Η ιστορία του Εργοστασίου Φωταερίου στο Γκάζι που φώτισε την Αθήνα
Μια αναδρομή στον Έξω Κεραμεικό και στο καινοτόμο εργοστάσιο που πραγμάτωσε το αίτημα για μια φωτεινή Αθήνα τον 19ο αιώνα, με τον ιστορικό Γιάννη Στογιαννίδη.
- 24 ΜΑΙ 2023
«Στην κάτω αυλή, μικρή με γλάστρες και αγκάθια, τέσσερις άνδρες δουλεύουν στα καλάθια, ράβουν, κτυπούν, ακούν ραδιόφωνο και καλαμπουρίζουν, να γεμίση η ώρα τους – σφυρίζουν, καρφώνουν, ξεκαρφώνουν και κυνηγούν τα πολυάριθμα παιδιά τους», γράφει σε φύλλο εφημερίδας του 1961 ο δημοσιογράφος Μίνως Αργυράκης.
«Σε κάθε τους βήμα, ανάμεσα στη σκόνη του δρόμου και μέσα στις γκρεμισμένες μάντρες, οι γυναίκες πλένουν, απλώνουν, στριγκλίζουν […]. Γέροι, γρηές και αναρίθμητα ξυπόλητα παιδάκια που ζούνε όλοι μαζί βαστώντας ο ένας τις ανάγκες του αλλουνού».
«Το μαυρισμένο εργοστάσιο εκεί δίπλα τους, τους προσφέρει τον μέλανα ζωμό».
Το χρονογράφημα αναφέρεται στο Γκαζοχώρι, μια περιοχή που σήμερα μπορεί να απαξιώνεται συχνά σαν αχαλίνωτη διασκεδασούπολη, αλλά θέλει προσπάθεια να φανταστείς την τραγικότητα της κατάστασης ενάμιση αιώνα πίσω, εκεί που «από τη σκόνη σταματάει σχεδόν η αναπνοή των ανθρώπων» και «ανέβαιναν από τους λέβητες και της καμινάδες οι ατμοί, τυλίγοντας το τετράγωνο σε ομίχλη», όπως μαρτυρούν άλλες αναφορές για την περιοχή.
Ο οικισμός αυτός μαρτυρά απ’ το όνομα τον γεννήτορά του: το Γκάζι, όπως καθιερώθηκε να λέγεται για συντομία, αναπτύχθηκε περιφερειακά του εργοστασίου φωταερίου, εκτός σχεδίου πόλης: αυθαίρετες παράγκες και καλυβόσπιτα με άγνωστο πληθυσμό, παρίες, φτωχολογιά και αρρώστιες. Ήταν η περιοχή «του Έξω Κεραμεικού, πέρα από το χαμηλό οθωμανικό τείχος του Χασεκή, οπού τότε ολοκληρωνόταν ένα μέρος της πόλης της Αθήνας», όπως μεταφέρει ο ιστορικός και εξειδικευμένος σε θέματα βιομηχανικής ιστορίας, Γιάννης Στογιαννίδης.
«Η έκταση δυτικά της οδού Πειραιώς περιλάμβανε αγροτικές κι αναξιοποίητες εκτάσεις, αγροικίες και έλη, συν ότι υπήρχε η ροή του Ηριδανού που κατέληγε στον Κεραμεικό, εξασφαλίζοντας νερό, το οποίο ήταν απαραίτητο για τη λειτουργία του εργοστασίου».
Με αυτά τα κριτήρια, η περιοχή κρίθηκε ιδανική για το καινοτόμο εργοστάσιο με τις υψικάμινους που τότε θα έβγαζε την Αθήνα από το σκοτάδι και σήμερα αποτελεί ένα κόσμημα του κέντρου – ένα από τα λιγοστά μνημεία βιομηχανικής κληρονομιάς που έχουν αξιοποιηθεί και συνδεθεί οργανικά με την κοινωνία.
Το Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου συμπληρώνει 10 χρόνια λειτουργίας και στο πλαίσιο του εορταστικού προγράμματος διοργανώνει περιπατητικές βόλτες στο παρελθόν της περιοχής και του εργοστασίου με οδηγό τον επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Γιάννη Στογιαννίδης (επόμενη στάση,
οι «Ιστορίες από το Γκαζοχώρι» στις 28 Μαΐου), γεγονός που αποτέλεσε αφορμή για την κουβέντα μας.
Όταν φωτίστηκε η νέα πρωτεύουσα
«Το εργοστάσιο φωταερίου παρουσιάστηκε στην Αθήνα του 1857 ως μια τεχνολογική καινοτομία – και όντως ήταν ένα επίτευγμα της εποχής του, αφού για πρώτη φορά τα φανάρια λαδιού στους δρόμους θα αντικαθιστούσε ένα υπόγειο σύστημα αγωγών για να μεταφέρεται το φωταέριο», σχολιάζει ο ιστορικός Γιάννης Στογιαννίδης.
Ήταν μια ανάγκη που γεννήθηκε με την αύξηση του πληθυσμού της νεαρής πρωτεύουσας και απέκτησε πολιτικές διαστάσεις· τη λύση έδωσε τελικά ο Γάλλος επιχειρηματίας Φραγκίσκος Φεράλδης που υπερίσχησε έναντι των αντιπάλων του και απέκτησε το απόλυτο δικαίωμα κατασκευής και εκμετάλλευσης του πρώτου εργοστασίου φωταερίου στην Αθήνα.
Ο ίδιος, μάλιστα, ανέλαβε την κατασκευή της σιδηροδρομικής σύνδεσης Αθηνών-Πειραιώς, ένα αναγκαίο βήμα για να τροφοδοτείται το εργοστάσιο με πρώτες ύλες από το λιμάνι. «Η πρόταση του Φεράλδη ακολουθούσε τα τεχνολογικά πρότυπα της δεκαετίας του 1850», εισάγοντας τεχνοτροπίες και τεχνολογικά μέσα που είχαν εφαρμοστεί σε ευρωπαϊκές πόλεις, απλά σε μικρότερη κλίμακα, ανάλογη με την ανάγκη του εδώ δημόσιου δικτύου φωτισμού.
Άγνωστη παραμένει η επωνυμία της κατασκευαστικής εταιρείας, παρά μόνο ότι ήταν γαλλικών συμφερόντων.
Γνωρίζουμε ότι το Εργοστάσιο Φωταερίου ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1862, απασχολώντας εκατοντάδες εργάτες. Ωστόσο, η κακοδιαχείριση έφερε διάφορα προβλήματα στην επιφάνεια και ο Φεράλδης αποχώρησε το 1873 και λίγο αργότερα τη διοίκηση ανέλαβε μια σύμπραξη του γνωστού της εποχής επιχειρηματία Giovanni Battista Serpieri με τη γαλλική εταιρεία ύδρευσης. Τότε, ξεκίνησε μια νέα περίοδος, με διαδοχικές επεκτάσεις του εργοστασίου:
«Αυτή θεωρείται η περίοδος των μεγάλων τεχνολογικών αλλαγών, αφού η νέα διοίκηση επέκτεινε το δίκτυο δημόσιου φωτισμού και πρόσθεσε στις εταιρικές παροχές τις οικιακές χρήσεις του αερίου». Το φωταέριο άρχισε να χρησιμοποιείται για τη θέρμανση του νερού και του σπιτιού, πέρα από τον φωτισμό. Για να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις η μονάδα παραγωγής στο Γκάζι, λοιπόν, «οικοδομούνται περισσότερα κτίρια, αυξάνονται τα μηχανήματα και προστίθενται νέα στάδια επεξεργασίας του αερίου», όπως εξηγεί ο ιστορικός.
Παράλληλα, έρχονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896. Το δίκτυο των αγωγών επεκτείνεται, το φωταέριο φτάνει παντού και καλύπτει τις βιομηχανικές ανάγκες περιοχών, αλλά το πιο επαναστατικό απόκτημα για την εποχή ήταν ότι προέκυψε ένας νέος όρος: οικιακές συσκευές.
«Για πρώτη φορά, εμπορικά καταστήματα διαφήμιζαν συστηματικά ότι πωλούν εισαγόμενα και (αργότερα) ελληνικής κατασκευής κουζίνες και θερμοσίφωνες φωταερίου, λαμπτήρες και θερμαντικά σώματα», όπως τονίζει ο Γ. Στογιαννίδης. «Πρόκειται για μια εντυπωσιακή περίοδο ανάπτυξης και στην πραγματικότητα σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη τεχνολογική ανανέωση για αυτή τη μορφή ενέργειας».
Η διαδικασία παραγωγής και το τέλος του εργοστασίου
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών μεταξύ 1890 και 1920, το Εργοστάσιο Φωταερίου ζει την ακμή του. Εκείνο το διάστημα, τα κύματα μεταναστών αυξάνονται και το Γκαζοχώρι μετατρέπεται σταδιακά σε έναν πολυπολιτισμικό πυρήνα, που δρούσε και διασκέδαζε κάτω από το γράμμα του νόμου. Πορνεία, παράνομες αγοραπωλησίες και συμπλοκές. «Νεαροί στρατιώτες και ναύτες διασκέδαζαν, λογομαχούσαν και άλλοτε αντάλλασσαν πυροβολισμούς στους δρόμους», λέει ο Γιάννης Στογιαννίδης. «Αλλά, πέρα από τις δραστηριότητες της νύχτας, την ημέρα η γειτονιά έμοιαζε με άλλες απλές αθηναϊκές συνοικίες».
Μάλιστα, στην οδό Ιάκχου λειτουργούσε κάθε Κυριακή πρωί το Γαϊδουροπάζαρο, όπως επισημαίνεται στον αθηναϊκό οδηγό των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη, πράγμα που συνδέεται με την ύπαρξη χανίων στην περιοχή αλλά και τη λαχαναγορά της Αθήνας, που λειτουργούσε εκεί από το 1902.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 εμφανίστηκαν οι πρώτες δημόσιες διαμαρτυρίες κατοίκων για τους ρύπους του εργοστασίου. Τη μυρωδιά από θειάφι έχουν αναφέρει προφορικές μαρτυρίες.
Η διαδικασία παραγωγής του φωταερίου ήταν ρυπογόνα με πολλούς τρόπους: πρώτα και κύρια, για να μετατραπεί σε αέριο ο λιθάνθρακας απαιτούταν καύση τεσσάρων-πέντε ωρών σε 800-1000°C (οι Παλιοί Φούρνοι διατηρούνται μέχρι σήμερα με τα μαντεμένια δοχεία), ενώ το 75% από το βάρος της πρώτης ύλης παρέμενε μετά την καύση και αυτό το υπόλειμμα (το κωκ) έσβηναν οι εργάτες στην αυλή, κάτω από βρύσες.
Πυκνοί καπνοί σηκώνονταν στον αέρα. Το φωταέριο, δε, προτού διοχετευτεί στους αγωγούς του δικτύου έπρεπε να περάσει από τα καθαρτήρια, πρώτα για τις προσμίξεις που περιέχει και έπειτα για να αφαιρεθεί το υδρόθειο. Εξού και η μυρωδιά που αναφέραμε παραπάνω.
Σταδιακά, το φωταέριο αντικαθίσταται στην αγορά με άλλες μορφές ενέργειας, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα και το φυσικό αέριο, σημαίνοντας την εγκατάλειψη του εργοστασίου, όπως αποτυπώνεται και από τον αριθμό των εργαζομένων του. Ως επιχείρηση έχει περάσει από καιρό στα χέρια του Δήμου Αθηναίων και οι τίτλοι τέλους για την παραγωγική δραστηριότητα πέφτουν το 1983, ικανοποιώντας ταυτόχρονα το αίτημα των κατοίκων για το νέφος και τις οσμές.
Έπειτα, η διαδρομή του ακινήτου είναι γνωστή, με σημείο αναφοράς την απόφαση της δεκαετίας του ’90 (επί δημαρχίας Αβραμόπουλου) να μετατραπεί η έκταση σε πολιτιστικό πολυχώρο.
***
INFO
Ιστορίες από το Γκαζοχώρι
Βιομηχανικός περίπατος στο Γκαζοχώρι μαζί με τον επίκουρο καθηγητή ιστορίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Γιάννη Στογιαννίδη.
Είσοδος ελεύθερη.