© Unsplash / George Girnas
ΙΣΤΟΡΙΑ

Η ιστορία πίσω από το κτίριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

Το πρώτο και μεγαλύτερο μουσείο της χώρας γυρνάει σελίδα, ενάμιση αιώνα μετά την εγκατάσταση του στην Πατησίων. Ανατρέχουμε στην ιστορία του.

Περισσότερες απορίες παρά εντυπώσεις έχει προκαλέσει η φωτορεαλιστική εικόνα που δόθηκε στη δημοσιότητα από το Υπουργείο Πολιτισμού για το Νέο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείου, πρότερα της παρουσίασης της πρότασης, αλλά το γεγονός είναι το εξής:

Από τον αμφιλεγόμενο και κατηγορούμενο για θολά σημεία διαγωνισμό, η νικητήρια μελέτη είναι εκείνη του διεθνώς καταξιωμένου γραφείου David Chipperfield, σε συνεργασία με το γραφείο του Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη, επειδή «εικονοποιεί το όραμα, δημιουργεί ένα μοναδικό τοπόσημο στον αστικό ιστό, είναι ανθρωποκεντρική», όπως δήλωσε η υπουργός Λίνα Μενδώνη.

Στην πρώτη ανακοίνωση περιλαμβάνονταν ακροθιγώς μερικοί από τους άξονες της παρέμβασης, όπως αναβάθμιση της χωρικής εμπειρίας, επίλυση θεμάτων βιωσιμότητας, υπόγεια διασύνδεση με το Ακροπόλ απέναντι (ένα πλάνο που παραμένει σε εκκρεμότητα από το 2002, αν και διχάζει για τη λειτουργικότητα του) και το πάντρεμα μεταξύ παλιού και νέου κτιρίου με τρόπο ευρηματικό.

Αναμφίβολα, το αρχιτεκτονικό κόσμημα επί της Πατησίων που μετρά ενάμιση αιώνα ζωής οφείλει να διατηρήσει τα στοιχεία εκείνα που το έχουν καταστήσει σύμβολο.

Δεν είναι τυχαίο που η επέκταση-ανάπλαση έχει προκαλέσει τόσο ντόρο μεταξύ της αρχιτεκτονικής και όχι μόνο κοινότητας: πρόκειται για ένα μνημείο που ταυτίζεται με την ιστορία του ελληνικού κράτους, πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση μουσείο της χώρας (8.0000 τ.μ.) και φυσικά για το κρατικό μουσείο που εκπροσωπεί πληρέστερα την αρχαιοελληνική κληρονομιά.

Ένα κόσμημα φτιαγμένο από πολλά μυαλά

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αποτελεί το πρώτο μουσείο που ιδρύθηκε από το ελληνικό κράτος. Συγκεκριμένα, ιδρύθηκε το 1829 και ενισχύθηκε ως θεσμός το 1833 με το νομοσχέδιο «περί διατηρήσεως και προστασία των αρχαιοτήτων», οπότε και θεμελιώθηκε ο ρόλος του ως αποθετήριο για την εθνική κληρονομιά μετά την τουρκοκρατία προς συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας.

Σε πρώτη φάση, το μουσείο οικοδομήθηκε στην Αίγινα (1834) και με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, το Κρατικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπως λεγόταν τότε, αναζήτησε νέα έδρα. Τη λύση έδωσε τελικά η Ελένη Τοσίτσα, σύζυγος του γνωστού ευεργέτη από το Μέτσοβο, παραχωρώντας το οικόπεδο στη σημερινή Πατησίων, προς ανέγερση του μουσείου.

Το θέμα είχε απασχολήσει δεόντως την πολιτική ηγεσία λόγω συμβολικής αξίας, είχε προκηρυχθεί μάλιστα αρχιτεκτονικός διαγωνισμός το 1858 ενώ είχαν παλιότερα καταθέσει προτάσεις ονόματα όπως ο Leo von Klenze, ο Hansen κ.ά, εντούτοις τα σχέδια ήταν ανεφάρμοστα λόγω υπέρογκων οικονομικών απαιτήσεων.

Τελικά, η χρυσή τομή μεταξύ εμβληματικότητας και κόστους της κατασκευής βρέθηκε το 1860 από τα σχέδια του Γερμανού μουσειολόγου, αρχιτέκτονα και καθηγητή της Ακαδημίας του Μονάχου Ludwig Lange, με τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο να αναλαμβάνει την επίβλεψη.

Ωστόσο, πρακτικά η οικοδόμηση του κτιρίου εξελίχθηκε σε περισσότερο πλουραλιστική διαδικασία: επειδή διήρκησε από το 1866 ως το 1889, τον Π. Κάλκο διαδέχθηκε μετά τον θάνατό του ο δημοτικός αρχιτέκτονας Αρμόδιος Βλάχος, ενώ την τελική πινελιά που προσέδωσε στο κτίριο τον χαρακτήρα με τον οποίο έγινε διεθνώς αναγνωρίσιμο, φέρει την υπογραφή του Ernst Ziller. Ο προικοδότησης του νεοκλασικισμού για την πόλη μας κατασκεύασε την γοητευτική πρόσοψη του μουσείου: ένα κεντρικό ιωνικό πρόπυλο με αετωματική στέγη και αντίγραφα αρχαίων έργων στη στέψη.

Όσον αφορά τα υλικά, το μουσείο κατασκευάστηκε από πέτρα του Λυκαβηττού, μάρμαρο από Πεντέλη, Υμηττό και Κοκκινάρα, όπως και αρχιτεκτονικά μέλη από το θέατρο του Διονύσου.

Μέχρι να ανοίξει τις πύλες του, στις προθήκες του μουσείου είχαν συγκεντρωθεί τα σημαντικότερα ευρήματα από την επαρχία, όπως και αντικείμενα από δωρεές, πέρα από όσα ευρήματα είχαν συγκεντρωθεί προπαρασκευαστικά για το μουσείου. Η συνεχής αύξηση στις συλλογές οδήγησε σε δύο επεκτάσεις: μία στις αρχές του 20ου αιώνα και μία την περίοδο 1931-1939, οπότε και χτίστηκε η ανατολική πτέρυγα.