ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Προμηθέας Αλειφερόπουλος: «Με τη δημοσιότητα κάνω ένα βήμα μπρος και δύο πίσω»

Ο ηθοποιός παραδίδει μία καθηλωτική ερμηνεία στη θεατρική μεταφορά του Festen του Thomas Vinterberg από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στη σκηνή του Θεάτρου Άλμα. Αυτή ήταν η αφορμή για να τον συναντήσουμε.

Η ευαισθησία, η ευγένεια, η διακριτικότητα. Όλα φαίνονται στα μάτια του Προμηθέα Αλειφερόπουλου που φωτίζονται και χαμογελούν όταν μέσα του χαμογελά. Σχεδόν περίμενα τα πάντα, ψυχανεμιζόμουν έναν άνθρωπο σαν αυτόν που συνάντησα, που κάνει τη δουλειά του χωρίς εκπτώσεις, που δεν θα τραβήξει τα φώτα για προσωπικό όφελος, που διαχειρίζεται με ειλικρίνεια και ειλικρινή αθωότητα, όχι αγαθοσύνη, όσα φέρνει η ζωή ή πιο σωστά, όσα της φέρνει εκείνος. Γιατί ακροπατά και δεν κάνει θόρυβο στο πάτωμα αλλά πολύ απόλυτα, δυναμικά και αδιαπραγμάτευτα κινείται. Είναι ένας σταθερός βράχος για τη γυναίκα και το παιδί του και ένας πολύτιμος συνοδοιπόρος, υποθέτω, για τους θεατρικούς και μη, φίλους του.

Μιλήσαμε μαζί του με αφορμή τη φετινή θεατρική του παρουσία σε μία από τις πιο πολυσυζητημένες παραστάσεις της σεζόν: στο Festen, τη θεατρική μεταφορά της θρυλικής ταινίας του Thomas Vinterberg στο Θέατρο Άλμα από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, που προσπάθησε και πέτυχε να σπάσει τα όρια της σκηνής, αλλά και τα όρια μεταξύ θεατή και ηθοποιού, δημιουργώντας μία πραγματική συνάντηση.

Το Festen είναι η ιστορία μιας οικογενειακής γιορτής, παρουσία όλης της οικογένειας καθώς και πλήθους φίλων για τα 60α γενέθλια του πατέρα. Όλοι τον αγαπούν και τον σέβονται. Ή μήπως όχι; Κατά τη διάρκεια της γιορτής, ο μεγαλύτερος γιος, ο Κρίστιαν, αποκαλύπτει το μυστικό που κρύβει από την παιδική του ηλικία και που πιθανότατα υπήρξε και ο λόγος αυτοκτονίας της δίδυμης αδελφής του.

Το Festen ως θεατρική παράσταση έχει μια ιδιαίτερη φόρμα. Πώς το βλέπεις αυτό;

Αυτή η παράσταση είναι από τα πιο εξαντλητικά πράγματα που έχω κάνει, όχι τόσο σωματικά ή τεχνικά, όσο ενεργειακά, ψυχικά. Αυτό θεωρώ ότι έχει να κάνει με τη φόρμα. Mία πιο «θεατρική» προσέγγιση προστατεύει τον ηθοποιό ή του επιτρέπει, σε ένα βαθμό, μικρότερη ψυχική επένδυση. Βεβαίως, έχουμε μια κάποια δομή, τα φώτα, τη χορογραφία να μας προστατεύουν. Μάλιστα, όταν κάτι το κάνεις πολλές φορές, αυτή η επαναληπτικότητα είναι σαν την προσευχή που κουβαλάει ένα ενεργειακό φορτίο από μόνη της. Ετσι, μπορείς μέσα στο «γνωστό» σου μοτίβο, να «λουφάρεις» κάποιες νύχτες που είσαι κουρασμένος ή δεν αντέχεις ψυχολογικά – και αυτό το λέω με καλή πρόθεση. 

Με τη δική μου νοοτροπία βέβαια, που κάθε βράδυ με πιάνει μια λύσσα να είναι τα πράγματα σε πολύ υψηλό επίπεδο, γιατί ο εκάστοτε θεατής το βλέπει μία φορά. Αυτή η τρέλα μου είναι σίγουρα ψυχαναγκαστική διότι από ένα σημείο και μετά, πιθανότατα, οι διαφορές που βλέπω εγώ να μην είναι αντιληπτές από το κοινό. Εγώ όμως νιώθω ότι είναι αντιληπτές σε ένα άλλο, ασυνείδητο επίπεδο και ότι έχουν σημασία.

Το θέμα της σημασίας και μιας αληθινής προσέγγισης των πραγμάτων, είναι θέμα χαρακτήρα;

Γενικά σε ό,τι αφορά ανθρώπινη επαφή, προσπαθώ να είμαι συνειδητός και αληθινός. Να μην κάνω ερωτήσεις-κονσέρβα στους ανθρώπους που συναντώ, να μη δίνω απαντήσεις-κονσέρβα, όσο γίνεται. Έτσι κι αλλιώς, κάποιοι άνθρωποι θα σου δείξουν πάρα πολύ καθαρά ότι θέλουν συζητήσεις-κονσέρβα. Οπότε εκεί δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω, δεν είναι η δουλειά μου να τους «σκαλίζω» όλους. Εξάλλου κι εγώ, συνειδητά ή ασυνείδητα, μπαίνω στη διαδικασία να βάλω φρένο σε κάποιους ανθρώπους, δεν θέλεις να πας με όλους σε ένα βαθύτερο επίπεδο.

Ας σταθούμε λίγο περισσότερο στη φόρμα του Festen.

Το Festen έχει μια πιο νατουραλιστική φόρμα σε σχέση με την καθημερινή ψυχική επένδυση και πόσο μάλλον με ένα θέμα όπως αυτό που πραγματεύεται το οποίο είναι αρκετά ζόρικο – η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για κάτι πρωτοφανώς δύσκολο. Θέλω να πω όμως ότι στη διαδικασία της δημιουργίας της παράστασης, οι πρόβες ήταν από τις πιο αβίαστες που έχω ζήσει. Δηλαδή πήρα τις λιγότερες οδηγίες, χρειάστηκε να αλλάξω τα λιγότερα πράγματα, διαφώνησα μόνο μία φορά.

Ήταν πολύ φυσικό για μένα αυτό το πράγμα και στην παράσταση, που είναι το αποτέλεσμα, νιώθω λες και δεν παίζω. Νιώθω ότι δεν χρειάζεται να επιστρατεύσω καμιά θεατρική τεχνική, ή να φορμάρω κάτι, δεν χρειάζεται να πιέσω τα πράγματα συναισθηματικά. Δεν υπάρχει το πρέπει να κάνω αυτό ή το άλλο, απλά συμβαίνει.

Αυτό βέβαια συμβαίνει και επειδή έχεις μια μεγάλη εμπειρία ως ηθοποιός, αλλά είναι και το θέμα του έργου τέτοιο που δεν μπορεί παρά να σε ταρακουνήσει βαθιά. Εσύ, αλήθεια, πώς το βιώνεις συναισθηματικά;

Παρότι, ευτυχώς, δεν έχει συμβεί στη ζωή μου κάτι τόσο ακραίο, όπως είναι η σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει κάτι που με συνταράσσει με αυτό το έργο ή με τον χαρακτήρα που παίζω. Μου μιλάει σε ένα επίπεδο που δεν ξέρω αν μου έχει μιλήσει άλλος χαρακτήρας. Νιώθω ότι αυτό το πράγμα το περνάω κάθε βράδυ. Υπάρχουν βράδια που μπαινοβγαίνω σε αυτό και μπορεί να παρατηρώ κάτι άλλο, αλλά αμέσως επιστρέφω. Δεν έχει υπάρξει όμως βραδιά που να μην έχει περάσει από μέσα μου έστω κάποιο κομμάτι του έργου, σε βαθμό που να έχει κόστος για μένα. Επειδή όμως κάτω από τη σκηνή υπάρχουν αυτά τα μάτια που μου δίνουν κάτι πίσω, αυτό το ψυχικό κόστος που υφίσταμαι, αναπληρώνεται. 

Αν αυτό το έκανα κινηματογραφικά κάθε μέρα, δεν θα το άντεχα. Πιστεύω ότι αυτό το έργο δεν είναι τυχαίο ότι έγινε για τον κινηματογράφο, γιατί δεν είναι φτιαγμένο για να το κάνεις κάθε μέρα. Αυτό το αναγνωρίζει και ο σκηνοθέτης μας, ο Οδυσσέας.

Οι αντιδράσεις του κοινού, οι οποίες είναι έντονες σε αυτό το έργο, σε αποσυντονίζουν;

Σπάνια με αποσυντονίζουν, συνήθως με τροφοδοτούν. Με αποσυντονίζει ελαφρώς όταν κάποιοι από το κοινό έχουν την ανάγκη να κάνουν κάτι επιδεικτικό, θέλοντας ίσως να επιβεβαιώσουν ότι το έργο είναι interactive. Και αυτό όμως, λόγω του χαρακτήρα μου στο έργο, με αγγίζει λιγότερο από ό,τι τους άλλους. Ο Κρίστιαν είναι μόνος του απέναντι σε όλο το περιβάλλον. Οπότε εμένα τα επιφανειακά πράγματα, οι αντιδράσεις του κοινού ακόμα και όταν δεν με αποδέχονται, όταν δυσανασχετούν που φέρνω τα κακά νέα, δεν με επηρεάζουν. 

Τον Οδυσσέα εξαρχής τον ενδιέφερε πάρα πολύ αυτό το φαινόμενο της ανθρώπινης φύσης, που ενώ έχει ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης, ταυτόχρονα δεν αγαπάει ποτέ τον άγγελο των κακών μαντάτων, δεν θέλει να σκάψει βαθιά, θέλει να αποφύγει την οδύνη, θέλει να τη βάλει κάτω από το χαλί και να περάσει καλά. Αυτή η άμυνα υπάρχει κάπου στο κοινό της παράστασης και είναι ωραίο που φανερώνεται. Εξάλλου μάλλον έτσι επιβιώνει ο κόσμος, αλλιώς θα ήμασταν όλοι στην ψυχοθεραπεία, δεν θα κάναμε τίποτε άλλο. 

Στην παράσταση μερικές φορές ο κόσμος απευθύνεται σε μένα προσωπικά ως χαρακτήρα του έργου και αυτό με συγκλονίζει. Μου μιλάνε λες και είμαι εκείνος και όχι ένας ηθοποιός, άρα έχει καταργηθεί κάθε σύμβαση εκείνη την ώρα και αυτό με συγκινεί βαθιά. Την πρώτη φορά που έγινε, δεν θα την ξεχάσω ποτέ, γιατί δεν μου είχε ξανασυμβεί ποτέ.

Πώς αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός; Ήταν παιδικό όνειρο και επιθυμία;

Έγινε! Σε πρώτη φάση, υπάρχει μια τυχαιότητα στα πράγματα. Μια καθηγήτριά μου στην Α’ Γυμνασίου, η κυρία Δεναξά, με έβαλε να παίξω σε μια παράσταση -το σχολείο μου, ο Μωραΐτης, αγαπούσε το θέατρο- αν και εγώ στην αρχή είχα μια αντίσταση. Ένας φίλος μου, όμως, μου είπε ότι στον Χορό, επειδή κάναμε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, έχει κορίτσια και έτσι πήγα. Όταν παίξαμε την παράσταση, δεν θα ξεχάσω ποτέ μια έκρηξη σεροτονίνης που ένιωσα, θυμάμαι ακόμα το κάψιμο στο στέρνο μου και ότι σκεφτόμουν πως δεν θέλω να τελειώσει. Καμιά επόμενη φορά δεν ήταν όπως εκείνη την πρώτη! Φυσικά, δεν αποφάσισα εκείνη την ώρα ότι θα γίνω ηθοποιός, γιατί ήμουν μόνο 12 χρονών. Ήταν όμως ένα ενεργειακό συναισθηματικό αποτύπωμα τρομερά έντονο. 

Μετά έπαιζα σε ένα θεατρικό όμιλο, αλλά στο Λύκειο πια ήξερα ότι αυτό θέλω να κάνω, να γίνω ηθοποιός. 

Τώρα, όσον αφορά το ψυχολογικό υπόβαθρο, μεγάλωσα σε ένα σπίτι που υπήρχε αρκετή θλίψη. Κάποια στιγμή ανακάλυψα ασυνείδητα ότι το να κάνω μιμήσεις, να λέω αστείες ιστορίες, άλλαζε την ενέργεια του σπιτιού. Είχε μεγάλη επίδραση κυρίως στη μαμά μου, που ήταν κάπως σαν αρχηγός της οικογένειας και νομίζω ότι αυτό έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο. Και είναι αυτό που με έχει βάλει εδώ και κάποια χρόνια σε μια διαδικασία να αναθεωρώ το τι με ενδιαφέρει να κάνω στο θέατρο – έχω καταλάβει ότι η κωμωδία με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Είναι κάτι που μου βγαίνει αβίαστα, και όμως το έχω κάνει ελάχιστες φορές. Ετσι, έχω αναρωτηθεί πολλές φορές αν τυχαία βρέθηκα να παίζω κυρίως δραματικούς ρόλους – δεν ξέρω και εγώ πόσες φορές έχω «αυτοκτονήσει» σε σημείο που η μαμά μου κάποια στιγμή μού είπε, «Αγάπη μου, πάλι θα αυτοκτονήσεις;»

Δεν αρνούμαι αυτή την πλευρά μου, σίγουρα με ενδιαφέρει αυτό το είδος και μάλιστα το Festen μού το επιβεβαίωσε ξανά, γιατί είχα χρόνια να συνδεθώ τόσο πολύ με κάτι ψυχικά  –μάλιστα αυτό στη δουλειά είναι πιο δύσκολο όσο μεγαλώνεις. Η δουλειά γίνεται εντελώς δουλειά με τα χρόνια και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να μπεις σε έναν πιλότο. Επειδή όμως, τα τελευταία χρόνια, ο στόχος μου είναι να γίνω πιο ελαφρύς και όχι πιο βαρύς και βαθύς αναγκαστικά -όπως έλεγε και ο Λευτέρης Βογιατζής, «υπάρχει πολύ βάθος στην επιφάνεια»-, σκέφτομαι μήπως πρέπει να παίζω περισσότερο στην κωμωδία. Εξάλλου, το ξεκίνημα και η ορμή μου ήταν αυτό, να κάνω τον άλλον απέναντί μου να νιώθει όμορφα, να ελαφραίνει, να γελάει, να δονείται θετικά.

Τελικά, όμως, το γέλιο με το δράμα είναι κοντά. Μάλιστα, όσους κωμικούς ηθοποιούς έχω γνωρίσει, ήταν πολύ κλειστοί και βαρείς ως χαρακτήρες.

Αυτό είναι αλήθεια. Πρώτη φορά που το είχα ακούσει ήταν για τον Παπαγιαννόπουλο, μου το είχε πει η θεία μου, που τον γνώρισε. Όταν δεν έπαιζε στη σκηνή, καθόταν στο πλάι σε μια καρέκλα και είχε μία μαγκούρα και καθώς άκουγε την παράσταση, όταν έβλεπε ότι έπεφτε ο ρυθμός, βάραγε τη μαγκούρα. Παρόλο που μπορεί στον καιρό μας να ακούγεται φασιστικό, εμένα μου φαίνεται τόσο συγκινητικό και το εκτιμώ πολύ, γιατί ένα κομμάτι μου είναι έτσι, παρόλο που δεν επιτρέπεται να είναι. Θέλω όμως μερικές φορές να βαρέσω τη μαγκούρα.

Αυτό το «δεν επιτρέπεται» στις μέρες μας όμως πιστεύω ότι έχει καταντήσει λίγο κουραστικό και έχει αρχίσει να λειτουργεί αντίθετα.

Συμφωνώ. Ζούμε έναν νεοσυντηρητισμό πρωτόγνωρο και περνάμε από την άλλη μεριά. Αν μάλιστα μιλάμε για συντηρητικούς και προοδευτικούς ανθρώπους, το τρομακτικό είναι ότι οι συντηρητικοί με την παλιά έννοια του συντηρητισμού -με τον ρατσισμό κάθε είδους- συνεχίζουν να υπάρχουν με μεγάλη σφοδρότητα αλλά ωραίο αμπαλάζ. 

Από την άλλη, οι προοδευτικοί αρχίζουν να γίνονται αυτοί οι νεοσυντηρητικοί που με τρομάζουν. Λανσάρουν μια πολιτική ορθότητα που γίνεται τρομερά καταπιεστική, άρα η αυτοδιάθεση καταργείται. Ελπίζω όμως να περάσει, να έχει αυτή τη ρηχότητα στη ζωή μας όπως πολλά άλλα πράγματα που δεν έχουν κρατήσει. 

Όσον αφορά την τέχνη, αυτό το φαινόμενο είναι ακόμη πιο τρομακτικό, γιατί εκεί είναι απαράδεκτο. Θα πρέπει να σκέφτομαι, δηλαδή, στην κωμωδία τι θα πω; Είναι τρομερό. Αυτό έχει ξεκινήσει από την Αμερική και ακούω από ανθρώπους που γνωρίζω καλά ότι στο Λος Άντζελες δεν αντέχεις, αν είσαι κεντρώος στο μυαλό. Από τη μία, φοβάσαι τον redneck ότι για μια διαφωνία στον δρόμο θα βγάλει όπλο και θα σε σκοτώσει και από την άλλη, στον προοδευτικό δεν μπορείς να μιλήσεις. Εχεις παντού νάρκες. Στην Αμερική, στην τέχνη, μόνο οι stand-up comedians τα λένε έξω απ’ τα δόντια, κανείς άλλος. Υπάρχει αυτή η σύμβαση αλλά ακόμα κι αυτοί παλεύουν για να το κάνουν.

Ποια είναι η σχέση σου με την τηλεόραση;

Αποσπασματική, θα έλεγα. Επιστρέφω σε αυτήν κατά καιρούς, κατά περίπτωση, κάποιες φορές εξ ανάγκης, κάποιες άλλες από μια πίστη σε κάτι. Άλλοτε αυτή η πίστη επιβεβαιώνεται, άλλες απογοητεύομαι. Δεν έχω κάνει καθημερινή σειρά με μεγάλο κόστος βέβαια για μένα -και ψυχολογικό. Τις νύχτες στον καναπέ, δεν με χειροκροτώ πάντα που υπηρετώ την τέχνη μου.

Είχες χρήματα από την οικογένειά σου;

Οχι ιδιαίτερα, μεγάλωσα στη Δάφνη, σε μια μικρομεσαία οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός και έκανε και φροντιστήρια. Ετσι με έστειλε στη Σχολή Μωραΐτη. Δεν μεγάλωσα όμως μαζί του, ήμουν με τη μητέρα μου και τον πατριό μου. Σήμερα, το δικό μας σπίτι οικονομικά δεν στηρίζεται μόνο σε μένα, εργάζεται και η γυναίκα μου.

Ασχολείσαι αυτή την περίοδο και με κάτι άλλο εκτός από το θέατρο;

Ναι, φέτος κάνω δύο μίνι σειρές. Τώρα ολοκλήρωσα τα γυρίσματα για την καινούργια σειρά της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, Το απαραίτητο φως, και έχω ξεκινήσει το Ριφιφί του Σωτήρη Τσαφούλια, μια σειρά για την Cosmote TV.

Πιστεύω ότι έχεις μια μαγική σχέση με τη δημοσιότητα, δηλαδή και είσαι και δεν είσαι μέρος της. Πώς το έχεις καταφέρει αυτό;

Δεν το κάνω συνειδητά. Τώρα τελευταία έχω καταλάβει ότι σε σχέση με τη δημοσιότητα, κάνω ένα βήμα μπροστά και δύο βήματα πίσω. Θυμάμαι παλιά, που λέγαμε με έναν φίλο μου «μην κάνουμε καμιά επιτυχία και μπλέξουμε». 

Έχω παρατηρήσει ότι κάθε φορά που κάνω μια επιτυχία και μετά έχω πολλές προτάσεις, λέω όχι. Αυτό είναι σχεδόν αυτοκαταστροφικό σε σχέση με το να χτίσεις μία καριέρα. Δεν ξέρω λοιπόν τι να πω ακριβώς: μάλλον δεν τη θέλω ιδιαιτέρως τη δημοσιότητα και την απολαμβάνω ως ένα σημείο.

***

Festen

Σενάριο: Τόμας Βίντερμπεργκ

Θεατρική διασκευή: Μπο Χάνσεν & Μόργκενς Ρούκοφ

Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος

Δραματουργική επεξεργασία & Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος

Σκηνικά – Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη

Σχεδιασμός φωτισμών: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη

Videos παράστασης: Άκης Πολύζος

Βοηθός Σκηνοθέτη: Κατερίνα Λούβαρη Φασόη

Βοηθοί Σκηνογράφου: Ιωάννα Καλαβρού, Γιώργος Χώτος

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Trailer: Κωνσταντίνος Οικονόμου

Promo Teasers: Εριφύλη Δουκέλη

Graphic Design: Indigo Creative

Διανομή
Έλσι – Μητέρα: Ναταλία Τσαλίκη
Χέλγκε – Πατέρας: Γιώργος Ζιόβας
Κρίστιαν – Γιος: Προμηθέας Αλειφερόπουλος
Ελένε – Κόρη: Ιωάννα Κολλιοπούλου
Μίκαελ – Γιος: Αναστάσης Λαουλάκος
Πία: Ιωάννα Τζίκα
Τελετάρχης: Γιάννης Καπελέρης
Γκμπατοκάι: Μιχάλης Αφολαγιάν
Μέττε: Μαριάννα Πουρέγκα
Μισέλ: Πένυ Παπαγεωργίου
Λαρς: Νικόλας Seymour Σταθόπουλος

Διεύθυνση Επικοινωνίας & Δημοσίων Σχέσεων: Όλγα Παυλάτου

Social Media: ad4art

Παραγωγή: Prime Entertainment

Info: Θέατρο ΑΛΜΑ (Ακομινάτου 15, Αθήνα, 210 5220 100). Προπώληση εδώ.