίσκεται στον χώρο ότι αυτή δεν είναι απλώς ακόμη μία συναυλία που θα κουνάς βαρετά, πάνω-κάτω το κεφάλι σου. Θα ξεβιδωθείς, θα ιδρώσεις και όταν τελικά φύγεις, θα μυρίζουν μπίρα τα ρούχα σου, απορώντας από πού στο καλό έσκασαν αυτές οι δύο ατομάρες και γιατί έλειπαν από τη ζωή σου.

Οι Νεκροτσουλήθρα δεν έσκασαν από το πουθενά, όμως. Ο Γιώργος (ο εμπνευστής του πρότζεκτ και εκείνος που γράφει στίχους και μουσική) και ο Λεωνίδας (που κάνει τις παραγωγές) αποτελούν κομμάτι της underground μουσικής σκηνής τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, έχοντας περάσει από διάφορες μπάντες κυρίως στον πεδίο της πανκ. Nurse of War. Fold the Nuts. Markora’s Syndrome, Φαλκονέρα, The Overjoyed είναι μερικά παραδείγματα. Έχουν στηρίξει με τη συμμετοχή τους αμέτρητα live οικονομικής ενίσχυσης σε ανεξάρτητους χώρους και καταλήψεις, έχουν γαλουχηθεί για χρόνια στο DIY, και ξαφνικά μετά την πανδημία, ένα πρότζεκτ το οποίο είχε αρχίσει με μηδέν προσδοκίες, πολύ χαλαρά και κάπως για πλάκα, τους έκανε γνωστούς.

Μετά το EP Ντύσου Αιχμηρά, η hyperpop εξαλοσύνη των Νεκροτσουλήθρα έγινε το thing. Ήταν ένα απ’ τα μεγάλα ονόματα του New Long Fest το καλοκαίρι, υπέγραψαν στην Blue Dot Music, συνέθεσαν τη μουσική για την παράσταση Μαύρη μαγεία ή Άσε τους Νεκρούς να πεθάνουν (ως 19/11 στο Θέατρο Μπέλλος), ενώ τώρα βρίσκονται λίγα εικοσιτετράωρα μακριά από τη συναυλία στο μεγαλύτερο venue που έχουν παίξει ποτέ, στη σκηνή του Gagarin 205, για μία double-bill συναυλία με το ίσως πιο ταιριαστό όνομα που θα μπορούσαν να βρουν εκεί έξω – τον Δημήτρη Κοργιαλά (προπώληση εδώ).

Ακόμη μία αφορμή, δηλαδή, για μερικές ερωτήσεις. Σημείωση: Τις απαντήσεις δίνει κατά βάση ο Γιώργος, που είναι ουσιαστικά ο πυρήνας του πρότζεκτ.

«Το να γράψεις κάτι το οποίο είναι απλό και μεταφέρει ένα μήνυμα straightforward, χωρίς πολλά-πολλά, είναι στην ουσία το ίδιο ταλαιπωρία με το να γράψεις τζαζ».

Από το μηδέν ως το δέκα, πόσο brat δηλώνουν οι Νεκροτσουλήθρα;

Όντως είμαστε brat. Από την άποψη ότι είμαστε hyperpop – και στην τελική θα μας ενδιέφερε πολύ παραπάνω να συγκρίνονται οι Νεκροτσουλήθρα με artists όπως η Charli XCX παρά με τον Μπίγαλη (τον οποίον κατά τα άλλα εκτιμάμε). Πολλοί σκαλώνουν ότι είναι μόνο 90s νοσταλγία αυτό που κάνουμε, ενώ δύο-τρία κομμάτια έχουν αυτό το ύφος, απλά ήταν εκείνα που μας έκαναν να ακουστούμε σε πιο πολύ κόσμο. Επίσης, είμαστε brat επειδή δεν έχουμε το υφάκι κλασικού «ταπεινού» μουσικού σε μπάντα, που λέει ότι κάνει μουσική για να εκφράσει τον «ενδόμυχο εαυτό του» και το «είναι του». Όχι, κάνουμε μουσική για να πάει τάπα, μέχρι να μας ξέρει και ο περιπτεράς που θα σταματήσουμε στον δρόμο να πάρουμε μπίρες.

Έχει σχέση αυτό με το κόμπλεξ εμπορικότητας που παίζει στην underground μουσική σκηνή;

Ναι, ακριβώς. Υπάρχει ένα μπέρδεμα γενικότερα και πολλοί θεωρούν ότι το πιο ψαγμένο είναι αναγκαστικά και πιο ποιοτικό. Ενώ μερικά πράγματα τα οποία είναι mainstream, υπάρχει λόγος που πέτυχαν. Το να γράψεις κάτι το οποίο είναι απλό και μεταφέρει ένα μήνυμα straightforward, χωρίς πολλά-πολλά, είναι στην ουσία το ίδιο ταλαιπωρία με το να γράψεις τζαζ. Απλώς, είναι εύκολο να χλευάσεις κάτι πιο ποπ, επειδή φωσφορίζει. Είναι εύκολος στόχος.

Σας έχει κουράσει κάποια αισθητική;

Οποιαδήποτε τάχα μου δήθεν μπάντα ή σόλο πρότζεκτ δεν-ξέρω-τι που παίρνει πολύ σοβαρά τον εαυτό του. Αυτό που πάει να αρχίσει το live και ο άλλος παίρνει ύφος χιλίων καρδιναλίων πριν γδάρει την κιθάρα του, ότι εδώ κάνουμε τέχνη. Και από κάτω το κοινό, τέρμα σοβαρό, κάνει ότι γουστάρει, αλλά στα αλήθεια βαριέται οικτρά και το υπομένει για χάρη των γύρω. Περιμένει να τελειώσει, να πάει σπίτι να ακούσει κάτι πιο fun.

Και γιατί πάει τότε;

Έλα μου ντε. Προφανώς είναι βαθύτερο το πρόβλημα και έχει να κάνει με τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό το οποίο σου αρέσει πραγματικά και αυτό που θες να δείχνεις ότι σου αρέσει. Το πρόβλημα στη νυχτερινή Αθήνα, για μένα, είναι πως ο κόσμος άλλα ακούει σπίτι του και άλλα ακούει έξω, οπότε στο τέλος της ημέρας δεν περνάει κανείς καλά.

«Αυτοί που ανεβαίνουν κάθε φορά στο stage και κάνουν τρέλες στα live μας, είναι όλοι φίλοι, κολλητοί, γείτονες, παιδιά με τα οποία γνωριζόμαστε πολλά χρόνια».

Το ακριβώς ανάποδο από τα δικά σας live, πρέπει να πούμε. Από πού προκύπτει τόση ενέργεια;

Ουσιαστικά, αυτό που βλέπει ο κόσμος είναι το vibe της κανονικής μας παρέας, αφιλτράριστο. Δεν είναι κάποιο crew που στελεχώνεται όπως π.χ. κάνουν οι trap artists στα βίντεοκλιπ με τους φουσκωτούς. Όλα τα παιδιά είναι φίλοι, κολλητοί, γείτονες, άτομα με τα οποία γνωριζόμαστε πάνω από δέκα χρόνια, έχουμε κάνει τουρ μαζί, αμέτρητα μεθύσια, ξεφτιλίκια, τα πάντα. Ο ίδιος πανζουρλισμός με τα ίδια άτομα συμβαίνει π.χ. στο στούντιο, όταν τελειώνουμε την ηχογράφηση και τους λέμε να περάσουν να αράξουμε.

Στην κανονική ζωή είστε αντίστοιχα ανέμελοι, δηλαδή;

Ούτε καν. Σε ατομικό επίπεδο, δεν υπάρχει καθόλου ανεμελιά και χαβαλές. Είμαστε όλοι περίεργοι, προβληματικοί, ο καθένας με τις darkίλες του. Μάλλον ακούγεται κλισέ, αλλά δεν είναι κανείς μας καλά. Βέβαια, το να είναι κάποιος τελείως καλά σήμερα δεν γίνεται, εκτός μόνο, δεν ξέρω, εάν είσαι φραγκάτος, επηρμένος ή τελείως κάγκουρας και σε νοιάζει απλά να κερδίσει η ομάδα σου και να μπαίνει ο μισθός. Άμα βλέπεις σφαιρικά τι συμβαίνει τόσο στην πόλη σου όσο και στο ευρύτερο χάρτη, έχεις πολλούς λόγους να φρικάρεις.

Εσάς τι σας έχει φρικάρει περισσότερο τελευταία;

Η αδιανόητη αιματοχυσία στην Παλαιστίνη.

Στα 90s ήταν καλύτερα τα πράγματα, πιστεύετε, ή εμείς τα έχουμε εξιδανικεύσει μέσα από το trash;

Ούτε κατά διάνοια δεν ήταν καλύτερα. Πολύ κόσμος ξεχνάει ότι στα χρόνια της κρίσης λουστήκαμε την εποχή των παχιών αγελάδων του ΠΑΣΟΚ. Αλλά σε μουσικό επίπεδο, όλα τα ερεθίσματα από τις mainstream κυκλοφορίες εκείνης της εποχής χαράχτηκαν μέσα μου. Οι ήχοι στα πλήκτρα, οι dancy μελωδίες, όλο το eurodance πράγμα που σήμερα επιστρέφει στη μόδα. Λίγο οριακά λόγω ηλικίας [σ.σ. και τα δύο μέλη είναι σήμερα γύρω στα 30], αλλά την πέτυχα αυτή τη φάση ως παιδί, στο σχολείο. Από τη μία, οι μπουζουκόβιοι και απ’ την άλλη οι ρέηβερς που το έψαχναν παραπάνω και ακούγαν psychedelic.

Πού μεγαλώσατε; Για δώστε ένα snapshot από την εφηβεία σας.

Λεωνίδας: Εγώ μεγάλωσα Νέα Σμύρνη και μετά κέντρο. Θέλεις εμένα πιτσιρικά; Φαντάσου αφάνα, κολλημένος με Age of Mythology και Age of Empires, και παράλληλα να μαθαίνω στο πιάνο Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Μέχρι που ανακάλυψα το πανκ και κατάλαβα ότι θέλω να γίνω μουσικός.

Γιώργος: Και εγώ κέντρο. Παγκράτι, πλατεία Πλαστήρα. Από μικρός θυμάμαι είχα φάει σκάλωμα με την ποπ μουσική. Είχα πει στη μάνα μου ότι όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω τραγουδιστής σαν τον Σάκη Ρουβά. Ήταν το idol των παιδικών μου χρόνων. Σκέψου, το πρώτο CD που αγόρασα ήταν το Τον Χρόνο Σταματάω με «Το κορίτσι Εκείνο». Αλλά μετά γνώρισα το πανκ.

Τον Κοργιαλά με τον οποίον έχετε τη συναυλία τώρα στο Gagarin, πώς τον θυμάσαι πιτσιρικάς;

Εννοείται ότι γούσταρα πάρα πολύ. Άκουγα τότε HIM και στα αυτιά μου ήταν μια ελληνική απάντηση στο electro pop, που είχε αξία. Ήταν new wave.

Πιο diy στιγμή από την πορεία σας μέχρι τους Νεκροτσουλήθρα;

Το 2017, όταν ηχογραφήσαμε όλο το πρώτο EP των Markora’s Syndrome [σ.σ. προ-Nurse of War γκρουπ με ανάλογο νεκρο-χιούμορ αλλά σε ελληνόφωνο πανκ] με ένα iPhone 4 και το ανέβασα χωρίς μείξη. Και μετά στον πρώτο EP των Nurse of War που γράφαμε στο δωμάτιο με κλειστή την πόρτα και τη μάνα μου να μαγειρεύει στην κουζίνα.

Πώς φτάνουμε στους Νεκροτσουλήθρα; Ξεκίνησε σαν ένα side πρότζεκτ, έτσι δεν είναι;

Οι Νεκροτσουλήθρα ήρθαν το 2016-2017 όχι απλώς σαν side πρότζεκτ, αλλά σαν side του side. Είχαμε τους Nurse of War, παράλληλα φτιάξαμε τους Φαλκονέρα με πιο σκληρό ήχο και μετά ήρθαν οι Νεκροτσουλήθρα. Τελείως τριτοτέταρτο (γέλια). Ξεκίνησε κάπως στην πλάκα, από την άποψη ότι δεν υπήρχε καμία συνέπεια στις κυκλοφορίες. Στην πρώτη φάση, έβγαζα περίπου ένα κομμάτι τον χρόνο, έτσι για χαβαλέ. Και χρόνο με τον χρόνο, πλάκα στην πλάκα, δημιουργήθηκε μια ταυτότητα που είδαμε ότι είχε απήχηση και νόημα να εξελίξουμε.

«Αυτή τη στιγμή, με το στυλ Νεκροτσουλήθρα δεν μπορεί να με πάρει τοις μετρητοίς το 90% της μουσικής σκηνής και του κόσμου γενικότερα».

Ξεκίνησε κάπως σαν τρολιά, δηλαδή;

Ξέρεις τι; Από πολύ κόσμο που δεν ακούει αυτή τη μουσική, θεωρούνταν και μάλλον συνεχίζουν να θεωρούνται τρολιά οι Νεκροτσουλήθρα. Αλλά εγώ τα εννοώ όλα στο 100%, είναι όντως η αισθητική μου. Δεν ακούω trash μόνο όταν έχω πιει. Τώρα που ερχόμουν π.χ. στο μετρό ήταν εξίσου πιθανό να βάλω στο Spotify γερμανικό τραπ όπως Soho Bani όσο και Λεμπέση. Ακόμη και όταν έπαιζα πανκ τις εποχές προ Νεκροτσουλήθρα, ήταν γνωστό ότι γούσταρα λαϊκοπόπ. Ήμουν ο man που θα έπαιρναν τηλέφωνο να ρωτήσουν ποιο είναι το κομμάτι π.χ. που λέει «θέλω να τα πιω». Είχα την απάντηση.

Γιατί πιστεύεις ότι έπιασαν τόσο πολύ οι Νεκροτσουλήθρα;

Υπάρχουν δύο πράγματα που μπορώ να απαντήσω – το ένα κάπως πιο cheesy και το άλλο πιο ορθολογιστικό. Η λογική εξήγηση λέει ότι αυτός ο 00s ήχος και η φάση trash-pop παρτάρα ζει μια νέα άνθηση τα τελευταία χρόνια. Το άλλο είναι πως αυτή είναι η αλήθεια μου, από πάντα τέτοια μουσική ήθελα να γράφω και να παίζω. Για να καταλάβεις, όταν ήμασταν σε πρόβα με τους Nurse και κάναμε διάλειμμα, θα έπαιζα στην κιθάρα το riff-άκι το ξεφτιλισμένο. Αυτός είμαι, τι να κάνουμε τώρα; Δεν ντύνομαι έτσι, είμαι έτσι. Και μάλλον ισχύει τελικά ότι αν δώσεις την αλήθεια σου στον κόσμο, θα φέρει αποτέλεσμα. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και τίμημα.

Ποιο είναι το τίμημα που λες;

Ότι εκτίθεσαι και είναι πιο εύκολο να υποστείς χλευασμό. Αυτή τη στιγμή, με το στυλ Νεκροτσουλήθρα δεν μπορεί να με πάρει τοις μετρητοίς το 90% της μουσικής σκηνής και του κόσμου γενικότερα. Ακόμη και αδελφικοί φίλοι, με έχουν στο μυαλό τους σαν τον μουρλό, παλαβιάρη που κάνει τρέλες. Γελάω, αλλά έχει και πόνο αυτό, γιατί δεν υπάρχει καθόλου η αίσθηση του ανήκειν στο τέλος της ημέρας. Για μια εκλεπτυσμένη μουσική παρέα είμαι trashy βλακεία και κάγκουρας, ενώ από την άλλη άμα πάω Μπουρνάζι, δεν κάνω, επειδή έχω ασχοληθεί παραπάνω ώρες με την τέχνη απ’ ό,τι θα έπρεπε. Για τους κάγκουρας, είμαι χιπστεράς, ενώ για τα πανκιά και τους ροκάδες, κάγκουρας.

«Το κέντρο της Αθήνας έχει εξελιχθεί σε ένα πείραμα συμβίωσης, που είναι άγνωστο πού θα καταλήξει. Είναι σαν ένα τεράστιο terrarium από αυτά που κάνουν YouTubers, παρουσιάζοντας κάθε τόσο ποιο έντομο έφαγε ποιο».

ΟΚ όλα αυτά, σε ένα οικογενειακό τραπέζι, σε μία θεία σου, πώς εξηγείς τη φάση Νεκροτσουλήθρα;

Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζω όχι μόνο στα οικογενειακά τραπέζια, αλλά σε κάθε νέα γνωριμία με φίλο ή φίλη. Ίσως φταίει και το όνομα που δημιουργεί από μόνο του high expectations. Συνήθως, λέω ότι παίζουμε ελληνικό ποπ με πολλά παρακλάδια και ότι στα live προσπαθούμε να έχουμε μια πιο γηπεδική και αληθινά ρέιβ ατμόσφαιρα, με την έννοια ο κόσμος που έρχεται να ξεδίνει και να γουστάρει πραγματικά.

Πιο ακραίο στιγμιότυπο που έχει συμβεί σε live;

Από τα πιο ωραία πράγματα που έχουμε ζήσει συνέβη στο τελευταίο live των Νεκροτσουλήθρα, στο Oddity, όταν στο «Κακό Ταξίδι», στο τέλος της συναυλίας, ανέβηκε στο stage όλος ο κόσμος και εμείς βρεθήκαμε κάπου στη μέση του πλήθους που χόρευε. Χάθηκε παντελώς το όριο ανάμεσα στο πού είναι η σκηνή και πού το κοινό. Σκέτη έκσταση, δεν περιγράφεται. Respect στο κοινό που δείχνει την αγάπη του.

Εμένα όλο αυτό μου θυμίζει πολύ έντονα εποχές φοιτητικές και λίγο «η πόλη μας ανήκει».

Αυτό ακριβώς θέλουμε στα live μας.

Υπάρχουν ακόμα περιθώρια, πιστεύετε, ή το κέντρο πλέον είναι μόνο φασαίοι, επενδυτές και digital nomads;

Είμαστε όλοι μαζί, το κέντρο της Αθήνας έχει εξελιχθεί σε ένα πείραμα συμβίωσης, που είναι άγνωστο πού θα καταλήξει. Είναι σαν ένα τεράστιο terrarium από αυτά που κάνουν YouTubers και βάζουν μέσα στη γυάλα π.χ. έναν βασιλικό σκορπιό, μια αράχνη, μια κάμπια κι ένα σκαθάρι, παρουσιάζοντας κάθε τόσο τα αποτελέσματα του πειράματος – ποιο έντομο έφαγε ποιο, ποια συμμάχησαν, σε ποια τέλειωσαν οι βιταμίνες και πέθαναν. Θεωρώ ότι βρισκόμαστε στην πιο αρρύθμιστη φάση που έχουμε υπάρξει. Τι μένει να κάνουμε; Μάλλον να το χαρούμε όσο το έχουμε, γιατί δεν θα το έχουμε για πολύ, τουλάχιστον όσο ελεύθερο το γνωρίζουμε.

Για να κλείσουμε ακόμη πιο ευχάριστα, να αφήσουμε ένα μήνυμα για το μέλλον: Ποιο γεγονός άμα ποτέ συμβεί θα σημαίνει το τέλος των Νεκροτσουλήθρα;

Άμα ποτέ αρχίσουμε να παίρνουμε τους εαυτούς μας στα σοβαρά.

***

Ευχαριστούμε το καφέ μπαρ Easy Peasy για τη φιλοξενία.

INFO
Nekrotsoulithra x Δημήτρης Κοργιαλάς
Gagarin 205
15 Νοεμβρίου
Προπώληση εισιτηρίων εδώ.