Άγγελος Κλάδης
ΕΚΘΕΣΕΙΣ

Τα Ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη έχουν ακόμα πολλά να μας πουν

Περίπου 100 έργα από την αδιάκοπη δημιουργική πορεία του μεγάλου ζωγράφου παρουσιάζονται στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός αιώνα από τη γέννηση του. Επισκεφθήκαμε την έκθεση και μιλήσαμε με τον επιμελητή Τάκη Μαυρωτά.

«Άκου Ανθρωπάκο – αισθάνεσαι κακόμοιρος και μικρός, βρωμερός, ανίκανος, άκαμπτος, άψυχος και άδειος», πρόσταζε ο Wilhelm Reich στο χειμαρρώδες κείμενό του που έμεινε στην ιστορία ως δριμύ κατηγορώ για την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, αφορώντας εξίσου έναν φύλακα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, έναν που κραύγαζε στα λαϊκά δικαστήρια της Ιεράς Εξέτασης, έναν στρατιώτη που κήρυξε πόλεμο, μέχρι και τους πολύ απλούς μικροαστούς που ζουν γύρω μας μέσα στον φόβο, τις νευρώσεις και τις ταχυπαλμίες.

Και συνεχίζει ο ίδιος σε άλλο σημείο του βιβλίου: «Θέλω να πάψεις να είσαι Untermensch και να γίνεις ο εαυτός σου, ο εαυτός σου και όχι η εφημερίδα που διαβάζεις, ούτε η άθλια γνώμη του κακού γείτονά σου».

Τα λόγια αυτά είναι ίσως ο κοντινότερος συγγενής που μπορεί να εντοπίσει κάποιος για τα Ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη, τα πασίγνωστα απρόσωπα πλήθη τα οποία αναδύθηκαν στην τέχνη του από το 1965 κι έπειτα, μέσα από τα οδυνηρά βιώματα του 20ου αιώνα, για να εκπληρώσουν τελικά τον προσωπικό του σκοπό, ως ανθρώπου και καλλιτέχνη. Τα Ανθρωπάκια ήταν η προσωπική μαρτυρία του Γαΐτη. «Το κατεστημένο έφτασε σε σημείο που δεν παίρνει άλλο να πάει πιο μακριά, γίναμε ένα νούμερο και τίποτα παραπάνω», είχε μεταφέρει με δικά του λόγια στην εκπομπή Μονόγραμμα της ΕΡΤ, «φροντίστε λοιπόν να σωθείτε, να σωθούμε».

Σωθήκαμε άραγε; Σήμερα, εκατό χρόνια μετά τη γέννηση του ζωγράφου, η κυρίαρχη αγωνία δεν έγκειται πλέον στο ισοπέδωμα που επιφέρει το παγκόσμιο μοντέλο (τη «μαζική κονσερβοποίηση» όπως έλεγε ο Γαΐτης), όσο στο ισοπέδωμα από την επανάσταση του AI, αλλά και πάλι, κατά κάποιον τρόπο, το θύμα παραμένει το ίδιο: η ανθρώπινη ταυτότητα, η αυθεντικότητα του ατόμου, μπροστά στην εξέλιξη. Έτσι, ακολουθώντας το μεγάλο αφιέρωμα του Ιδρύματος Θεοχαράκη επάνω στο έργο του καλλιτέχνη («Γιάννης Γαΐτης. Η ουσία του απρόσωπου»), από τον 4ο όροφο στους πιο κάτω, και φτάνοντας τελικά στην αίθουσα με τα Ανθρωπάκια, έχεις να αναμετρηθείς με το εξής προσωπικό ερώτημα:

Μήπως είμαι και εγώ ένας ανάμεσά τους; Ένα ψηφίο μέσα στα data;

Ειδικά στα μεγάλα τελάρα εντείνεται η δυναμική σχέση ανάμεσα στον θεατή και τα ανώνυμα πλήθη. Εκείνα είναι σαν να βγήκαν από μηχανή παραγωγής, με ασπρόμαυρα ριγέ ή καρό κοστούμια και φαρδιά καπέλα, ίδια κοψιά και πρόσωπα πάντα κενά από εκφράσεις, να στέκονται, να δοξάζουν, να ακολουθούν, να παρακολουθούν, να υπομένουν. Από την άλλη, εσύ πόσο διαφέρεις, νομίζεις, μέσα στον όγκο των δεδομένων; Στα μάτια της μηχανής, δεν έχουν νόημα οι προθέσεις αλλά οι αριθμοί. Και τα Ανθρωπάκια είναι εκατοντάδες, μπροστά σου, δίπλα σου, πίσω σου, έτσι που είναι αδύνατο να τα προσπεράσεις στα γρήγορα, όπως ενδεχομένως έχεις πράξει εκατοντάδες φορές με τα Ανθρωπάκια στον Σταθμό Λαρίσης.

Εδώ, πρέπει να απαντήσεις.

Πώς ξεκίνησαν τα Ανθρωπάκια του Γαΐτη


Ο Γιάννης Γαΐτης ήταν από τους ανθρώπους που δεν ταίριαζαν στα καλούπια: όταν ήταν φοιτητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μαθητευόμενος του Κωνσταντίνου Παρθένη, απουσίαζε από τις παραδόσεις και τελικά εγκατέλειψε τις σπουδές, επειδή ένιωθε ότι ο ακαδημαϊσμός στερούσε την ελευθερία των σπουδαστών να παράξουν τη δική τους αντίληψη για την τέχνη. Ωστόσο, δεν έπαψε να δουλεύει αδιάκοπα. Απέφυγε τον στρατό προσποιούμενος ψυχική ασθένεια και την περίοδο της Κατοχής μπήκε στην ΕΠΟΝ. Μεταπολεμικά, δείχνοντας έργα στον αντίποδα της αναπαράστασης, δέχτηκε σφοδρή κριτική και λοιδορήθηκε για «σπληναντερογραφίες», μέχρι που το 1954 άφησε τη χώρα και αναχώρησε για το Παρίσι.

Εκεί, έζησε έναν δεύτερο δημιουργικό οργασμό, δίπλα στη νεόνυμφη γυναίκα του και γλύπτρια Γαβριέλλα Σίμωσι, δίπλα σε καλλιτέχνες όπως οι Leonardo Cremonini και Michelangelo Pistoletto που άνοιγαν τότε τον δρόμο στο νέο ρεύμα της αφηγηματικής τέχνης.

Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην παρισινή Σχολή Καλών Τεχνών και στην ακαδημία Grande Chaumiere, αφομοίωσε τη διεθνή εμπειρία και σύντομα έγινε ένα με αυτήν, μέσα από ένα αδιάλειπτο σερί εκθέσεων σε γκαλερί, μουσεία και πινακοθήκες, ώσπου φτάνει το έτος 1967 και προς ένδειξη διαμαρτυρίας ο Γαΐτης απομονώνεται στη Βραζιλία για επτά μήνες, περίοδος κατά την οποία ανακαλύπτει το τελικό μοτίβο του, το Ανθρωπάκι.


«Η βαθιά του επιθυμία και ανάγκη να κατανοήσει την πολυπλοκότητα του κόσμου, θαρρώ, ότι τον οδήγησε στα απρόσωπα Ανθρωπάκια του», σχολιάζει ο Τάκης Μαυρωτάς, επιμελητής του εκθεσιακού αφιερώματος στον Γιάννη Γαΐτη που τρέχει στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. «Τα Ανθρωπάκια αυτά αποτυπώνουν τη χαρά και το πένθος αδιάκοπα, θαρρείς σαν να ξέχασαν να ονειρεύονται ή σαν να υποτάχθηκαν στις επιθυμίες και τα θέλω των άλλων». Ποιος ήταν ο σκοπός του; «Να προσεγγίσει άλλοτε με σαρκασμό και άλλοτε με χιούμορ, εκείνο το πρότυπο του ανθρώπου που επιζητεί τον εφησυχασμό και αρνείται τις μεγάλες ευθύνες και θυσίες».

Είναι μια κραυγή ουμανισμού, λοιπόν, που δεν παύει να είναι επίκαιρη, όπως επιβεβαιώνουν δυστυχώς οι καιροί. «Εάν ζούσε σήμερα, ας πούμε», ρωτάει με ρητορικό τόνο ο Μαυρωτάς, «πόσο οδύνη και ματαίωση θα ένιωθε άραγε μπροστά στο ξύπνημα του πολέμου στην Ευρώπη, τον 21ο αιώνα».

Τι ξεχωρίζει στην έκθεση του Ιδρύματος Θεοχαράκη


Πρόκειται για ένα εκτενές αφιέρωμα με περίπου 100 έργα, τα οποία διατρέχουν τέσσερις δεκαετίες αδιάκοπης καλλιτεχνικής παραγωγής και πειραματισμού, από την περίφημη αυτοπροσωπογραφία την οποία φιλοτέχνησε 20 χρονών μέχρι το σημείο που τα Ανθρωπάκια είχαν κυριεύσει τα έργα του, εξυψωμένα σε μυθολογικές μορφές με φτερά. Έργα από ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές συγκεντρώθηκαν, με τη συμβολή του Μαυρωτά όσο και της Λορέττας Γαΐτη, της κόρης του ζωγράφου, στην οποία είχε αναθέσει ο ίδιος το στήσιμο της μεγάλης αναδρομικής του έκθεσης στην Εθνική Πινακοθήκη το 1984, παραδομένος στην αρρώστια. Μια εβδομάδα έπειτα από εκείνα τα εγκαίνια είχε αποβιώσει.

Τώρα είναι σαν να ξαναζωντανεύει για να επιβεβαιώσει τη διαχρονικότητά του. «Έδωσε μια νέα μυθοπλαστική εκδοχή της ανθρώπινης ύπαρξης», αναφέρει ο επιμελητής, «πρωταγωνιστής είναι ο άνθρωπος, όχι ως φορέας μύθων, αλλά ως φιγούρα, παραμορφωμένη και ισοπεδωμένη». Ο επισκέπτης της έκθεσης έχει να ανακαλύψει όλο το ταξίδι που ακολούθησε ο Γαΐτης: τα παστωμένα από στρώσεις πορτρέτα της οικογένειάς του, ένα δείγμα από τα αφαιρετικά και κυβιστικά έργα για τα οποία λοιδορήθηκε με μένος, αλλά και τις μουτζουρωμένες φιγούρες του 1960-1967, που αποτέλεσαν τον προάγγελο τελικά για τα Ανθρωπάκια.

Είναι μια γεύση από τον χαοτικό κόσμο 4.500 έργων που έφτιαξαν τα χέρια του.

Συν ότι η έκθεση οδηγεί τον επισκέπτη σε μια εγκεφαλική άσκηση: σε ξεχωριστή αίθουσα, παρουσιάζονται μερικά γλυπτά κυρίως από γύψο της Γαβριέλλας Σίμωσι – ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος από εκείνον του Γαΐτη, πολύ πιο ποιητικός και απροσδιόριστος, όπου τα πρόσωπα όχι μόνο δεν είναι κενά από εκφράσεις, αλλά γνέφουν με ειλικρίνεια, πόνο, συγκατάβαση, καρτερικότητα. Πού συναντιούνται αυτοί οι δύο κόσμοι, αναρωτιέσαι.

Και τότε παρατηρείς το έργο Σιωπή, ένα κεφάλι φαλακρό, χωμένο μέσα σε ένα τούβλο.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΐΤΗΣ. Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΡΟΣΩΠΟΥ
Exit mobile version