Το στομάχι της Αθήνας – Η ιστορία πίσω από τη Βαρβάκειο Αγορά
- 3 ΜΑΙ 2024
Είναι μια πολύ απλή διαδικασία που επαναλαμβάνεται με θρησκευτική ευλάβεια κάθε χρόνο: παραμονές των γιορτών, τηλεοπτικά συνεργεία «εισβάλλουν» στη Βαρβάκειο Αγορά για να πιάσουν on camera τις αντιδράσεις των καταναλωτών μπροστά στις τιμές της αγοράς. Είναι ένα εύκολο και γρήγορο ρεπορτάζ για να γεμίσει η σκαλέτα των ειδήσεων (είτε το κασέ του Τύπου), αλλά και ένα εθιμοτυπικό που άμα το δεις από μακριά, σε βάθος χρόνου (και συγκεκριμένα, σε βάθος 139 χρόνων, όσο μετρά η ιστορία του τοπόσημου), προδίδει το νόημα των πραγμάτων:
Ότι η Βαρβάκειος είναι ο διαρκής παλμογράφος της απλής κοινωνίας.
Εδώ τα πρωινά συναντιόντουσαν πάντα τα νοικοκυριά για να γεμίσουν το καλάθι τους και το βράδυ οι ξενύχτηδες για ένα ζεστό πατσά από τους κρεοπώλες της Αγοράς, εδώ γύρω τριγυρνούσαν πάντα οι περιπλανώμενοι πληθυσμοί, οι μικροέμποροι, οι καστανάδες, οι κουλουράδες και οι στραγαλητζήδες, από εδώ είχαν περάσει οι πρόσφυγες του ’22 και όλα τα μεταναστευτικά ρεύματα, εδώ άνθισε το λούμπεν του ’90.
Τον τελευταίο καιρό, η Βαρβάκειος ζει μια νέα εποχή ακμής: τα ηλεκτρονικά πάρτι που διοργανώνονται μια Κυριακή τον μήνα, τα καινούργια φαγάδικα που άνοιξαν μέσα στην καραντίνα, τα βράδια που ζωντανή ορχήστρα πιάνει τα όργανα ανάμεσα στους πάγκους και δίπλα χορεύονται ζεϊμπέκικα – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αυξάνονται και πληθαίνουν οι αφορμές για να βρεθείς εκεί όλο το εικοσιτετράωρο.
Πέρα από το «στομάχι της πόλης», η Βαρβάκειος γίνεται ένα place to be, είτε είσαι λαϊκός ή φασέος, είτε κάτοικος ή τουρίστας, είτε αγαπάς το νεύρο της αγοράς ή απλά ψάχνεις το διαφορετικό.
Αρκεί βέβαια να αντέχεις τη μυρωδιά που έχει ποτίσει τους τοίχους στο πέρασμα αυτής της ιστορίας.
Μια διόλου τυχαία θέση
Το ότι η Δημοτική Αγορά θα χτιζόταν σε εκείνο το σημείο, επάνω στη ροή της οδού Αθηνάς, είναι θεσμοθετημένο από τα πρώτα πολεοδομικά σχέδια για τη νεαρά πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, που έφεραν την υπογραφή του Κλεάνθη και Schaubert. Και μετά την τροποποίηση του Klenze, η θεση της αγοράς εκεί παρέμενε (το οικόπεδο ανήκε στον πιθαρά Χρόνη και τότε απ’ το σημείο αυτό ξεκινούσαν τα λεγόμενα Πιθαράδικα), με τα σχέδια να έχουν εκπονηθεί από τον Christian Hansen το 1836, φανερώνοντας τη στρατηγική των σχεδιαστών:
Μια νέα εμπορική αγορά ευρωπαϊκού χαρακτήρα η οποία «θα ευθυγραμμιζόταν με την παλιά αγορά που από την οθωμανική περίοδο αποτελούσε το παλμικό κέντρο της πόλης γύρω από το οποίο οργανώνονταν οι καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων, δημιουργώντας δύο φαινομενικά αντιθετικούς αλλά κατ’ ουσίαν αλληλένδετους πόλους», όπως σημείωσε στη μεταπτυχιακή εργασία της η Μαρία Λειβαδίτου με αντικείμενο ανάλυσης τη Βαρβάκειο Αγορά.
Η παλιά αγορά απλωνόταν γύρω από το Μοναστηράκι –απ’ την Καπνικαρέα μέχρι την πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς– και περιελάμβανε δύο κύρια παζάρια τροφίμων, αλλά σταδιακά και πολλά περισσότερα κρεοπωλεία και ψαράδικα σε διάσπαρτες θέσεις τις περιοχής, πράγμα που προκαλούσε δυσαρέσκεια για το προφίλ της πρωτεύουσας λόγω της δυσοσμίας. Αλλά τα σχέδια του Hansen δεν υλοποιήθηκαν.
Το ζήτημα της ανέγερσης της Νέας Δημοτικής Αγοράς, όπως είναι στα χαρτιά το όνομά της, καταγράφεται στα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου το 1858 (επί δημαρχίας Γιώργου Σκούφου), αλλά η μεγάλη απόφαση πάρθηκε μια δεκαπενταετία αργότερα, όταν πλέον οι ανάγκες πίεζαν ασφυκτικά: το 1874, ο τότε δήμαρχος Παναγής Κυριακού δήλωσε ότι «η πόλις χρειάζεται τέσσαρας αγοράς, μίαν εν εκάστω τμήματι, καθό διαιρούμενη εις τέσσαρα μεγάλα τμήματα υπό των αγυιών Ερμού και Αιόλου», επικαλούμενος τη σχετική έκδοση βουλευτικού διατάγματος.
Τελικά, λόγω των βαλκανικών πολέμων και της οικονομικής εγκράτειας του κράτους, προχώρησε στην υλοποίηση μονάχα η μία αγορά και το όνομα αυτής θα ήταν Βαρβάκειος, χάρη στον ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη και της ομώνυμης σχολής που είχε ήδη κατασκευαστεί απέναντι.
Ένα κτίριο στα πρότυπα των ευρωπαϊκών αγορών
Η ανέγερση του κτιρίου ξεκίνησε το 1878 σε σχέδια τελικά του αρχιτέκτονα Ιωάννη Κουμέλη, με εμφανή επιρροή από ανάλογα ευρωπαϊκά κτίρια της εποχής – ένας αρχιτεκτονικός τύπος που ανάγεται στις εκσυγχρονισμένες σκεπαστές αγορές του 19ου αιώνα στις πόλεις της Αγγλίας και της Σκωτίας, με μεταλλικό σκελετό και εξωτερικά έναν «μανδύα» νεοκλασικής αισθητικής. Χαρακτηριστικό στην περίπτωση της Βαρβακείου είναι η υπερύψωση της στέγης καθώς και τα τοξωτά ανοίγματα στις πόρτες και τα παράθυρα, όπως και τα ανοίγματα στη σκεπή για φυσικό φωτισμό.
Ωστόσο, τα έργα προχώρησαν με παροιμιώδεις καθυστερήσεις – υπήρξαν διαφωνίες μεταξύ δήμου και μηχανικού, χρειάστηκαν επιπλέον μέτρα προστασίας για λόγους υγιεινής (εξαιτίας της γειτνίασης με τη Βαρβάκειο Σκοχή), χρειάστηκαν επιπλέον δάνεια από την Εθνική Τράπεζα, μέχρι που στις 9 Αυγούστου του 1884 ξεσπάει μεγάλη πυρκαγιά στην Παλιά Αγορά, καθιστώντας τη μετεγκατάσταση των εμπόρων επείγουσα ανάγκη.
Η οικοδόμηση επισπεύδεται τότε και είναι χαρακτηριστικό πως τα πρώτα καταστήματα εγκαθίστανται την ίδια χρονιά, προτού ολοκληρωθούν δομικές εργασίες, όπως η κατασκευή υπονόμων και το σύστημα αερισμού.
Τα έργα ολοκληρώνονται το 1886, αλλά τα προβλήματα δεν σταματούν. Σε εκείνη τη φάση, η Νέα Αγορά αποτυγχάνει να αναλάβει τον ρόλο της Παλιάς, ως «ζωντανού κοινωνικού κέντρου που να συνδυάζει το εμπόριο με τη διασκέδαση και την κοινωνική συναναστροφή», όπως διαβάζουμε στον Ιχνηλατώντας την πόλη των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη. Συν το γεγονός, ότι η άμεση γειτνίαση με τη Βαρβάκειο Σχολή, ένα πολυπληθές διδακτήριο της εποχής, δημιουργεί αντιμαχίες:
Μέσα στις επόμενες δεκαετίες, όσο ανέβαινε η εμπορική δυναμική της Αγοράς, τόσο πλήθαιναν οι πάγκοι στους δίπλα δρόμους και προκαλούνταν ζητήματα στη λειτουργία του σχολείου, τόσο λόγω της ηχορύπανσης όσο και της μυρωδιάς. Από την κυβέρνηση Βενιζέλου αποφασίστηκε το 1914 η μετεγκατάσταση της Βαρβακείου Σχολής, αλλά τις εξελίξεις πρόλαβαν οι πόλεμοι. Το Λύκειο αναλάμβανε υποστηρικτικό ρόλο, όποτε έχρηζε ανάγκη – το 1915 επιτάχθηκε απ’ τον στρατό, αργότερα φιλοξένησε πρόσφυγες, μετατράπηκε σε κέντρο διανομής συσσιτίων και νοσοκομειακή πτέρυγα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ώσπου τη χαριστική βολή έδωσαν στα Δεκεμβριανά του 1944.
Κατά τη διάρκεια των οδομαχιών ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, που είχαν οχυρωθεί μέσα στη Σχολή, και τον βρετανικό στρατό, το κτίριο πυρπολήθηκε και έκτοτε κρίθηκε ακατάλληλο για χρήση. Τον 1955, το εγκαταλελειμμένο πια οικοδόμημα κατεδαφίστηκε και στη θέση του εμφανίστηκε ένα μονώροφο κτίριο για τη στέγαση καταστημάτων, επεκτείνοντας τον διαθέσιμο χώρο της Νέας Αγοράς.
Κάπως έτσι, στέφθηκε ο τελικός νικητής αυτής της «αντιπαλότητας».