© Menelaos Myrillas / SOOC
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Γιατί δεν πέφτει η θερμοκρασία ούτε τη νύχτα στην πόλη

Μέχρι και 10°C πιο ζεστές είναι οι νύχτες στα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα. Η εξήγηση βρίσκεται στο φαινόμενο της Αστικής Θερμικής Νησίδας για το οποίο θα έπρεπε να είχαμε προνοήσει εδώ και χρόνια.

Δεν υποτίθεται ότι τη νύχτα πέφτει η θερμοκρασία και το αεράκι που σηκώνεται «δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα τής ζωής μας», όπως έγραφε για το αίσθημα του έρωτα η αθάνατη Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ; Όχι, εάν ζεις σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο όπως η Αθήνα. Διότι, ζώντας μέσα στο τσιμέντο, η διαρκής μάχη με τον καύσωνα τους μήνες του καλοκαιριού έχει εξελιχθεί σε υπόθεση πιο μυστήρια κι από το ζήτημα της συναισθηματικής έλξης μεταξύ των ανθρώπων, με όσα γνωρίζαμε (είτε νομίζαμε πως γνωρίζαμε) να ανατρέπονται.

Ενώ διανύουμε έναν ακόμη μήνα που οδεύει ολοταχώς για ρεκόρ υπερθέρμανσης, σε ένα απ’ τα θερμότερα εικοσιτετράωρα της περασμένης εβδομάδας, όταν έπεσε ο ήλιος και μέχρι να ξαναεμφανιστεί στον ορίζοντα, στο μεγαλύτερο μέρος του Λεκανοπεδίου η θερμοκρασία δεν κατέβηκε κάτω απ’ τους 32°C. Καμία ανάσα δροσιάς, δηλαδή, για τους κατοίκους, σε αντίθεση με περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας όπου ο υδράργυρος έδειχνε την ίδια ώρα έως και 10°C λιγότερο.

Το αποτέλεσμα; Μόλις ερχόσουν σε επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον, σου κοβόταν η ανάσα από τη ζέστη.

Το παράδειγμα δεν είναι μεμονωμένο, αλλά αποτελεί το αποτέλεσμα που ήταν γνωστό απ’ τον προπερασμένο αιώνα ότι περιμένει όποια μητρόπολη συνεχίσει να οικοδομείται αλόγιστα, χωρίς χώρους πρασίνου. Είναι ο κανόνας μιας πόλης που αμέλησε για τη βιωσιμότητα και τη βιοκλιματική στρατηγική της.

Σε πρόσφατη τοποθέτησή του στην ΕΡΤ, ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης, καθηγητής περιβαλλοντικής μηχανικής στο ΑΠΘ, μίλησε για «τροπικές νύχτες» (αλλά όχι με την έννοια που θα θέλαμε), των οποίων την παρουσία πρέπει να συνηθίσουν όσοι ζουν στο κέντρο των πόλεων. Είχε χαρακτηριστικό, όπως τόνισε, ότι τη νύχτα του καύσωνα που αναφέραμε παραπάνω, οι αισθητήρες θερμοκρασίας στην Κηφισίας και στο κέντρο του Δήμου Αθηναίων έδειξαν απόκλιση ύψους 6°C, με τον πυρήνα της πρωτεύουσας να βράζει.

Ποιος ο λόγος αυτής της διαφοράς που ακολουθεί σταθερά όσες μελέτες έχουν εκπονηθεί απ’ τη δεκαετία του ’80 και έπειτα; Είναι το φαινόμενο της Αστικής Θερμικής Νησίδας. «Έτσι περιγράφεται το φαινόμενο της τάσης των κέντρων των πόλεων να παρουσιάζουν υψηλότερες θερμοκρασίες αέρα σε σχέση με την ύπαιθρο που τις περιβάλλει», όπως ανέφερε ο καθηγητής του ΑΠΘ, «συνήθως η διαφορά αυτή είναι πιο έντονη κατά τις νυχτερινές ώρες σε σχέση με την υπόλοιπη ημέρα».

Τι είναι το φαινόμενο της Αστικής Θερμικής Νησίδας

Ο πρώτος που παρατήρησε και ερεύνησε το συγκεκριμένο ατμοσφαιρικό φαινόμενο ήταν ο Luke Howard, πίσω στο 1810, όταν διαπίστωσε ότι διαφέρουν οι τιμές θερμοκρασίας ανάμεσα στην επαρχία και το κέντρο του Λονδίνου, που αποκτούσε τότε τα χαρακτηριστικά της μητρόπολης. Το όνομα Αστική Θερμική Νησίδα κατοχυρώθηκε βέβαια πολύ αργότερα, το 1981, από τον Landsberg, ενώ στο μεταξύ είχε μελετηθεί εκτενώς το αστικό κλίμα, οι παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με τους ατμοσφαιρικούς ρύπους, την υγρασία, τις ιδιότητες απορρόφησης και ανάκλασης των δομικών υλικών, και τελικά όσα σχετίζονται με την αύξηση της θερμοκρασίας στα αστικά περιβάλλοντα.

Με λίγα λόγια, ο όρος περιγράφει μια αστική περιοχή που είναι σημαντικά θερμότερη από το αγροτικό περιβάλλον λόγω των τεχνητών υποδομών και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Για την ακρίβεια, πλήθος παραγόντων συμβάλλει σε αυτή την απόκλιση: είναι οι καλυμμένες από άσφαλτο επιφάνειες, είναι τα κτίρια, η απουσία πρασίνου (όπως συμβαίνει κατά κόρον στην Αθήνα), η πυκνή και χωρίς μελέτη δόμηση, αλλά και η αύξηση της ενεργειακής κατανάλωσης π.χ. με τη ζέστη που αποδεσμεύεται από τις μονάδες των κλιματιστικών είτε τα αυτοκίνητα.

Χονδρικά, θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε την αστική θερμική νησίδα σε δύο κατηγορίες, όπως εξηγεί σε σχετική διπλωματική εργασία του στη σχολή του ΕΜΠ ο Νικόλαος Πάτρας: την ατμοσφαιρική και την επιφανειακή. Σε αντίθεση με τη δεύτερη που καταγράφεται καθόλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, η ατμοσφαιρική αστική θερμική νησίδα είναι εκείνη που καθορίζει την παραπάνω ζέστη τις νύχτες στα αστικά κέντρα.

Και αυτό συμβαίνει με την παρακάτω διαδικασία:

Η κτιριακή µάζα λειτουργεί σταθερά ως αποθήκη θερµότητας. Κατά τη διάρκεια της μέρας, οι επιφάνειες του σκυροδέματος (τσιμέντο), όπως κι η άσφαλτος, αποθηκεύουν θερμότητα και όταν ο αέρας έρχεται σε επαφή με τις επιφάνειες των κτιρίων. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, λοιπόν, ενώ στην ύπαιθρο ο αέρας ψύχεται καθώς περνάει πάνω απ’ τα χωράφια, τους θάμνους και τα δάση, στο αστικό περιβάλλον συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.

Εκείνη την ώρα, τα δομικά υλικά αποδεσμεύουν (µε τη µορφή υπέρυθρης ακτινοβολίας) τη θερμότητα που έχουν απορροφήσει και όπως περνούν τα ρεύματα του αέρα, μεταφέρουν τη θερμότητα των επιφανειών στις γειτονικές μάζες του αέρα, ζεσταίνοντας έτσι το άμεσο περιβάλλον. Όσο πιο πυκνή είναι η δόμηση, τόσο πιο έντονη είναι και η μεταφορά της αποθηκευμένης θερμότητας στον αέρα.

Όπως έχει διαπιστωθεί διαχρονικά από διαφορετικές μελέτες, η διαφορά αυτή μπορεί εύκολα να φτάσει τους 10°C. Μερικές απ’ τις λύσεις που θα μπορούσαν να μετριάσουν το πρόβλημα που θεριεύει παράλληλα με την κλιματική κρίση, είναι τα φυτεμένα δώματα, οι πνεύμονες πρασίνου αλλά και η εφαρμογή νέας τεχνολογίας πεζοδρομίων που να μην απορροφούν στον ίδιο βαθμό τη θερμότητα.

Αλλά ωσότου να χαράξουν στρατηγικής αστικής βιωσιμότητας οι αρμόδιοι, βεντάλιες και air condition.