© EUROKINISSI / ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ

Η ιστορία πίσω από το Μινιόν, το θρυλικό πολυκατάστημα της Πατησίων

Το κάποτε «μεγαλύτερο μεγάλο κατάστημα» της χώρας ετοιμάζεται να ανοίξει και πάλι τις πόρτες του. Τις ένδοξες εποχές, είχε 120.000 προϊόντα και 1.000 υπαλλήλους, οι ουρές έφταναν τα 100 μέτρα και ο κόσμος δεν πήγαινε απλά για να ψωνίσει, αλλά για να διασκεδάσει.

«Οι μισοί Έλληνες πέρασαν από το μαγαζί μου, για να μην πω όλοι· πολλές φορές καθόμουν σαν τον John Wanamaker στην πόρτα και τους καλημέριζα, τους κοίταζα στα μάτια –οι πλείστοι με ξέρανε– και κάναμε από ένα νόημα. Ήταν δουλειά αυτό που έκανα, δεν το έκανα για να χασομερήσω, ήταν μέρος του έργου μου».

Ονειροπόλος αλλά ορθολογικός, μαθημένος απ’ τα αλώνια στα σαλόνια, ο Ιωάννης Γεωργακάς δεν υπήρξε στιγμή που να «μέθυσε» από την επιτυχία που έχτισε μερικά μέτρα μακριά από την Ομόνοια:

Το παιδί του, όπως το αποκαλούσε, το Μινιόν, δεν ήταν απλά ένα γιγαντιαίο πολυκατάστημα για την εποχή του, με κάπου στα 120.000 είδη. Ήταν εκείνη η επιχείρηση που έμαθε στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης τι σημαίνει λαμπρός καταναλωτισμός: στους ορόφους του Μινιόν έμπαιναν περιχαρείς πελάτες απ’ όλη τη χώρα, όχι απλά για να ψωνίσουν, αλλά να διασκεδάσουν, να χαρούν, να δουν παραστάσεις στο θεατράκι, να νιώσουν αστοί.

Το ανήσυχο δαιμόνιο που κατοικούσε στο μυαλό του Ιωάννη Γεωργαντά, είχε γεννήσει με κόπο και ιδρώτα ένα μέρος για shopping therapy, με όρους μεταγενέστερους. Ήταν ο πρώτος επιχειρηματίας που λάνσαρε τις προσφορές και το Μινιόν, το πρώτο ελληνικό πολυκατάστημα με κυλιόμενες σκάλες και κλιματιστικό. Στις μεγάλες δόξες, ανάμεσα στα εμπορικά μαγαζιά, έβρισκες κομμωτήριο, εστιατόριο, καφετέρια, μπαρ, μέχρι και ταξιδιωτικό γραφείο, έτσι που η επίσκεψη είχε τον χαρακτήρα ενός άτυπου happening στη συνείδηση όλων.

Τέσσερις δεκαετίες μετά την πυρκαγιά που σήμανε την αρχή του τέλους για το «μεγαλύτερο μεγάλο πολυκατάστημα», το Μινιόν ετοιμάζεται να αποκαλύψει το πρόσωπό του ξανά στην οδό Πατησίων: σύμφωνα με τα τελευταίες δηλώσεις από τον διευθύνοντα σύμβουλο της Dimand ΑΕ (στην οποίας την κυριότητα έχει περιέλθει το κτίριο), η ανακαίνιση θα μεταμορφώσει το κτίριο σε ένα σύγχρονο κομψοτέχνημα μικτής χρήσης και έως το τέλος του 2023 θα έχει παραδοθεί προς χρήση.

Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, είναι τα τελευταία Χριστούγεννα που περνάνε εν απουσία του θρυλικού Μινιόν, θυμίζοντας πόσο παραμυθένιο φάνταζε κάποτε στα μάτια των παιδιών το λαμπρό πολυκατάστημα στη γωνία των οδών Πατησίων και Βερανζέρου, όπου τους περίμενε ο Άη Βασίλης.

Από ένα περίπτερο στα Χαυτεία

Τη δεκαετία του 1930, ο Ηλεκτρικός κάνει τέρμα στην Ομόνοια και χιλιάδες κόσμου πλημμυρίζουν τα πρωινά τους δρόμους στα Χαυτεία. Ανάμεσα στο πλήθος, υπάρχει και ένας φτωχός έφηβος, ο Ιωάννης Γεωργακάς, που έχει έρθει από ένα χωριό της Τριφυλίας και ψάχνει μεροκάματο. Είχε εργαστεί στο μπακάλικο του θείου του, σε πρατήριο τσιγάρων, τσιλιαδόρος σε παπατζή κ.ά., μέχρι που μαγνητίζεται από ένα μικρό ξύλινο περίπτερο επί της Αιόλου με την επωνυμία “Μινιόν” και πείθει τον ιδιοκτήτη του, τον Άγγελο Σεραφειμίδη να συνεταιριστούν.

Παρότι ήταν ελάχιστη η εκπαίδευση του νεαρού Γεωργακά, υπήρξε από την αρχή διορατικός σε επίπεδο marketing, λανσάροντας προσφορές στα στυλό και τα λοιπά μικροαντικείμενα που εμπορευόταν. Μετά τον Πόλεμο, αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την επιχείρηση και ξεκινάει η γιγάντωση: μεταφέρεται σε ένα κουρείο επί της Πατησίων, το Μινιόν αυξάνει τη γκάμα των προϊόντων του ώστε να γίνει πολυκατάστημα και ξεκινάει –πρώτο– τις διαφημίσεις. Έκτοτε, φαίνεται πως η επιχείρησή του πορεύτηκε παράλληλα με την ακμάζουσα οικονομία του μεταπολεμικού κράτους:

Τη δεκαετία του 1950 επεκτάθηκε και στους 10 ορόφους του κτιρίου Ζελιώτη επί της Πατησίων, την επόμενη δεκαετία επεκτάθηκε και στο όμορο κτίριο Παπάγου, έτσι που διαμορφώνεται το Μινιόν όπως έμεινε χαραγμένο στη μνήμη της Αθήνας. «Το Μινιόν είχε μια διαρκή άνοδο, μια διαρκή πρόοδο, με τη βοήθεια της αγοράς», είχε δηλώσει στην εκπομπή Μηχανή του Χρόνου η σύζυγος του εμβληματικού επιχειρηματία, Αμαλία Γεωργακά, «πάντοτε οι προμηθευτές ήταν στο πλάι του, γιατί έβλεπαν διάθεση για δουλειά».

Ο Γεωργακάς είχε κατά νου τα μεγάλα department stores του εξωτερικού, γι’ αυτό και στόχευσε από νωρίς στις εισαγωγές και εξαγωγές, έτσι που στα 70s ήταν ήδη ένα βήμα μπροστά: την περίοδο που άνθισε η καταναλωτική δύναμη του ελληνικού κοινού, εκείνος είχε αποδεδειγμένα το «μεγαλύτερο μεγάλο κατάστημα» στην Ελλάδα, με 70 ταμεία, 1.000 εργαζόμενους και εισπράξεις της τάξης του 1 δις δραχμών το χρόνο.

Οι ουρές έφταναν τα 100 μέτρα κάθε πρωί από επισκέπτες όλης της χώρας, που ήθελαν να περάσουν τη μέρα τους μέσα σε αυτή την λαμπρή πολιτεία, πόσο μάλλον τα Χριστούγεννα που ήταν στολισμένη.

Η πυρκαγιά και η πτώση

Παραμονές των Χριστουγέννων το 1980, εντείνοντας την ειρωνεία του πράγματος, το Μινιόν πέφτει θύμα εμπρηστικής επίθεσης. Την ευθύνη της πράξης ανέλαβε μια νεοεμφανιζόμενη οργάνωση, η «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 1980», και παρότι την ίδια νύχτα ακόμη ένα κεντρικό πολυκατάστημα τυλίχτηκε στις φλόγες, τα πρωτοσέλιδα και ο κόσμος θρηνούν πρωτίστως το Μινιόν.

Οι εργαζόμενοι προσφέρονται οικειοθελώς για την ανοικοδόμηση της επιχείρησης – μια απόδειξη για το κλίμα που είχε καλλιεργήσει ως εργοδότης ο Γεωργακάς: είχε καθιερώσει bonus για όσους εργαζόμενους ήταν τυπικοί κατά την πρωινή ώρα προσέλευσης ή έκοβαν το τσιγάρο, oργάνωνε εκδρομές και ταξίδια, υπήρχαν συνοικέσια· με λίγα λόγια, οι εργαζόμενοι αισθάνονταν σαν μια μεγάλη οικογένεια.

Μινιόν © EUROKINISSI / ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

Μέσα σε μόλις μια εβδομάδα, το Μινιόν είχε στηθεί από την αρχή. Ωστόσο, η εποχή της δόξας είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το οικονομικό χτύπημα ήταν θηριώδες και η επιχείρηση από το 1983 περιήλθε στα χέρια του κράτους, στο πλαίσιο ανασυγκρότησης των «προβληματικών επιχειρήσεων». Το 1991, με την εκ νέου ιδιωτικοποίηση εκείνων, το Μινιόν επέστρεψε στα χέρια του Ιωάννη Γεωργακά, αλλά με τη σύμπραξη δύο επιπλέον επιχειρηματιών, των Νίκου Βερνίκου και Λύσανδρου Ησαϊάδη.

Ο εμβληματικός επιχειρηματίας που οραματίστηκε και έκανε πράξη τη γιγάντωση του Μινιόν, ήταν πλέον σε προχωρημένη ηλικία. Η αγορά έχει αλλάξει πλέον μορφή και η καθυστέρηση της πυρκαγιάς απέβη μοιραία για την επιχείρηση που άλλοτε πρωτοπορούσε.

Τελικά, αποφασίζει να αποχωρήσει από το κεφάλαιο του Μινιόν, βλέποντας από απόσταση το τέλος του παιδιού του: το 1998 πτωχεύει η επιχείρηση και το 1999 εγκαταλείπεται τελειωτικά, ενώ ο ίδιος αφήνει την τελευταία του πνοή λίγο αργότερα, το 2002.