© 24 Media / Canvas AI
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«Η Αθήνα πρέπει να σχεδιάσει από την αρχή το παραλιακό της μέτωπο»

Μετά την ομιλία του καθηγητή αστικού σχεδιασμού Maurizio Carta στο Πάρκο Σταύρος Νιάρχος, υπήρχαν αρκετές αφορμές για συζήτηση: οι αναπλάσεις με επίκεντρο την κοινωνία αντί του κέρδους, το παράδειγμα του Ελληνικού και οι προϋποθέσεις για μια πιο βιώσιμη Αθήνα.

«Πρέπει να αναθεωρήσουμε τον αστικό σχεδιασμό». Αυτό ήταν το κεντρικό αίτημα που πρόταξε με θέρμη ο Ιταλός πολεοδόμος και αρχιτέκτονας, καθηγητής αστικού και περιφερειακού σχεδιασμού στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου του Παλέρμο, Maurizio Carta, όταν ανέβηκε στον Θόλο του Πάρκου Σταύρος Νιάρχος για την κεντρική (και τελευταία) ομιλία στο πλαίσιο του πρόσφατου Green Weekend – του φεστιβάλ που προωθεί την αστική βιωσιμότητα, αναζητώντας λύσεις και παραδείγματα για να βγούμε από το αδιέξοδο.

Παράλληλα με το ακαδημαϊκό του έργο, ο Carta έχει εμπλακεί σε πολλά πρότζεκτ αναπλάσεων στη γείτονα χώρα: Έχει διατελέσει παλαιότερα μέλος του SIU (Italian Society of Urbanists), κατέχει θέση ανώτερου εμπειρογνώμονα σε θέματα στρατηγικού σχεδιασμού, αστικού σχεδιασμού και τοπικής ανάπτυξης, ενώ έχει υπάρξει κομμάτι του σχεδιασμού μεγάλων έργων στη Σικελία και γενικότερα τη Νότια Ιταλία. Σήμερα, είναι ο επικεφαλής του «Εργαστηρίου Έξυπνου Σχεδιασμού» και έχει κατευθύνει την ακαδημαϊκή του έρευνα στην ανανέωση του αστικού σχεδιασμού και ειδικότερα στην εξεύρεση καινούργιων μοντέλων που να απαντούν στις αναδυόμενες προκλήσεις των δυτικών πόλεων – τη βιωσιμότητα, την εγγύτητα, τη συμπερίληψη.

Κεντρική ιδέα στη θεωρητική που έχει αναπτύξει, κατέχει το «παράδειγμα μιας ρευστής πόλης» που θα μπορούσαν να υιοθετήσουν οι παράκτιες πόλεις, όπως είναι η Αθήνα και το Παλέρμο απ’ όπου κατάγεται. Συγκεκριμένα, στο Παλέρμο ολοκληρώθηκε πρόσφατα η μεγάλης κλίμακας ανάπλαση του λιμανιού, με τη Νέα Μαρίνα του Παλέρμο (Palermo Marina Yachting) να ενώνει την καρδιά της πόλης με τη θάλασσα, εμφανίζοντας έναν νέο ελκυστικό δημόσιο χώρο που βρίθει από ζωή, μακριά από την κίνηση των οχημάτων. Πέρα από τις νέες θέσεις ελλιμενισμού για τα γιοτ και τα παραθαλάσσια εστιατόρια, φτιάχτηκαν εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας (όπως ένα υπαίθριο θέατρο), ποδηλατόδρομοι και ένα συνεδριακό κέντρο, απαντώντας στις ανάγκες όχι μόνο επισκεπτών αλλά και κατοίκων, όπως θα μου επισημάνει ο Maurizio Carta.

Μετά την ομιλία του στο Green Weekend, υπήρχαν αρκετές αφορμές για να ξεκινήσουμε τη συζήτηση: Το παράδειγμα της «ρευστής πόλης» που υποστηρίζει σε αντίθεση με τις επικεντρωμένες στο κέρδος αναπλάσεις που υλοποιούνται διεθνώς, η περίπτωση του Ελληνικού και του The Ellinikon Project, τα στοιχεία που καθιστούν μια πόλη βιώσιμη σήμερα και οι αλλαγές που θα έπρεπε να κάνει η Αθήνα προς αυτή την κατεύθυνση, προτού να είναι αργά.

 

Έχετε αναφερθεί διεξοδικά στο ορόσημο της πανδημίας όσον αφορά τον τρόπο που σκεφτόμαστε το μέλλον των πόλεων. Πώς πιστεύετε ότι η υγειονομική κρίση και οι πρωτοφανείς συνθήκες διαβίωσης στην καραντίνα έχουν επιδράσει στη λειτουργία και το βίωμα της πόλεις, ειδικά σε περιπτώσεις πόλεων της Μεσογείου, όπως η Αθήνα και η πατρίδα σας, το Παλέρμο;

Διανύουμε μια «συνδημική» [syndemic] κατάσταση, μια πανδημία πανδημιών, όπου διαφορετικών ειδών κρίσεις (κλιματική, υγείας, πολέμου, ανισότητας) είναι συνδεδεμένες η μία με την άλλη. Η παγκόσμια κρίση έχει ένα διαρκές αντίκτυπο στις πόλεις, αναδιαμορφώνοντας τις αστικές δυναμικές, ιδίως στη λεκάνη της Μεσογείου, όπου πόλεις όπως η Αθήνα και το Παλέρμο μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, όπως πυκνούς πληθυσμούς, πυκνά δομημένους αστικούς ιστούς και μια πλούσια και ζωντανή κοινωνική κουλτούρα.

Η πανδημία ανέδειξε την ανάγκη για βελτιωμένους δημόσιους χώρους, πιο πολύ πράσινο και καλύτερες υποδομές προς εξυπηρέτηση υπαίθριων δραστηριοτήτων και κοινωνικής συναναστροφής. Ιδιαίτερα στις πόλεις της Μεσογείου, όπου η ζωή εκτός σπιτιού είναι κεντρικής σημασίας, παρατηρούμε ότι δίνεται πια εκ νέου έμφαση στην αρχή της εγγύτητας, σε συνδυασμό με περιοχές φιλικές στους πεζούς, ποδηλατόδρομους και υπαίθριες αγορές.

Επιπλέον, η κρίση έχει υπογραμμίσει τη σημασία της ανθεκτικότητας τόσο των συστημάτων δημόσιας υγείας όσο και των αστικών χώρων και των ψηφιακών υποδομών, οδηγώντας σε πιο έξυπνες και ευέλικτες πρωτοβουλίες τις πόλεις. Η στροφή προς την εξ αποστάσεως εργασία, επίσης, πυροδότησε τη διαδικασία επανεξέτασης των αστικών χώρων. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές πρέπει να είναι επί ίσοις όροις, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα βιώσιμο, χωρίς αποκλεισμούς αστικό μέλλον.

«Σε αυτή την εποχή, που χαρακτηρίζεται από συχνές φυσικές καταστροφές, την εξάντληση των πόρων και τις περιβαλλοντικές κρίσεις, οι πόλεις έρχονται αντιμέτωπες με πρωτοφανείς πιέσεις». © Aris Oikonomou/ SOOC
«Απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση για να υπάρξει αλλαγή». © Aris Oikonomou/ SOOC

Έχετε μεταφέρει τον όρο του «γκρι ρινόκερου» της πανδημίας στον επίπεδο του αστικού σχεδιασμού, λέγοντας ότι η πανδημία φανέρωσε απότομα τα προβλήματα των πόλεων τα οποία επιμέναμε να αγνοούμε. Μήπως ήρθε η ώρα να διακηρύξουμε το τέλος των μεγαλουπόλεων ή θεωρείτε πως είναι εφικτό να ακολουθήσουμε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο διαβίωσης ακόμη και σε τόσο μεγάλα μεγέθη και πυκνότητες κατοίκησης;

Ο «γκρι ρινόκερος» που αναφέρατε -συμβολίζοντας τις παραγνωρισμένες αλλά αναπόφευκτες προκλήσεις της Νεοανθρωπόκαινου Εποχής [Neoanthropocene]- μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον των μεγαλουπόλεων. Σε αυτή την εποχή, που χαρακτηρίζεται από συχνές φυσικές καταστροφές, την εξάντληση των πόρων και τις περιβαλλοντικές κρίσεις, οι πόλεις έρχονται αντιμέτωπες με πρωτοφανείς πιέσεις. Η πανδημία της COVID-19 υπογράμμισε τα τρωτά αυτά σημεία, αλλά επίσης ενίσχυσε τον ζωτικής σημασίας ρόλο των πόλεων ως κέντρων καινοτομίας και ανθεκτικότητας, ως πηγών ασφάλειας και δημιουργικότητας.


Ως εκ τούτου, αντί να διακηρύξουμε το τέλος των μεγαλουπόλεων, είναι ώρα να επαναπροσδιορίσουμε τις πόλεις μέσω ενός περισσότερο και βιώσιμου και προσαρμοστικού μοντέλου αστικού σχεδιασμού. Δεν αποζητούμε λιγότερη πόλη, αλλά ακόμη περισσότερη πόλη: μια πόλη ακόμη περισσότερο οικολογική, πιο συμπεριληπτική, πιο δημιουργική, πιο διαφορετική, πιο ανθεκτική και πιο ευαισθητοποιημένη.

Για να γίνει αυτό πράξη, χρειάζεται μια πολύπλευρη προσέγγιση: Θα αναφέρω συνοπτικά τις βασικές κατευθύνσεις.

  • Οι πόλεις πρέπει να στραφούν προς την αποκέντρωση: Αντί να βασίζονται σε υπερ-πυκνούς κεντρικούς πυρήνες, ο αστικός σχεδιασμός θα πρέπει να εστιάσει στη δημιουργία πολυκεντρικών πόλεων (πόλεων με μικρότερους κόσμους, γεμάτους δραστηριότητα και ζωή) εντός της μεγαλύτερης, μητροπολιτικής περιοχής, για να κατανέμονται οι πόροι πιο ομοιόμορφα. Αυτό το μοντέλο ενθαρρύνει το περπάτημα, μειώνει την κυκλοφοριακή συμφόρηση και βελτιώνει την πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες. Πρόκειται για το μοντέλο της Πόλης των 15 Λεπτών, το οποίο δοκιμάζει και το Παρίσι.
  • Κατά δεύτερον, οι πόλεις πρέπει να θέσουν σε προτεραιότητα τις πράσινες υποδομές και τη βιώσιμη διαχείριση των πόρων: Τα φυτεμένα δώματα, η αστική γεωργικά και τα αποτελεσματικά συστήματα διαχείρισης νερού μπορούν να μετριάσουν τον αντίκτυπο των πυκνοκατοικημένων πόλεων. Βιώσιμα συστήματα διαχείρισης τροφής που εστιάζουν στην τοπική παραγωγή μπορούν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο επισιτιστικής κρίσης στα αστικά κέντρα, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να μειώσουν την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
  • Η τεχνολογία και ο αστικός σχεδιασμός με βάση τα πληροφοριακά δεδομένα (έξυπνες πόλεις) μπορούν να ενισχύσουν την ετοιμότητα αλλά και την ταχύτητα απόκρισης στο ενδεχόμενο φυσικής καταστροφής. Μάλιστα, συστήματα πρόβλεψης είναι σήμερα σε θέση να προειδοποιήσουν πριν την εμφάνιση μιας καταστροφής.

Βέβαια, η βασική πρόκληση σε αυτή τη συζήτηση είναι να διασφαλιστεί η ισότητα, όπως είπαμε. Η ανθεκτικότητα των πόλεων πρέπει να αφορά εξίσου τους πληθυσμούς που είναι περιθωριοποιημένοι, καθώς εκείνοι είναι πιο ευάλωτοι σε περιβαλλοντικούς και οικονομικούς κλυδωνισμούς. Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα, μια βιώσιμη πόλη οφείλει να παρέχει οικονομικά προσιτή στέγαση, να δίνει πρόσβαση σε χώρους πρασίνου και δημόσιες υπηρεσίες που να υποστηρίζουν όλους τους πολίτες. Ενώ λοιπόν η Νεοανθρωπόκαινος Εποχή εγείρει ανησυχίες για τη βιωσιμότητα των μεγαλουπόλεων, είναι νωρίς να μιλάμε για το τέλος τους – αντ’ αυτού, πρέπει να εστιάσουμε στο πώς αυτοί οι αστικοί οργανισμοί μπορούν να εξελιχθούν, αξιοποιώντας μοντέλα τα οποία θα εγκαθιδρύσουν μια νέα σχέση αδελφοσύνης μεταξύ πόλεων, κοινοτήτων και φύσης.

Ως θεωρητικός του αστικού σχεδιασμού, υποστηρίζετε ότι πρέπει να ενεργοποιήσουμε εκ νέου τον «αστικό μεταβολισμό», λέγοντας ότι υπάρχει η ανάγκη για μια «σπειροειδή αναζωογόνηση όλων των φυσικών και πολιτιστικών κύκλων που συντηρούν μια πόλη», σε επίπεδο υλικών, σε επίπεδο κατοικιών, τοπίων, ακόμη και σε επίπεδο ταυτότητας της πόλης. Θα μπορούσατε να μας δώσετε μερικά πρακτικά παραδείγματα, πιο συγκεκριμένα για τα αστικά κέντρα της Μεσογείου που βάλλονται από τη νέα πραγματικότητα του υπερ-τουρισμού;

Στις μεσογειακές πόλεις, όπου ο υπερτουρισμός έχει καταστεί κυρίαρχη δύναμη, είναι ιδιαίτερα έντονες οι πιέσεις, είναι η αλήθεια.

Πόλεις όπως η Βαρκελώνη, η Βενετία, το Παρίσι, το Άμστερνταμ, το Παλέρμο αλλά και η Αθήνα έχουν έρθει αντιμέτωπες με την πρόκληση του να φέρουν σε ισορροπία τον αυξανόμενο τουρισμό που δέχονται, με τις ανάγκες των κατοίκων και τη διατήρηση της μοναδικής πολιτιστικής τους ταυτότητας. Σημείο-κλειδί σε αυτή την «σπειροειδή αναζωογόνηση» που αναφέρομαι, αποτελεί η έννοια της προσαρμοστικής επανάχρησης.

Στις πόλεις που κατακλύζονται σήμερα από τον τουρισμό, θεωρώ ότι σπουδαίο ρόλο μπορεί να παίξει η αναβίωση εγκαταλελειμμένων ή ανεκμετάλλευτων κτιρίων με την μετατροπή τους σε χώρους κατοικιών για στοχευμένες ομάδες (άτομα νεαρής ηλικίας, καλλιτέχνες ή καινοτόμες επιχειρήσεις), είτε σε κέντρα κοινωνικής δράσης και χώρους πολιτισμού. Για παράδειγμα, στο Παλέρμο ασχολούμαστε συστηματικά με τη διαχείριση ιστορικών κτιρίων ως κέντρων πολιτισμού, κόμβων κοινωνική δράσεις και κοινόχρηστους χώρους εργασίας, ενθαρρύνοντας έτσι τη συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων και μειώνοντας την κυριαρχία της τουριστικο-κεντρικής ανάπτυξης. Με αυτού του είδους τον μετασχηματισμό, η αστική κληρονομιά παραμένει ζωντανή και σχετική με το σήμερα, αντί να μετατραπεί σε εύθραυστο αξιοθέατο για τους τουρίστες.

Η αστική γεωργία και τα τοπικά συστήματα τροφίμων, επίσης, είναι κρίσιμης σημασίας στην «αναζωογόνηση». Ειδικά στις μεσογειακές πόλεις με χαμηλό ποσοστό αναλογίας πρασίνου ανά κάτοικο και μικρό αριθμό περιαστικών καλλιεργειών, είναι πολύ χρήσιμες οι κινήσεις που προωθούνται για να χτίσουν τοπικά δίκτυα τροφής, μειώνοντας την εξάρτηση από τα εισαγόμενα αγαθά. Στη Βαρκελώνη, για παράδειγμα, υπάρχει το πρόγραμμα Pla Buits, με το οποίο «ανοίγουν» αχρησιμοποίητους αστικούς χώρους και δημιουργούν κοινοτικούς κήπους [community ή communal gardens], επανασυνδέοντας τους κατοίκους των πόλεων με τη γη, με μια διαδικασία που ενθαρρύνει την κοινωνική συνοχή μάλιστα.

Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση. Δεν είναι μόνο η ανακύκλωση των απορριμμάτων και τα έργα πρασίνου: Ο αστικός μεταβολισμός έχει να κάνει με τη δημιουργία ενός δυναμικού και βιώσιμο κύκλου που στηρίζει τόσο το περιβάλλον όσο και τους κατοίκους που ζουν εκεί. Εστιάζοντας στην προσαρμοστική επανάχρηση, τους δημόσιους χώρους, τα τοπικά συστήματα διατροφής και τη μεταρρύθμιση της στέγασης, οι πόλεις θα είναι σε θέση να ανανεώσουν την ταυτότητά τους με προτεραιότητα τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα έναντι του βραχυπρόθεσμου τουριστικού κέρδους.

«Το να σκεφτούμε την Αθήνα και τον Πειραιά ως μια «ρευστή πόλη» δεν είναι απλά εφικτό, είναι αναγκαίο». © Nikos Libertas / SOOC
«Στον Πειραιά, το κύριο λιμάνι της χώρας, βλέπουμε έναν αστικό χώρο που είναι έντονα επηρεασμένος από το εμπόριο και τη βιομηχανία». © Dimitris Kapantais/SOOC
«Απαιτούνται μια σειρά αλλαγών, τόσο στις υποδομές όσο και στη νοοτροπία». © Aris Oikonomou/ SOOC

Οι πιο «εύφορες» περιπτώσεις για να δοκιμαστούν οι πρακτικές του αστικού μεταβολισμού, έχετε δηλώσει, είναι τα αστικά παραλιακά μέτωπα [urban waterfronts]. Αλλά πώς είναι κάτι τέτοιο πιθανό σε ρεαλιστικό πλαίσιο, όταν τα σχέδια ανάπλασης είναι στενά συνδεδεμένα με τις ιδιωτικές επενδύσεις και το κυνήγι του κέρδους;

Οι πόλεις που είναι παράκτια μέτωπα προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία για την αρμονική ενσωμάτωση της φύσης, του πολιτισμού και του εμπορίου στην καθημερινότητα, προωθώντας ζωντανά, βιώσιμα αστικά περιβάλλοντα. Ωστόσο, η πρόκληση που παρατηρούμε είναι στο πώς θα βρεθεί ισορροπία ανάμεσα στο δημόσιο αγαθό και στις ιδιωτικές επενδύσεις […].

Να πούμε πρώτα κάτι. Ένας απ’ τους μεγαλύτερους μύθους σχετικά με την ανάπλαση των παράκτιων μετώπων είναι ότι τα μεγάλης κλίμακας ιδιωτικά έργα οδηγούν αυτόματα σε δημόσια οφέλη. Η πραγματικότητα είναι ότι πολλά από αυτά τα έργα δίνουν προτεραιότητα σε πολυτελή συγκροτήματα, εμπορικά κέντρα luxury εταιριών και στον τουρισμό, εκτοπίζοντας συχνά τις τοπικές κοινότητες και αλλοιώνοντας ον πολιτιστικό και κοινωνικό ιστό της περιοχής. Η έμφαση σε high-end οικιστικούς και εμπορικούς χώρους μπορεί να οδηγήσει σε εξευγενισμό [gentrification], καθιστώντας τις παράκτιες ζώνες προσιτές σε λίγους. Αυτό έχει παρατηρηθεί σε πόλεις όπως η Βαρκελώνη και η Μασσαλία, ή το Αμβούργο και το Λίβερπουλ – τα παράκτια μέτωπα έχουν υποστεί τώρα πια μια υπερ-εμπορευματοποίηση, εξυπηρετώντας περισσότερο τους τουρίστες και τους εύπορους κατοίκους.


Από την άλλη, υπάρχουν περιπτώσεις πόλεων όπως το Άαλμποργκ, το Παλέρμο, η Βρέστη, το Κορκ και η Νάντη, που εξετάζουν μια διαφορετική προσέγγιση στο θέμα, μια προσέγγιση που αποκαλώ το «παράδειγμα της ρευστής πόλης». [σ.σ. Παρακάτω, θα αναλύσουμε το παράδειγμα της ρευστής πόλης του Maurizio Carta].

Η περίπτωση του Ελληνικού και του The Ellinikon Project προς ποια κατεύθυνση κλίνει, κατά τη γνώμη σας;

Η περίπτωση του The Ellinikon Project –το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο πρότζεκτ αστικής ανάπλασης στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή– έχει προκαλέσει πράγματι ανησυχίες. Ενώ υπόσχεται νέα πάρκα, εμπορικά κέντρα και κατοικίες, το έργο καθοδηγείται κυρίως από ιδιωτικές επενδύσεις και την επιδίωξη του κέρδους. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι κινδυνεύει να δώσει προτεραιότητα στα πολυτελή ακίνητα και τις τουριστικές υποδομές εις βάρος των στεγαστικών αναγκών, ιδιαίτερα σε μια περίοδο στεγαστικής κρίσης. Το ερώτημα είναι εάν τέτοια πρότζεκτ πράγματι υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον είτε λειτουργούν κατά βάση ως εργαλεία κερδοφορίας.

Θα πρότεινα να κινηθούμε πιο προσεκτικά στο πρότυπο της «ρευστής πόλης», αντί να συνεχίσουμε τον τούρμπο-καπιταλισμό [turbo-capitalism] αστικών αναπλάσεων με βάση την αγορά.

Για να μπορέσει η ανάπλαση των παράκτιων μετώπων να επανα-ενεργοποιήσει τον αστικό μεταβολισμό, πρέπει να υπερβεί τα κίνητρα του κέρδους. Βασικό είναι να διασφαλιστεί ότι αξιακά ο δημόσιος χώρος, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα και η κοινωνική συμπεριληπτικότητα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της ανάπλασης.

Μια προσέγγιση είναι να εφαρμοστούν ισχυρές συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, όπου η κυβέρνηση θα θέτει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές με προτεραιότητα στους χώρους πρασίνου, οικονομικά προσιτές κατοικίες και παροχές με επίκεντρο την κοινότητα. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούν οι ιδιωτικές επενδύσεις να συμβάλλουν στη μακροπρόθεσμη ευημερία της πόλης, αντί να δημιουργούν απομονωμένους θύλακες για τους πλούσιους. Ένας άλλος τρόπος θα ήταν με την εμπλοκή των τοπικών κοινοτήτων στη διαδικασία σχεδιασμού.

Άλλωστε, τα παράκτια μέτωπα, όντας εκ φύσεως χώροι συνάθροισης, πρέπει να αντανακλούν την πολιτιστική ταυτότητα και τις ανάγκες των κατοίκων που μένουν εκεί. Σε πόλεις όπως το Άαλμποργκ, η Κοπεγχάγη και το Ρότερνταμ, επιτυχημένα προγράμματα αστικής ανάπλασης έχουν συνδυάσει την εμπλοκή της κοινωνίας, την περιβαλλοντική αποκατάσταση και τον σχεδιασμό με βάση την κοινότητα, δημιουργώντας ζωντανούς αστικούς χώρους χωρίς αποκλεισμούς.

«Ένας απ’ τους μεγαλύτερους μύθους σχετικά με την ανάπλαση των παράκτιων μετώπων είναι ότι τα μεγάλης κλίμακας ιδιωτικά έργα οδηγούν αυτόματα σε δημόσια οφέλη». © Dimitris Kapantais / SOOC

Περί τίνος πρόκειται ακριβώς το «παράδειγμα της ρευστής πόλης» που αντιπροτείνετε για το μέλλον των παράκτιων μετώπων στη Δύση;

Στην ουσία είναι περίπου όλα τα πράγματα που έχουμε συζητήσεις παραπάνω. Το «παράδειγμα της ρευστής πόλης» αγκαλιάζει την προσαρμοστικότητα, την ανθεκτικότητα και τη βιωσιμότητα, συγχωνεύοντας την αστική ζωή με τα φυσικά οικοσυστήματα. Αντί για άκαμπτο, στατικό αστικό σχεδιασμό, μια ρευστή πόλη ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες, ιδίως στην αυξανόμενη απειλή της κλιματικής αλλαγής και της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Σε αυτό το μοντέλο, οι παράκτιες ζώνες αντιμετωπίζονται ως δυναμικοί χώροι, όπου συνυπάρχουν η φύση και η αστικότητα. Στη θεωρία μου, η ρευστή πόλη αποτελεί μία απ’ τις δέκα διαστάσεις της επαυξημένης πόλης – του νέου αστικού παραδείγματος που έχω θέσει για να περιγράψω τη βιώσιμη πόλη του επόμενου μέλλοντος.

Στα βασικά χαρακτηριστικά της ρευστής πόλης περιλαμβάνονται οι προσαρμοστικές [adaptive] υποδομές –πλωτές κατασκευές, ευέλικτοι δημόσιο χώροι και πράσινες προστατευτικές ζώνες που απορροφούν τις πλημμύρες ή παρέχουν σκιά. Τα παράκτια μέτωπα, με αυτή τη θεωρία αστικού σχεδιασμού, θα δίνουν προτεραιότητα στην πρόσβαση των πεζών, στις τοπικές οικονομίες και στη διατήρηση του περιβάλλοντος.

Σε πόλεις όπως η Βαρκελώνη, η Μασσαλία, το Παλέρμο και το Μπιλμπάο, όπου τα θαλάσσια μέτωπα είναι κρίσιμης σημασίας, η ενσωμάτωση μπλε-πράσινων υποδομών (υποδομές διαχείριση υδάτων και χώροι πρασίνου) θα ενίσχυε την ανθεκτικότητα, διατηρώντας παράλληλα την πολιτιστική και κοινωνική σημασία της ακτογραμμής. Μια ρευστή πόλη είναι περισσότερο ένα αρμονικό μείγμα αστικής καινοτομίας και οικολογικής διαχείρισης.

Ανάμεσα στα επιτυχημένα προγράμματα αστικής ανάπλασης παράκτιων ζωνών είναι εκείνο του Άαλμποργκ στη Δανία. © iStock.

Θα μπορούσαμε, αλήθεια, να φανταστούμε την Αθήνα ως «ρευστή πόλη» [fluid city]; Μάλλον, για να το θέσω διαφορετικά, πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Αθήνα (και ο Πειραιάς) κατευθύνονται προς τη φιλοσοφία της «ρευστής πόλης»;

Το να σκεφτούμε την Αθήνα και τον Πειραιά ως μια «ρευστή πόλη» δεν είναι απλά εφικτό, είναι αναγκαίο, δεδομένων των ιστορικών δεσμών με τη θάλασσα και της ευάλωτης θέσης τους στην κλιματική αλλαγή και τις αστικές προκλήσεις. Βέβαια, η επίτευξη αυτού του οράματος θα απαιτούσε μια σειρά αλλαγών, τόσο στις υποδομές όσο και στη νοοτροπία. Θα έπρεπε, δηλαδή, να σχεδιαστεί από την αρχή το παραλιακό μέτωπο.

  • Από τις πρώτες προϋποθέσεις θα ήταν η αλλαγή στον τρόπο διαχείρισης. Στον Πειραιά, το κύριο λιμάνι της χώρας, βλέπουμε έναν αστικό χώρο που είναι έντονα επηρεασμένος από το εμπόριο και τη βιομηχανία, ενώ θα μπορούσε να επανασχεδιαστεί με στόχο να δοθεί προτεραιότητα στους πεζοδρόμους, τους χώρους πρασίνου και τη δημόσια ζωή. Αυτό σημαίνει μείωση της κυριαρχίας των αυτοκινήτων, αναδιαμόρφωση των ζωνών υψηλής κυκλοφορίας σε χώρους όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να περπατούν, να κάνουν ποδήλατο και να απολαμβάνουν την ακτογραμμή. Με ανάλογο τρόπο με τα έργα προσαρμοστικής επανάχρησης που βλέπουμε στο Παλέρμο, οι ανεκμετάλλευτες βιομηχανικές περιοχές κατά μήκος της Αθηναϊκής Ριβιέρας θα μπορούσαν να μετατραπούν σε πολιτιστικούς κόμβους, συνδυάζοντας την ιστορική ναυτική ταυτότητα με τη σύγχρονη αστική ζωή.
  • Ακόμη μία βασική προϋπόθεση θα ήταν τα έργα βελτίωσης της ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα απειλούν όλο και περισσότερο παράκτιες πόλεις όπως η Αθήνα. Η έννοια της «ρευστής πόλης» δίνει έμφαση στην προσαρμοστικότητα, και για την περίπτωση της Αθήνας, αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει επενδύσεις σε μπλε και πράσινες υποδομές, συνδυάζοντας συστήματα διαχείρισης υδάτων με χώρους πρασίνου για τη διαχείριση των πλημμύρων και της υψηλής ζέστης. Για παράδειγμα, η δημιουργία φυσικών αντιπλημμυρικών φραγμών, όπως οι υγρότοποι, θα μπορούσε να προστατεύσει και να ενισχύσει το παράκτιο οικοσύστημα. Το Παλέρμο έχει ήδη κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση με τη διαπλάτυνση ορισμένων αστικών περιοχών, και η Αθήνα θα μπορούσε αντίστοιχα να ακολουθήσει το ίδιο παράδειγμα, μετατρέποντας τις παράκτιες ζώνες σε ευέλικτες ζώνες, βασισμένες στη λύσεις με επίκεντρο τη φύση.
  • Επιπλέον, είναι αναγκαίο η Αθήνα να αντιμετωπίσει τους κατακερματισμένους δημόσιους χώρους της και τα προβλήματα συνδεσιμότητας. Μια «ρευστή πόλη» ενθαρρύνει την απρόσκοπτη μετακίνηση μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της πόλης, συνδέοντας τη θάλασσα με τον αστικό πυρήνα. Έργα όπως η επέκταση και η ενσωμάτωση του μετρό της Αθήνας στις παράκτιες περιοχές της, η βελτίωση της προσβασιμότητας μεταξύ του Πειραιά και του κέντρου της πόλης και η δημιουργία συνεχόμενων πράσινων διαδρόμων θα βοηθούσαν στην ενοποίηση του αστικού τοπίου. Μια τέτοια στρατηγική θα έμοιαζε με αυτή που εφαρμόζεται στο Παλέρμο, όπου οι προσπάθειες επανασύνδεσης του κέντρου της πόλης με την παράκτια ζώνη αποβλέπουν στην άρση των ιστορικών φραγμών μεταξύ των δύο αυτών πόλων.
  • Τέλος, η συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στον σχεδιασμό του νέου παραλιακού μετώπου είναι απαραίτητη. Η «ρευστή πόλη» ευδοκιμεί με τη συμμετοχικότητα και την προσαρμοστικότητα, γιατί μόνο έτσι θα ανταποκρίνεται τελικά στις καθημερινές ανάγκες του κόσμου. Στην Αθήνα, όπως άλλωστε και στο Παλέρμο, η ενδυνάμωση των κοινοτήτων ώστε να έχουν λόγο στο πώς προχωράει η αστική ανάπτυξη θα διασφαλίσει ότι οι αλλαγές θα αφορούν τους ίδιους, όσο και ευρύτερους περιβαλλοντικούς στόχους.

Συμπερασματικά, αντλώντας έμπνευση από παρόμοια εγχειρήματα σε πόλεις όπως το Παλέρμο και εστιάζοντας στην εκ νέου ενεργοποίηση της παράκτιας ταυτότητας, η Αθήνα θα μπορούσε πράγματι να αποτελέσει επιτυχημένη περίπτωση «επαυξημένης πόλης» που υποστηρίζω και να ακμάσει, συνδυάζοντας τη δυναμική του παραθαλάσσιου μετώπου με άλλες διαστάσεις ανάπτυξης.