ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Γιατί αυξάνονται οι παπαγάλοι στην Αθήνα;

Η ιστορία πίσω από τα είδη που πετάνε σήμερα στην Αθήνα, το παράδοξο με τα αστικά παπαγαλάκια σε παγκόσμια κλίμακα και ένα σχέδιο δράσης του Υπουργείου Περιβάλλοντος που τα βάζει στο στόχαστρο. Μιλήσαμε για όλα αυτά με τον αρμόδιο της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, Παναγιώτη Λατσούδη.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΜΑΡΚΟΣ ΧΟΥΖΟΥΡΗΣ / EUROKINISSI

Μια τρελή ιδέα στην δεύτερη καραντίνα, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ήταν να φτιάξω ένα Bird Feeder στην ταράτσα: μερικά σπόρια και νερό θα βοηθούσαν ίσως σπουργίτια ή άλλα αστικά πτηνά, επιφέροντας μια σειρά από οφέλη στο τοπικό οικοσύστημα, όπως έλεγε ένας κύριος στο YouTube. Το θέμα είναι ότι μια εβδομάδα μετά, συνέβη το απίθανο να πετύχω επί τω έργω ένα λαχανί –και όχι γκριζωπό– πουλί, με μακριά ουρά, πριν εξαφανιστεί.

«Περίεργο μου φαίνεται· έρχονται οι Αθηναίοι προς τα εκεί αλλά δεν έχει φωλιάσει ακόμα», μου απαντάει μόλις αναφέρω την τοποθεσία ο Παναγιώτης Λατσούδης, δασολόγος και περιβαλλοντολόγος, πολλά χρόνια μέλος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας και απόλυτα αρμόδιος για να λύσει το παραπάνω μυστήριο. «Ίσως να το έσκασε από κλουβί εκεί κοντά».

Τον πετυχαίνω στη φάση που ολοκληρώνει το πρόγραμμα καταμέτρησης των πληθυσμών στο Λεκανοπεδίου για τη σεζόν, έχοντας κάνει αυτοψίες από πάρκο σε πάρκο, ενώ είναι μεταξύ των πρώτων που κατέγραψαν την εμφάνιση παπαγάλων στην Αθήνα, σε έντυπο του 1994. Το ελάχιστο που είχα να κάνω από μέρους μου πριν την κουβέντα ήταν να μάθω τη βασική ορολογία για το θέμα.

Στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής πετάνε, χονδρικά, τρία είδη παπαγάλων:

  • Οι μυοψιττακοί σε Αθήνα και Πειραιά, που είναι πράσινοι με γκρίζο στήθος-πρόσωπο και αρκετά εξοικειωμένοι ώστε να κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε πάρκα όπως ο Εθνικός Κήπος ή και μέσα στον ιστό της πόλης π.χ. στην Πανόρμου, για να προλάβουν τροφή από τα περιστέρια,
  • Οι καταπράσινοι δαχτυλιδολαίμηδες με κόκκινο ράμφος, πολύ πιο ντροπαλοί και με εξάπλωση σε πολλά μέρη του Λεκανοπεδίου (και της χώρας), για τους οποίους έχει παρατηρηθεί ότι όσο πιο αστικό είναι το περιβάλλον, τόσο μεγαλύτεροι είναι οι πληθυσμοί, και
  • Μια αποικία στο Τρίτση από 65 ευπάτριδες (Αλεξανδρινούς), που ενίοτε πετούν μέχρι τα διπλανά άλση των δυτικών προαστίων.

«Έχουν απομείνει και ένας ή δύο φαιοκέφαλοι, αλλά σίγουρα ήταν ένα αφρικανικό είδος που δεν αναπτύχθηκε εδώ», προσθέτει ο Π. Λατσούδης, «πέραν αυτού, όμως, όλα τα είδη που έχουν εγκλιματιστεί στο περιβάλλον της Αττκής καταγράφουν αύξηση του πληθυσμού τους, ειδικά οι μυοψιττακοί με την αποικία της Αθήνας. Δεν έχω ακόμη τα ακριβή νούμερα στα χέρια μου, αλλά από τις 300 φωλιές των δέντρων που μετρήσαμε, φαίνεται να διπλασιάστηκαν. Πλέον, απλώνονται από το Χαλάνδρι μέχρι την Νέα Σμύρνη – και το παράδοξο είναι ότι ακόμη δεν έχουν συναντηθεί με τους μυοψιττακούς του Πειραιά».

Όπως μου εξηγεί ο ίδιος, οι μεν της Αθήνας προτιμούν τα πεύκα (ειδικότερα την χαλέπιο πεύκη, χαρακτηριστικό είδος του αττικού τοπίου), οι δε, σχεδόν αποκλειστικά, φωλιάζουν σε ευκάλυπτους. Αλλά προέρχονται ακριβώς από το ίδιο είδος της Νότιας Αμερικής, του οποίου το ιδιαίτερο στοιχείο για τον κόσμο των παπαγάλων είναι οι γερές ξύλινες φωλιές που χτίζει για καταφύγιο τον χειμώνα, αντί του να επιλέξει μια έτοιμη κοιλότητα. Ο αριθμός τους προβλέπεται να ξεπεράσει τα 1.000 άτομα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα αργήσει η στιγμή να ισοβαθμίσει και να προσπεράσει το γκρουπ των καταπράσινων, παρότι εκείνο βρέθηκε πρώτο στη χώρα.

Σήμερα, οι «βετεράνοι» δαχτυλιδολαίμηδες, με το καταπράσινο φτέρωμα, υπολογίζονται στον αριθμό των 1.600, αλλά είναι σε σταθερή πορεία εδώ και χρόνια (με μικρή αυξητική τάση), έχοντας συμπληρώσει κοντά μισό αιώνα ζωής σε αυτή την πόλη.

Μα, από πού ήρθαν τόσα πουλιά

Δεν θα ήταν ποτέ εφικτό να μεταναστεύσουν, διασχίζοντας ηπείρους.

«Γενικά, οι παπαγάλοι είναι επιδημητικά πτηνά· ελάχιστα είδη μεταναστεύουν σε άλλες περιοχές και κανένα απ’ τα είδη του Λεκανοπεδίου δεν ανήκει σε αυτά». Στα εδάφη μας μεταφέρθηκαν με κλουβιά, μια ιστορία που ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του ’80. «Γνωρίζουμε με βεβαιότητα πλέον ότι τότε υπήρξαν περιστατικά εκτελωνισμών στο πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού που δεν ολοκληρώθηκαν και τα πουλιά αφέθηκαν ελεύθερα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι πρώτες αποικίες δαχτυλιδολαίμηδων. Το ίδιο συνέβη και σε άλλα μέρη που καταγράφονται αποικίες τους, από την Ρόδο μέχρι τη Θεσσαλονίκη».

Από την άλλη, διαφορετική είναι η προέλευση των γκριζοπράσινων παπαγάλων που σήμερα έχουν εξαπλωθεί περισσότερο: «συγκεκριμένα για τους Αθηναίους μυοψιττακούς, όλη η αποικία ξεκινά πολύ αργότερα, λίγο μετά το 2000, από το Άλσος Χωροφυλακής του Δήμου Αθηναίων, όπου υπήρχε μια μικρή συλλογή εκεί και ξέφυγαν· απλώθηκαν στα δέντρα που υπήρχαν τριγύρω, πεύκα κυρίως, και έκτοτε μεγαλώνει ο πληθυσμός τους». Ένα από τα πολλά προσόντα τους σε επίπεδο προσαρμοστικότητας είναι ότι τα πουλιά αυτά δεν έχουν καμία διατροφική ιδιαιτερότητα, είναι σαν τα περιστέρια: τρώνε ψίχουλα, χορτάρια, σπόρια και φυσικά καρπούς δέντρων.

Με την πάροδο των χρόνων, στους πληθυσμούς των ελεύθερων παπαγάλων προστέθηκαν περιφερόμενα πτηνά από pet shops ή ιδιοκτήτες που τα άφησαν ελεύθερα, όταν ίσως κουράστηκαν απ’ τις φωνές τους, οπότε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο για την παρουσία τους εδώ «ευθύνεται αποκλειστικά το εμπόριο άγριας ζωής». Όπως δηλαδή συμβαίνει σε παγκόσμια κλίμακα από το ’50 κι έπειτα. Και ενώ ακόμη δεν έχουν παρατηρηθεί νέα χαρακτηριστικά στα είδη που αποίκισαν στο εύκρατο κλίμα της Ευρώπης, αναμένεται και αυτό να συμβεί, οδηγώντας ουσιαστικά σε ένα νέο υπο-είδος.

«Τώρα τελευταία παρατηρήσαμε μια πολύ σπάνια μίξη στην Αθήνα, αφού ένας δαχτυλιδολαίμης φαίνεται να έχει ερωτευτεί μια μυοψιττακίνα – το παρακολουθούμε με ενδιαφέρον, αν και σε περίπτωση ζευγαρώματος τα αυγά θα είναι σίγουρα άγονα, αφού μιλάμε για δύο τελείως διαφορετικά είδη παπαγάλων», παρατηρεί ο Παναγιώτης Λατσούδης με τόνο ενθουσιασμού. Την ίδια στιγμή, αναρωτιέμαι πόσο χρόνο περνάει ο ίδιος στα πάρκα και τα άλση της πόλης, παρατηρώντας τις κινήσεις των πτηνών, για να εντοπίσει ένα τέτοιο περιστατικό.

Είναι αρκετή δουλειά, όπως φαντάστηκα. Για να βγει ο ακριβέστερος δυνατός αριθμός των πληθυσμών, η Ορνιθολογική Εταιρεία ακολουθά ένα σφιχτό πρόγραμμα, το οποίο αποτελείται από δύο φάσεις: μία τον Δεκέμβριο και μία μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου.

Πρώτα γίνεται η απογραφή των δαχτυλιδολαίμηδων, μέσα από τις κούρνιες όπου συγκεντρώνονται τη νύχτα («φέτος, παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη κούρνια στην Αθήνα, αριθμώντας 900 πουλιά – ένα κανονικό υπερθέαμα τη στιγμή που μαζεύονται ξαφνικά από πάσα κατεύθυνση το σούρουπο»), και έπειτα ακολουθεί η πολύ πιο απαιτητική (σε θέμα χρόνου και κόπου) χαρτογράφηση των φωλιών των μυοψιττακών, από πάρκο σε πάρκο, από γειτονιά σε γειτονιά, την περίοδο της αναπαραγωγής τους.

«Φτιάχνω ένα πρόγραμμα και καθημερινά καταγράφω δύο ή τρία σημεία, είτε έχει αναφερθεί ύπαρξη παπαγάλων είτε όχι», μεταφέρει ο Παναγιώτης Λατσούδης για το σύστημα που ακολουθεί τα τελευταία έξι χρόνια, από δική του πρωτοβουλία και αγάπη για τα όμορφα, αυτά, αστικά πτηνά.

Ο Παναγιώτης Λατσούδης, δασολόγος και περιβαλλοντολόγος, μέλος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας.

Το παράδοξο με τα αστικά παπαγαλάκια

Τον ρωτάω γιατί ως περιβαλλοντολόγος και μελετητής πτηνών έστρεψε από νωρίς την προσοχή του στην αστική πανίδα, αντί να κυνηγάει με το κυάλι του άγρια ενδογενή πτηνά σε φυσικούς οικοτόπους, πχ φλαμίνγκο και γεράκια, όπως φαντάζομαι ότι προτιμούν συνάδελφοί από τα παπαγαλάκια. Εκείνος, πολύ άμεσα και στοχευμένα, αποκρίνεται: «Με την επέκταση στις ανθρώπινες δραστηριότητες που βιώνει σήμερα ο πλανήτης, έχω την αίσθηση ότι η εικόνα της αστικής πανίδας είναι εκείνη που βαθμιαία θα επικρατήσει ως γενική εικόνα του περιβάλλοντος. Και τα είδη που ευνοούνται από τον άνθρωπο, πχ σπουργίτια, κουρούνες, καρακάξες, θα επικρατήσουν μαζί του».

Ανάμεσα σε αυτά, περίοπτη θέση κατέχουν τα παπαγαλάκια. «Οι αστοί παπαγάλοι είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, από το Λονδίνο μέχρι τη Σιγκαπούρη είτε το Χονγκ Κονγκ, και το παράδοξο είναι ότι πλέον υπάρχουν παπαγάλοι σε πόλεις που διάγουν έναν πολύ πιο ασφαλή και χαρούμενο βίο, απ’ ό,τι οι συγγενείς τους στα φυσικά οικοσυστήματα – θεωρούνται ανθρωπόχωρα είδη, τώρα πια». Και είναι λογικό: μέσα στον αστικό ιστό, απουσιάζουν τα αρπακτικά πτηνά και άλλοι θηρευτές των παπαγάλων, οι αστοί τρέφουν συχνά το αίσθημα φροντίδας προς το όμορφο, αυτό, είδος, ενώ η τροφή αφθονεί.

Αναπόφευκτα, πολλαπλασιάζονται περισσότερο, ζουν περισσότερο.

Γι’ αυτό και συχνά φουντώνει το debate διεθνώς (ακόμη και μεταξύ οικολόγων) για το εάν οι παπαγάλοι, ως ξενικά είδη, αποτελούν τελικά απειλή για τα αυτόχθονα είδη αλλά και τα οικοσυστήματα:

Στην Σεβίλλη, για παράδειγμα, οι πράσινοι παπαγάλοι θεωρήθηκαν υπαίτιοι για τη μείωση πληθυσμού ενός είδους νυχτερίδας στο κεντρικό πάρκο – και εξοντώθηκαν. Σε επαρχιακή πόλη της Αγγλίας αλλά και στο Ισραήλ έχουν κατηγορηθεί για σημαντικές ζημιές σε αγροτικές σοδειές, επίσης. Τέτοιες αφορμές στάθηκαν αρκετές για να ψηφιστούν διατάγματα απ’ την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον έλεγχο του πληθυσμού των παπαγάλων, με βάση την αρχή της πρόληψης. Μάλιστα, αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπό διαβούλευση το Σχέδιο Δράσης για τα ξενικά είδη από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, ανάμεσα στα εισβλητικά είδη του οποίου περιλαμβάνονται και οι πράσινοι παπαγάλοι.

Ωστόσο, «οι γενικεύσεις δεν ταιριάζουν στο πνεύμα τον ημερών μας», αντιθέτει ο Παναγιώτης Λατσούδης, «κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά και ενώ θεωρητικά στο ελληνικό οικοσύστημα θα μπορούσαν οι παπαγάλοι να ανταγωνιστούν πουλιά όπως οι κουκουβάγιες, φαίνεται ότι έχουν προσαρμοστεί εντελώς αρμονικά, και ποτέ δεν έχει αναφερθεί πρόβλημα αντιπαλότητας με αυτόχθονες πληθυσμούς είτε ζημιές σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις.»

«Το ότι προκάλεσε ενδεχομένως ζημιά σε ένα συγκεκριμένο πάρκο της Ισπανίας δεν σημαίνει ότι αρκεί για να προδικάσουμε πως θα συμβεί το ίδιο και εδώ, έτσι δεν είναι;».