ΠΗΓΑ ΕΙΔΑ

Πώς είναι να βλέπεις παράσταση με πρωταγωνιστή ένα ρομπότ

Παρακολουθήσαμε την περφόρμανς Uncanny Valley της βραβευμένης θεατρικής ομάδας Rimini Protokoll, δοκιμάζοντας τα όρια που θεωρούμε ότι χωρίζουν τους ανθρώπους από τις μηχανές.

Μερικά λεπτά πριν ξεκινήσει η παράσταση, πηγαίνοντας προς την τουαλέτα, τον είδα με την άκρη του ματιού μου επάνω στη σκηνή του Rex, να περιμένει ακίνητος μέσα στο ημίφως. Δεν πήγε το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Από μακριά φαινόταν σαν ένας τυπικός μεσήλικας του δυτικού κόσμου που καθόταν σταυροπόδι. Τίποτα το ιδιαίτερο για να τραβήξει την προσοχή. Εντωμεταξύ, κάτω από το λαμπερή επιδερμίδα του εκείνος έκρυβε μηχανικά εξαρτήματα και πλεξούδες από καλώδια για να ρέουν τα βολτ που έχει ανάγκη όπως εμείς το οξυγόνο. Θα αποκάλυπτε την ύπαρξή τους δήθεν τυχαία σε ένα απ’ τα πιο ανατριχιαστικά σημεία της περφόρμανς, όταν θα έστρεφε το κεφάλι του με φυσικότητα προς τα δεξιά.

«Πώς αισθάνεσαι τώρα που με βλέπεις στη σκηνή», θα ρωτούσε αμέσως μετά.

Υπάρχει ένας όρος ο οποίος είχε εφευρεθεί από επιστήμονες ρομποτικής στην Ιαπωνία, πολύ πριν φτάσουμε να δούμε τα εργαλεία Τεχνητής Νοημοσύνης να αποκτούν δυνατότητες εξωπραγματικά ανθρώπινες: Uncanny Valley, κάτι που θα αποδίδαμε σε ελεύθερη μετάφραση ως κοιλάδα του ανοίκειου. Ο όρος αναφέρεται στο εφέ που αισθανόμαστε όταν συνδεόμαστε σε ψυχολογικό επίπεδο με ένα άψυχο αντικείμενο επειδή φέρει ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα παραξενευόμαστε από αυτή την αυθόρμητη οικειότητα που μας προκλήθηκε.

Προκειμένου να προκαλέσει αυτή την αναμέτρηση στο ασφαλές πλαίσιο της θεατρικής συνθήκης, η βραβευμένη ομάδα Rimini Protokoll συνεργάστηκε με τον Γερμανό θεατρικό συγγραφέα Thomas Melle και εκείνος δέχθηκε να κατασκευαστεί το πιστό του αντίγραφο, ένα animatronic μοντέλο ακριβώς με την εμφάνιση και τη φωνή του, για να είναι ο πρωταγωνιστής ενός μονόλογου, τον οποίον είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στην Αθήνα στο πλαίσιο του φετινού ADAF. Μία «ομιλία για την αστάθεια, είτε, όπως μου αρέσει να λέω, για την υπερπήδηση του εμποδίου της κοιλάδας του ανοίκειου», ανέφερε το προγραμματισμένο ανδροειδές.

Μέσα στα εξήντα λεπτά που διήρκησε το έργο, έπιανες πολλές φορές τον εαυτό σου να απορεί για το όριο ανάμεσα στο αντίγραφο και τον άνθρωπο που το είχε δημιουργήσει. Ποιο υποκείμενο εννοείται όταν ακούμε το «εγώ» από ένα μηχανικό κατασκεύασμα; Πώς αντιδρούμε όταν ακούμε μια ρομποτική φωνή να περιγράφει με πολύ ανθρώπινο τρόπο φοβίες, ανασφάλειες, συναισθήματα; Να κάνει χιούμορ και να κοροϊδεύει τις μηχανές προηγούμενης τεχνολογίας που είναι μαθημένες να εκτελούν συγκεκριμένα καθήκοντα, όπως ένας απλός θεατρικός προβολέας;

Κανένα από τα ερωτήματα αυτά δεν επιδέχεται εύκολη απάντηση όταν έχεις ενώπιόν σου μια ρέπλικα που στοχάζεται την ουσία των πραγμάτων και όχι την επιφάνεια, που στην περίπτωσή μας είναι καλυμμένη από μία hyper-realistic σιλικόνη.

Το αντίγραφο-πρωταγωνιστής φτιάχτηκε για να μεταφέρει τις σκέψεις και τις ανησυχίες του Thomas Melle, μια βολική λύση όπως μαθαίνουμε για τον ίδιο ώστε να εκφράσει τον ευάλωτο εαυτό του, προστατευμένος πίσω από ένα ρομπότ που είναι σε θέση να αναπαράγει ξανά και ξανά τα ίδια κείμενα χωρίς να χάνει σημείο στίξης. Με μικρές συσπάσεις να ακολουθούν τη ροή του λόγου του, το ρομπότ μεταφέρει το αδιέξοδο το οποίο ένιωθε για χρόνια ο Melle με τη διπολική διαταραχή και τη λύτρωση που ήρθε όταν τελικά την απέδωσε σε βιβλίο το 2016 (The World at My Back), την κούραση από τη συνεχή έκθεση σε κοινό και δημοσιογράφους, το αμείωτο άγχος μη διασυρθεί διαδικτυακά από μια λάθος κίνηση που θα γίνει viral.

Έχοντας ένα κείμενο άρτια δομημένο για να κρατά την προσοχή του θεατή ακόμη και με τον πρωταγωνιστή σταθερά καθισμένο στην καρέκλα του, το έργο ωθούσε στο να αναγνωρίζεις στο μυαλό σου τη ρέπλικα και τον δημιουργό σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αναθεωρώντας τα στεγανά για την ΤΝ και το τρομακτικό «άλλο» της τεχνολογίας. Στην τελική, ποιο είναι εκείνο το χαρακτηριστικό που διαχωρίζει αδιάσειστα τους ανθρώπους απ’ τις μηχανές, τους θεατές από το αντίγραφο του Thomas Melle που βρισκόταν επάνω στη σκηνή, κουνώντας μηχανικά τα χέρια του;

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι είναι πράγματα πολύ απτά κι αυταπόδεικτα από τη φυσιολογία του σώματος, όπως π.χ. η απαλότητα του δέρματος, αλλά ξεχνάμε ότι στην ουσία ο άνθρωπος δεν είναι παρά μία βιολογική μηχανή με τένοντες και σάρκα. Η τραγική ιστορία του Alan Turing, του «πατέρα» των υπολογιστών, που ξεδιπλώθηκε παράλληλα στο έργο, είναι πολύ χαρακτηριστική: ένας πανέξυπνος οραματιστής που μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου υποβλήθηκε σε «θεραπεία συμμόρφωσης» για την ομοφυλοφιλία του και οι χημικές ουσίες κατέβαλαν τον ψυχισμό του ώσπου αυτοκτόνησε.

Κάποιος άλλος θα έλεγε ότι είναι οι αναμνήσεις μας που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε, χωρίς βέβαια να υπολογίζει ότι αυτές δεν είναι παρά δεδομένα που ενδέχεται να αποτελούν κατασκεύασμα του ίδιου του μυαλού, ενώ με μια ανάλογη τεχνολογική εφεύρεση θα μπορούσαν μελλοντικά και να εισάγονται στο σύστημα του εγκεφάλου, ακριβώς όπως τα προγράμματα σε ένα υπολογιστικό σύστημα.

Και τέλος, ακόμη και αν δεχόμασταν τις παραπάνω ενστάσεις, μάλλον όλοι μας με μια φωνή θα συμφωνούσαμε πως το στοιχείο εκείνο που αναμφίβολα διακρίνει την ανθρώπινη ύπαρξη και ποτέ δεν θα κατακτήσει μια μηχανή είναι η ελευθερία, το περιθώριο του να δρούμε εκτός πλάνου. Τότε λοιπόν έχουμε να αναρωτηθούμε το εξής: Γιατί ακολουθούμε σε καθημερινή βάση τα ίδια δρομολόγια, τις ίδιες συνήθειες, ακόμη και τις ίδιες συζητήσεις όταν πετύχουμε κάποιον στο ασανσέρ; Γιατί επαναλαμβάνουμε άκριτα τα ίδια τελετουργικά, που μάθαμε ως μέλη μιας πολιτισμένης κοινωνίας;

Το χειροκρότημα που απλώθηκε στην αίθουσα με το τέλος της παράστασης, ακόμη και αν δεν υπήρχε ηθοποιός για να υποκλιθεί στη σκηνή, έδωσε με τον πιο εύηχο τρόπο την απάντηση.