© Αντώνης Χρήστου
ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Το γυναικείο βίωμα ουρλιάζει στις θεατρικές σκηνές της Αθήνας

Με αφορμή την Ημέρα της Γυναίκας, ξεψαχνίζουμε τον θεατρικό χάρτη της πόλης και εστιάζουμε στις (άφθονες) παραστάσεις με καθαρά φεμινιστική ταυτότητα της σεζόν – παραστάσεις που γράφτηκαν, σκηνοθετήθηκαν και παίζονται από γυναίκες, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους.

Θα μπορούσαμε να το δούμε σαν ένα αποκύημα από τις δονήσεις που έφερε το ελληνικό #MeToo στον κόσμο του θεάτρου, είτε απλά σαν μία συλλογική κραυγή που νομοτελειακά κάποτε θα ακουγόταν. Δεν είναι ότι άρχισε τώρα, αλλά την τρέχουσα θεατρική σεζόν παρατηρείται ένα σημείο κλιμάκωσης για τις παραγωγές με καθαρή φεμινιστική ταυτότητα. Πιο συγκεκριμένα, μιλάμε για θεατρικά έργα τα οποία γράφτηκαν, σκηνοθετήθηκαν και παίζονται από γυναίκες, πολλά από τα οποία είναι καρπός συλλογικών διαδικασιών (που άρχισαν μετά την καραντίνα), με κινητήριο μοχλό την ανάγκη κατάθεσης μιας σειράς από αλήθειες που έμεναν βωβές, κρυμμένες κάτω από το διάχυτο πατριαρχικό πέπλο της κοινωνίας που ζούμε.

Τα θέματα ενδεχομένως να είναι γνωστά σε θεωρητικό επίπεδο – οι γυναικοκτονίες, ο ενσωματωμένος σεξισμός, η πίεση κι η καταπίεση την οποία βιώνει το γυναικείο φύλο σε καθημερινό επίπεδο, η θεσμική αδικία και η πατριαρχία γενικότερα. Αυτό που κάνει τη διαφορά, τουλάχιστον στα μάτια μου για όσες από τις παρακάτω παραστάσεις βρέθηκα να παρακολουθώ, είναι το λεγόμενο female gaze, που εισήγαγε πρώτη η θεωρητικός του σινεμά Laura Mulvey, σε αντιπαραβολή με το male gaze (το οποίο είχε εισαχθεί επίσης από την ίδια παλαιότερα), αναλύοντας από ένα ψυχαναλυτικό πρίσμα τους όρους παραγωγής και κατανάλωσης ενός έργου που ανατρέπει τη συνηθισμένη αντικειμενοποίηση του γυναικείου φύλου.

Δεν είναι λοιπόν το θέμα εκείνο που καθορίζει τη φεμινιστική γραφή, αλλά η πρόθεση και κυρίως η οπτική. Το ανατριχιαστικό τραύμα του τοκετού όπως μεταφέρεται από μια μητέρα, τα κοινωνικά «πρέπει» που καθορίζουν μια γυναίκα μετά τα τριάντα, η απόρριψη που αισθάνεται καθημερινά μια γυναίκα άνω των σαράντα χωρίς παιδί. Πράγματα τα οποία βρήκαν επιτέλους τον χώρο να ακουστούν, ουρλιάζοντας «για όλες εμάς».

Καμία μόνη: Η σημασία της γυναικείας αλληλεγγύης

«Για όλες εμάς που μας στρίμωξαν σε μια στολή μπαλαρίνας, ενώ θέλαμε να χορέψουμε ζεϊμπέκικο», ακούγεται σε ένα σημείο του τελευταίου έργου της Λένας Κιτσοπούλου με τον ιντριγκαδόρικο τίτλο Το Μαράκι έκλασε, που συνεχίζεται για τρίτη σεζόν (στο Faust, προπώληση εισιτηρίων εδώ).

«Υπάρχουμε και εμείς», λένε οι επτά ταλαντούχες ηθοποιοί της (υπερ-δεμένης) ομάδας Seven Sisters, όσο φορώντας τις πολύχρωμες φούστες επιστρέφουν στον παιδικό εαυτό τους και τα τραύματα που τους κληροδότησε η «αγία ελληνική οικογένεια». Με μεγάλες δόσεις χιούμορ, με μικρές δόσεις ειρωνείας και σαρκασμού, αλλά κυρίως με όχημα το «μαζί», την αλληλεγγύη και την αλληλοστήριξη, λένε τα πράγματα όπως είναι. Ιστορίες γυναικείας κακοποίησης απ’ αυτές που νομίζουμε ότι συμβαίνουν μια στο τόσο ή έστω μακριά από εμάς, ενώ βρίσκονται στη διπλανή πόρτα και στα συγγενικά σπίτια.

«Κυκλοφορούμε κι εμείς στο δρόμο, κάπου θα έχουμε σκουντήξει ο ένας τον άλλο κατά λάθος, πετάμε κι εμείς τα σκουπίδια μας στους πράσινους κάδους, πηγαίνουμε κι εμείς σινεμά, σίγουρα θα έχουμε σταθεί δίπλα-δίπλα περιμένοντας να πρασινίσει το φανάρι», λένε οι ηρωίδες στην παράσταση. «Στον δρόμο περπατάμε κανονικά, όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι, περπατάμε κανονικά στα δυο μας πόδια, απλώς στο σπίτι μας πέφτουμε συνήθως στα τέσσερα». Αλλά επιμένουν στο «μαζί» και αυτό τις κάνει να αντέχουν.

Το τελευταίο έργο της Λένας Κιτσοπούλου, Το Μαράκι έκλασε στο Faust.
Το Αυτές που δεν προλάβατε της Δανάης Λιοδάκη στο Θέατρο Χώρα.
Αυτές που δεν προλάβατε, «ένας σύγχρονος ύμνος στη γυναικεία φιλία». © Πάτροκλος Σκαφίδας

Η σημασία της γυναικείας αλληλεγγύης, με όρους sisterhood, υπογραμμίζεται –για δεύτερη χρονιά– και στη φεμινιστική κωμωδία της ομάδας b.p.m., Αυτές που δεν προλάβατε (στο Θέατρο Χώρα, προπώληση εισιτηρίων εδώ).

Τέσσερις παιδικές φίλες που με τα χρόνια χάθηκαν σε άλλες πόλεις, σε άλλους προορισμούς, συναντιούνται ξανά τυχαία στην ίδια στάση λεωφορείου κάπου στην Αθήνα, ανακαλύπτοντας –όχι τυχαία– ότι τις καταδιώκουν οι ίδιοι δαίμονες. «Για να μην μας την πέφτουν τα αφεντικά, να μη μας φτύνουν στο δρόμο, να μη φοβόμαστε να γυρίσουμε το βράδυ σπίτι μας και γενικά ξέρετε, για όλα αυτά», και κυρίως για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης που καταργείται από το (πραγματικό στην Αμερική) νομοσχέδιο των αμβλώσεων, αποφασίζουν να αναλάβουν δράση, δημιουργώντας μια μυστική φεμινιστική οργάνωση.

Και έτσι γίνονται οι Κόρες, δεμένες επαναστάτριες η μία την άλλη με αδιάσπαστα δεσμά, δίνοντας όραμα και κουράγιο στην αυλαία, έστω για το διάστημα που διαρκεί η παράσταση. Είναι «ένας σύγχρονος ύμνος στη γυναικεία φιλία και μια απάντηση σε όσους λένε ότι αυτή δεν υπάρχει», λέει η σκηνοθέτρια και συγγραφέας Δανάη Λιοδάκη.

Ο ρόλος και ο πόνος της μητέρας

Στη σημασία της γυναικείας αλληλεγγύης, άνευ όρων και αστερίσκων, οδηγείται επίσης ο θεατής στο φινάλε της παράστασης Αίθουσα Αναμονής, η οποία φιλοξενείται στο κτίριο του Σωματείου Οδηγών Ταξί – μία απρόσμενη συνύπαρξη δύο κόσμων στην οδό Οδυσσέως 8 στο Μεταξουργείο που αποτυπώσαμε πρόσφατα σε ρεπορτάζ.

Πίσω απ’ το αδιόρατο σκούρο πλέγμα που οριοθετεί ιδιοφυώς το δωμάτιο του σκηνικού χώρου, παρακολουθούμε τέσσερις γυναίκες οι οποίες για άγνωστη αιτία βρέθηκαν ξαφνικά παγιδευμένες σε μια αίθουσα αναμονής, έναν μεταιχμιακό χώρο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, που δίνει ένα απρόσμενο περιθώριο χρόνου στις ηρωίδες να ανακαλύψουν από κοινού τα τραύματά τους (προκράτηση εισιτηρίων εδώ).

Είναι ένα έργο του οποίου το κείμενο και τη δραματουργία δούλεψαν από κοινού οι ηθοποιοί κι η σκηνοθέτρια, ενσωματώνοντας βιώματα και σκέψεις. «Οι πρόβες ξεκίνησαν πρώτα από κύκλο, κάναμε κάτι σαν ψυχοθεραπευτικό session», μεταφέρει η σκηνοθέτρια Δήμητρα Τάμπαση, «μοιραζόμασταν ανοιχτά σκέψεις σχετικά με την πατριαρχία, τη βία, τις γυναικοκτονίες. Κάθε φορά φέρναμε στη συζήτηση πράγματα τα οποία πήγαζαν από μέσα μας, πράγματα που παρατηρούσαμε από φίλες, από την τρέχουσα ειδησεογραφία».

Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο αφιερωμένο στη μάνα, αλλά όχι με τον συμβατικό, πατριαρχικό τρόπο που έχουμε μάθει να διαβάζουμε τον ρόλο της τροφού. «Όλοι μας είμαστε σ’ έναν βαθμό η μητέρα μας», σχολιάζουν οι ίδιες. «Μέσα απ’ την παράσταση, δεν κοιτάμε να τη στήσουμε στον τοίχο. Την κατανοούμε, την αγκαλιάζουμε, γιατί καταλαβαίνουμε ότι υπήρξε και εκείνη θύμα αντικειμενοποίησης. Και τη συγχωρούμε, αλλά τις αποδίδουμε παράλληλα το ίσο της ευθύνης».

Η παράστασης Αίθουσα Αναμονής στο κτίριο του Σωματείου Οδηγών Ταξί. © Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
Η Αγορομάνα, μια χιουμοριστική και βαθιά αληθινή κατάθεση της Αφροδίτης Μητσοπούλου στο ΠΛΥΦΑ.

H μητέρα, και συγκεκριμένα η Αγορομάνα, εκείνη η οποία «στην ιδιότυπη κατάταξη κύρους που υπάρχει στην ελληνική παραδοσιακή κοινότητα κατέχει την υψηλότερη θέση» μεταξύ των γυναικών, είναι η κωμικοτραγική, εξαντλημένη, άυπνη και ταλαιπωρημένη πρωταγωνίστρια στην παράσταση της Αφροδίτης Μητσοπούλου (Αγορομανα, στο ΠΛΥΦΑ, προπώληση εισιτηρίων εδώ), μεταφέροντας με χιούμορ την πικρή αλήθεια της, μια αλήθεια με την οποία κάθε νέα μητέρα θα ταυτιστεί απόλυτα.

Ενώ προσπαθεί να κοιμίσει το μωρό στο μάρσιπο, να φτιάξει μία τούρτα και να συγυρίσει ταυτόχρονα το σπίτι, ενώ προσπαθεί να συντονίσει τον άντρα της (Ιάκωβος Μολυμπάκης), να «εφεύρει» λίγο χρόνο να πάει προς νερού της και να βρει λύση επειδή αρρώστησε η νταντά, διαπιστώνει ότι το να είσαι μητέρα είναι μια επίπονη και εντατική, μοναχική και μέσα στο άγχος εργασία, με τους γύρω σου να δίνουν συμβουλές παρά στήριξη.

Με γρήγορες εναλλαγές στις σκηνές, όσο γρήγορη είναι και η καθημερινότητα ενός γονέα, η παράσταση αποδομεί με το γάντι τις μεγαλύτερες στερεοτυπικές «παρεξηγήσεις» σε σχέση με τη γυναίκα τροφό: όχι, ο θηλασμός δεν είναι εύκολος ή ανώδυνος, όχι, δεν υπάρχει αναγκαστικά το ένστικτο της μητρότητας μέσα τους, όχι, τα μωρά δεν είναι δώρο θεού, όχι, η επιλόχειος κατάθλιψη δεν είναι μόνο θέμα ορμονών αλλά οφείλεται και στην ανύπαρκτη στήριξη από την Πολιτεία.

Ώσπου σε ένα σημείο το ανάλαφρο, μεταξύ αστείου και σοβαρού, κλίμα της παράστασης κάνει στροφή και αμολάει χειρόφρενο στο εφιαλτικό roller coaster της μαιευτικής βίας, το τραύμα του τοκετού που έζησε η ίδια – ένα σημείο το οποίο από μόνο του είναι λόγος για να δεις την παράσταση.«Είχα μια πολύ καλή εγκυμοσύνη και πίστευα ότι όλα θα πάνε καλά», αφηγείται στη σκηνή, «ήξερα από τα μαθήματα [ανώδυνου τοκετού] ότι αν γίνει πρόκληση τοκετού, όλο αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αφόρητους πόνους, επιπλοκές και καισαρική […]. Μου λέει ο γιατρός, έλα την Τετάρτη να γεννήσεις. Δεν ήθελα, του το είπα. Δεν μου άφησε περιθώρια».

Και έτσι, όπως αμέτρητες άλλες μητέρες, βρέθηκε στο κρεβάτι του πόνου της αναγκαστικής γέννας, χωρίς έλεγχο πάνω στο σώμα της.

Το Nina / where are you my de@r? της Ειρήνης Φαναριώτη στο Θέατρο 104.

Τα κοινωνικά «πρέπει» και ο ετεροκαθορισμός

Φτάνει κάποια στιγμή στη ζωή μιας γυναίκας, που, αν έχει δουλέψει με τον εαυτό της, είναι πολύ πιθανό να αναρωτηθεί «ποια είμαι και ποια θέλω να είμαι τελικά». Είναι δικές μου οι επιλογές ή οδηγήθηκα σε αυτές για να είμαι αρεστή, ελκυστική, αποδεκτή στα μάτια των γύρω μου; Επάνω σε αυτό το ερώτημα, η Ειρήνη Φαναριώτη καταθέτει την πρώτη εξ ολοκλήρου δική της παράσταση, νιώθοντας προφανώς μια παραπάνω άνεση αλλά και μια ανάγκη να μιλήσει για πράγματα που τρυπώνουν σιωπηρά και με συνέπεια στην ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας.

«Υπάρχει μια σειρά, μια αλληλουχία κοινωνικών πιέσεων που ξεκινάει από το “Πότε θα βρεις κάποιον”, “Μα δεν μπορείς να είσαι μόνη σου”, “Τώρα είσαι νέα, αλλά μετά τι” […]. Είναι ένα ολόκληρο σύστημα που σου ασκεί πίεση», έχει δηλώσει η ίδια σε συνέντευξη στο OneMan. Άσχετα όμως από αυτό οι γυναίκες καλούμαστε να αποφασίσουμε τι θα γίνουμε τελικά σε αυτή τη ζωή και αυτό είναι ένα τεράστιο βάρος, ασήκωτο».

Το τεράστιο αυτό βάρος φωτίζεται κι έτσι, έστω παροδικά, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό εξαϋλώνεται στον μονόλογο Nina / where are you my de@r? (στο Θέατρο 104, προπώληση εισιτηρίων εδώ), διαλύοντας τα δεσμά από τα κοινωνικά στερεότυπα και τον ετεροκαθορισμό.

Ο άνδρας μου στο Θέατρο Θησείον, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη. © Μαρία Τούλτσα
Στιγμιότυπο από την παράσταση θεάτρου-ντοκουμέντο Pietà που επιστρέφει. © Πάτροκλος Σκαφίδας

Επί του θέματος, ένα απ’ τα πιο συγκλονιστικά βιβλία της πρόσφατης εκδοτικής κυκλοφορίας που επικεντρώνονται στον ετεροκαθορισμό είναι το βιβλίο Ο άνδρας μου της Ρούμενα Μπουζάροφσκα από τη Βόρεια Μακεδονία, μία συλλογή διηγημάτων που δημιουργεί εν πρώτοις την προσδοκία ότι θα μιλάει για το ανδρικό φύλο, ενώ παραδίδει καθημερινές ιστορίες επιβίωσης στη σκιά αυτού του φύλου. Το ίδιο κάνει και η θεατρική μεταφορά την οποία υπογράφει σε δραματουργία και σκηνοθεσία η Μαρία Μαγκανάρη (στο Θέατρο Θησείον, προπώληση εισιτηρίων εδώ).

Πόσο δύσκολο είναι το «εγώ», όταν η κοινωνία σε έχει καταδικάσει στο «αιώνιο άλλο»; Πόσο σκληρό;

Τέλος, περισσότερο σκληρή και δυστυχώς πραγματική από όλα τα παραπάνω έργα είναι η Pietà της Μάρθας Μπουζιούρη, μια παράσταση από το είδος του θεάτρου ντοκουμέντο που συγκλόνισε κοινό και κριτικούς, και επανέρχεται για δεύτερο κύκλο (από 5/4 στο Σύγχρονο Θέατρο, προπώληση εισιτηρίων εδώ). Είναι μια συλλογική, ανατριχιαστική κατάθεση επάνω στην πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας, τη γυναικοκτονία, με οδηγό τις αληθινές μαρτυρίες από πέντε γυναίκες-μητέρες οι οποίες βίωσαν την υπέρτατη απώλεια, τη δολοφονία του παιδιού τους, όπως η μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη.

Μια βαθιά βιωματική θεατρική παράσταση, που ισορροπεί με γενναιότητα και ευαισθησία ανάμεσα στο πολιτικό και το ανθρώπινο, αποτίνοντας φόρο τιμής στα θύματα αλλά και όλες τις γυναίκες εκεί έξω που βρέθηκαν (και βρίσκονται) μπροστά στην απειλή.