Αρμάνδος Δελαπατρίδης, ο «παλαβός» των Αθηνών
Έναν αιώνα πριν, την πόλη διασκέδαζαν οι πύρινοι σατιρικοί λόγοι του Δελαπατρίδη στην πλατεία Συντάγματος και τα καφενεία. Μέχρι που η λαοφιλία του κρίθηκε μάλλον επικίνδυνη.
- 30 ΣΕΠ 2024
Κάποτε, ένας δημοσιογράφος τον είχε ρωτήσει, «είναι αλήθεια αυτό που λέγει ο κόσμος ότι είσθε παλαβός», και εκείνος αποκρίθηκε: «Όλοι οι μεγαλοφυείς κατηγορήθηκαν ως τρελοί· εγώ, όμως, δεν είμαι τρελός, είμαι ένας μεγάλος συγγραφεύς και μεγάλος πολιτικός – είμαι η μεγαλύτερη φυσιογνωμία του 20ού αιώνα!». Ο τίτλος αυτός δεν επιβεβαιωνόταν από κάποιο στοιχείο, όπως ίσχυε και για τα περισσότερα πράγματα που κήρυττε με ευφράδεια στα καφενεία και τους δρόμους των Αθηνών ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης, απ’ όταν κατέφθασε στην πρωτεύουσα, ένα πρωινό του 1925.
Δεν πέρασε απαρατήρητος.
Ήταν ένας «νέος με ρεδιγκότα κατάμαυρη αλλά φθαρμένη, με μαύρο κοντό παντελόνι, σκληρό καπέλο, μαύρα ψηλά παπούτσια, μαύρο λαιμοδέτη, μαύρα μαλλιά […] και μαύρα νύχια, ξυρισμένος και με αυστηρό ύφος», όπως έγραφε δημοσίευμα της επόμενης μέρας. Με ένα μπαστούνι στο χέρι, προκαλούσε την προσοχή των περαστικών. Ο κύριος αυτός συστηνόταν στον κόσμο ως Αρμάνδος Δελαπατρίδης, αρχηγός του Α’ Αναμορφωτικού Κόμματος των Κυανολεύκων (μετέπειτα, κόμμα των Κυανόλευκων), τάζοντας ευημερία και προνόμια για όλους.
«Ω Αθηναίοι, βγάλτε με και θα περνάτε φίνα», διαλαλούσε συχνά.
Το κανονικό του όνομα, βέβαια, ήταν Τηλέμαχος Νταλάκας και το κόμμα του ανέφερε δεν καταγράφηκε ποτέ σε εκλογική αναμέτρηση της χώρας. Ήταν ένα παράγωγο της φαντασίας του, όπως και το σύνολο πιθανότατα της περσόνας που είχε υιοθετήσει, ένα μείγμα ματαιοδοξίας και σάτιρας, εκτός εάν δεχθούμε τη θεωρία ότι έπασχε από κάποιας μορφής διαταραχή, την οποία αδυνατούσαν να προσδιορίσουν και να χειριστούν με αγωγή οι ψυχίατροι της εποχής. Έχει γραφτεί ότι εμφάνισε συμπτώματα από το διάστημα που ήταν στη Μυτιλήνη. Άλλοι λένε ότι «τρελάθηκε από έρωτα».
Ποιος ήταν τελικά ο Δελαπατρίδης, του οποίου το όνομα αποτελεί μέχρι σήμερα παράδειγμα σε περίπτωση ενός αιθεροβάμονα πολιτικού; Μία εκκεντρική, αλλόκοτη, αλλά τελείως άκακη και σίγουρα τραγική φυσιογνωμία του 20ου αιώνα στην πόλη των Αθηνών, ένας άνθρωπος που από ένα σημείο και έπειτα λοιδορήθηκε, δέχθηκε επιθέσεις, έγινε περίγελος στον Τύπο και τελικά κατέληξε αλκοολικός, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο Λαϊκό Νοσοκομείο της Αθήνας το 1960, έπειτα από νοσηλεία 20 ημερών, κατά τη διάρκεια των οποίων κανείς δεν τον αναζήτησε.
Ένας αξιαγάπητος ρήτορας-διασκεδαστής
Ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης ήταν πάντα καλοντυμένος με μαύρο φράκο (τυπικό ένδυμα των πολιτικών προσώπων της εποχής) και σήμα κατατεθέν το μαύρο καπέλο. Είχε ταυτιστεί με την πλατεία Συντάγματος, όπου αγόρευε τα απογεύματα όρθιος, επάνω σε καρέκλα, με στόμφο. Πάντα στην καθαρεύουσα, με τη «γνωστή ψαλτική βυζαντομαντία», όπως έγραφε ο Ριζοσπάστης, κεντρίζοντας το πλήθος, που χειροκροτούσε ένθερμα, είτε επειδή ασπαζόταν πράγματι τις σουρεαλιστικές του ιδέες, είτε επειδή ευχαριστιόταν που τον έβλεπε.
Το ανάλογο των social media για την εποχή ήταν φυσικά τα καφενεία, και εκεί ο Δελαπατρίδης ζούσε την αποθέωση. Έστησε το «αρχηγείο» του κόμματός του στο ονομαστό καφενείο του Ζαχαράτου στην πλατεία Συντάγματος, όπου οι θαμώνες τον χαιρετούσαν πάντα ως «πρόεδρο», ανυψώνοντας παράλληλα με ένα ελαφρύ τίναγμα το καπέλο τους. Γρήγορα, η φήμη του έφτασε στις άλλες μεγάλες πόλεις και κατέφθαναν πούλμαν. Από κοντά, και οι εφημερίδες.
Οι δηλώσεις του βρέθηκαν στα πρωτοσέλιδα, παραχώρησε συνεντεύξεις, γράφτηκαν αφιερώματα αλλά και προδημοσιεύσεις (!) απ’ το λεγόμενο «κοινωνικό μανιφέστο» του, το τετράτομο έργο του Η κοινωνία γελά (το οποίο βέβαια ποτέ δεν εκδόθηκε). Με σημερινά δεδομένα, έγινε viral.
«Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι αγνοούν ποιος είναι ο υπουργός των Εσωτερικών (είμαι ένας εξ αυτών), αλλά κανείς που να αγνοεί τον Αρμάνδο Δελαπατρίδη», είχε γράψει εκείνη την περίοδο ο ποιητής Κώστας Ουράνης. Όπως παραθέτει αναφορά του Κώστα Βάρναλη στο πρόσωπό του, ήταν ένας συμπαθέστατος άνθρωπος.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, αυτή του η λαοφιλία του εξασφάλιζε τα προς το ζην για αρκετό καιρό. Είχε αναμφίβολα ταλέντο στη ρητορική και τη σάτιρα (ήταν καλλιεργημένος, άλλωστε, έχοντας εργαστεί και ως γραμματέας στην Οικονομική Εφορία στη Μυτιλήνη, όπως αναφέρει το βιογραφικό σημείωμα που είχε δημοσιευθεί πρώτο στον Τύπο), προσφέροντας άφθονο γέλιο και διασκέδαση στον κόσμο. Διατύπωνε θεωρίες για τον έρωτα, τον γάμο, την τυχαιότητα, εκφράζοντας πράγματα πολύ πιο απελευθερωμένα από την εποχή του.
«Η μόνη ζωηροτέρα εσπερινή τέρψις στας Αθήνας είναι οι ανεξάντλητες δηλώσεις του αρχηγού των κυανόλευκων εις την πλατείαν του Συντάγματος», έγραφε δημοσίευμα του 1926 στην εφημερίδα Εμπρός με κυνικές αιχμές, «δημόσιο θέαμα και ακρόαμα εντελώς δωρεάν, αφού είναι απηλλαγμένο και του δημοσίου φόρου!».
Μέχρι που η λαοφιλία του κρίθηκε μάλλον επικίνδυνη.
Το άδοξο φινάλε
Είχε διαπιστωθεί ότι κατά τη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων, οι εκδηλώσεις του Δελαπατρίδη συγκέντρωναν αρκετά περισσότερο κόσμο από εκείνες των «κανονικών» πολιτικών αρχηγών. Ώσπου, το γεγονός αυτό προκάλεσε έντονη δυσανασχέτηση και πριν τις κρίσιμες εκλογές του 1933 (κρίσιμες γιατί το κόμμα των Βενιζελικών είχε φανεί ότι θα έχανε τις εκλογές) οι αστυνομικές αρχές συνέλαβαν τον εκκεντρικό ρήτορα της πλατείας Συντάγματος «διά λόγους διαταράξεως της κοινής ησυχίας», και ο συλληφθέντας οδηγείται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Δαφνίου.
Δεν θα είναι μία, αλλά πολλές οι φορές που θα βρεθεί έγκλειστος στο συγκεκριμένο ψυχιατρικό κατάστημα. «Υπό το πρόσχημα νοσηλείας δήθεν», έγραψε απ’ το ψυχιατρείο, «αφού δεν πάσχω από τίποτε, ειμί από μίαν έξαρσιν πνευματικήν, ως άλλως τε όλοι οι ποιηταί του κόσμου απ’ αρχαιοτάτων χρόνων έως σήμερον, διατελώ εγκάθειρκτος, χωρίς να δύναμαι να πράξω τίποτε». Μερικού μήνες μετά, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και τις επόμενες φορές, οι γιατροί θα τον άφηναν ελεύθερο, κρίνοντας ότι είναι τελείως ακίνδυνος.
Κάθε φορά που έβγαινε, βεβαίωνε τον κόσμο ότι δεν έχει καμία πρόθεση να ασχοληθεί τελικά με την πολιτική, γιατί κουράστηκε και «σιχάθηκε», και τελικά θα αφιερωθεί στο συγγραφικό του έργο, στοχεύοντας στο Νόμπελ. Τα πίστευε όλα αυτά τελικά ή προσποιούταν;
Το μυστήριο θα μείνει μάλλον να βαραίνει τους λαογράφους του μέλλοντος, γιατί παρά τις διαβεβαιώσεις του ίδιου, όταν έφτασε στο σπίτι του σημείωμα δήθεν από τον πρόεδρο της Βουλής μετά την παραίτηση του Καραμανλή του 1956, με το οποίο του πρότεινε –δήθεν– να ορκιστεί πρωθυπουργός, εκείνος στολίστηκε και πήγε.
Αλλά ήταν φάρσα.