Η ταραγμένη ιστορία πίσω από το κτίριο της Βουλής
179 χρόνια γεμάτα αναταράξεις, διαδηλώσεις και γεγονότα που άλλαξαν την Ελλάδα.
- 20 ΜΑΡ 2022
Για τους τουρίστες είναι ένα από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα της Αθήνας, με την Ακρόπολη να βρίσκεται εκτός συναγωνισμού. Είναι σχεδόν απίθανο, μάλιστα, να μην πέσεις πάνω του καθώς περπατάς στο Κέντρο, αφού λίγο έως πολύ όλοι οι δρόμοι οδηγούν προς το κτίριο της Βουλής. Τέλος, οι εντυπωσιακές αλλαγές που κάνουν οι Εύζωνες, μπροστά από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, φροντίζουν ώστε τα φλας των ερασιτεχνών (και όχι μόνο) φωτογράφων να αστράφτουν σε καθημερινή βάση.
Για τους Αθηναίους συμβολίζει πολλά πράγματα: άλλοι το κοιτούν με περηφάνια, άλλοι το μόνο που σκέφτονται είναι να του δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης. Τα «μέτρο» δεν ήταν άλλωστε της μόδας στη σύγχρονη ελληνική ιστορία – οι ακραίες εκδηλώσεις πάντα έδιναν και έπαιρναν. Έτσι, το κτίριο της Βουλής έχει περάσει από χίλια κύματα στα 179 χρόνια ύπαρξής του.
Σχεδόν πάντα όμως βρισκόταν στην κόψη των εξελίξεων, άλλοτε για τους σωστούς και άλλοτε για τους πιο λάθους λόγους που μπορεί κανείς να φανταστεί.
Το κτίριο της Βουλής μέσα από τους αιώνες
Συμμετρικό, λιτό, επιβλητικό και σε μπεζ τόνους. Αυτά όσον αφορά την όψη του, μιας και η ιστορία του υφαίνεται μαζί με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ακριβώς όπως η Αθήνα, δηλαδή, που μεταμορφώθηκε από έναν μάλλον ξεχασμένο χωριό στη σκιά της Ακρόπολης σε μία σύγχρονη μεγαλούπολη με πάνω από 3 εκατομμύρια κατοίκους. Οι στάσεις στο ενδιάμεσο ήταν πολλές: επανάσταση, βασιλεία, συνταγματική μοναρχία, αστική δημοκρατία, δικτατορία (περισσότερες από μία φορές) και στο τέλος Μεταπολίτευση.
Η Βουλή ήταν πάντα εκεί για να καταγράφει το πώς μία μικρή βαλκανική γωνιά μετατρεπόταν, χωρίς να κόβει ποτέ τους δεσμούς της με το παρελθόν, σε μία χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεγάλα όνειρα, μεγάλες φουρτούνες και μεγάλες ψευδαισθήσεις βρίσκονταν πάντοτε στην ημερήσια διάταξη.
Ποιος όμως θυμάται ότι το κτίσμα που φιλοξενεί το ελληνικό κοινοβούλιο ήταν αρχικά παλάτι; Ο Βαυαρός βασιλιάς Όθωνας διέταξε την κατασκευή του, η οποία ανατέθηκε στον διάσημο αρχιτέκτονα Friedrich von Gartner και ξεκίνησε το 1836.
Βέβαια, χρειάστηκαν επτά ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρωθεί ενώ ο αστικός μύθος λέει ότι οι βαυαρικές αρχές της εποχής έριξαν κρέας σε τρία διαφορετικά σημεία (Σύνταγμα, Ομόνοια, Κεραμεικός). Ο λόγος; Το παλάτι θα κτιζόταν στο σημείο όπου το κρέας θα έκανε περισσότερο καιρό να σαπίσει, υποδεικνύοντας κατά αυτόν τον τρόπο ποιο μέρος θα ήταν πιο υγιεινό για τον βασιλιά – όπως και έγινε.
Αυτό είναι η μισή αλήθεια ή μάλλον απλά μύθος, αφού οι ιστορικοί της εποχής πιστεύουν πως η επιλογή είχε να κάνει ξεκάθαρα με τις πολύπλοκες κοινωνικοπολιτικές σχέσεις οι οποίες είχαν αναπτυχθεί στο νεοσύστατο κράτος. Το εν λόγω σημείο θα ήταν εύκολο να λειτουργήσει ως αμυντικός προμαχώνας ενάντια σε ένα δυσαρεστημένο από τη βαυαρική διοίκηση κοινό. Πράγμα καθόλου απίθανο με άλλα λόγια. Στα συν του Συντάγματος ήταν και η αυξημένη εμπορική δραστηριότητα που παρουσίαζε η περιοχή ήδη από τη δεκαετία του 1830.
Όταν το κτίριο της Βουλής ήταν πια έτοιμο, σχεδόν κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήταν σαν να βγήκε από κάποια ευρωπαϊκή καρτ-ποστάλ, αφού η γύρω Αθήνα δε θύμιζε σε τίποτα το δημιούργημα του Friedrich von Gartner. Την ίδια στιγμή, βέβαια, εύκολα κάποιος θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει φαραωνικό ή έστω να θεωρήσει πως οι φιλοδοξίες του Όθωνα ήταν αυτοκρατορικές και ελάχιστη σχέση είχαν με τα θέλω του απλού λαού.
Οι αφηγήσεις κάνουν λόγο για χορούς όπου οι Βαυαροί στρατιώτες φορούσαν τις καλοσιδερωμένες στολές τους για να χορέψουν δίπλα σε νεαρές Ελληνίδες με λευκά φορέματα και λουλούδια στα μαλλιά, υπό την επίβλεψη του βασιλιά και της βασίλισσας Αμαλίας. Μία μάλλον παραμυθένια εικόνα αν αναλογιστεί κανείς το καζάνι που έβραζε έξω από τις πόρτες του παλατιού.
Τελικά, μερικούς μήνες μετά την ανέγερσή του, τον Μάρτιο του 1844, το αθηναϊκό πλήθος μαζεύτηκε στην από κάτω πλατεία ζητώντας επίμονα και επιτακτικά -τι άλλο;- ένα σύνταγμα από τον μονάρχη. Οι μέρες του κτιρίου όμως σαν παλάτι δεν είχαν ακόμα τελειώσει.
Πατώντας fast forward στην ιστορία, περνάμε από μία εθνική χρεωκοπία, από αποτυχημένο πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τρομερές πολιτικές και κοινωνικές ταραχές, από τους Βαλκανικούς και τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, από την καταστροφή της Σμύρνης και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, για να φτάσουμε στο 1929. Τότε η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου πήρε τη μεγάλη απόφαση: το παλάτι που κτίστηκε με εντολή του βασιλιά Όθωνα θα στέγαζε από εδώ και μπρος το ελληνικό κοινοβούλιο.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία γραμμένη πολλές φορές με μελανά και άλλες με περισσότερο λευκά χρώματα. Το κτίριο της Βουλής συμβολίζει, λοιπόν, τη μεταμόρφωση ενός μικρού περιφερειακού ευρωπαϊκού βασιλείου (με ηγεμόνα επιλεγμένο από τις μεγάλες δυνάμεις) σε μία σύγχρονη δημοκρατία, η οποία όμως γνώριζε και γνωρίζει ενίοτε τρομερές αναταράξεις.
Υπήρξαν τα δύσκολα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρόνια, η ταραγμένη δεκαετία του 1960 με τις διαδηλώσεις που έσειαν τους τοίχους της Bουλής, υπήρξε η σκοτεινή επταετία της Δικτατορίας, και η Μεταπολίτευση. Οι χρήσεις που άλλαξε το κτίριο μέσα από τα χρόνια είναι τουλάχιστον εντυπωσιακές: εκτός από παλάτι υπήρξε νοσοκομείο αλλά και κέντρο υποδοχής προσφύγων (ενώ σε ύστερα χρόνια ένας μέρος του λειτούργησε ως μουσείο).
Σε πιο πρόσφατες εποχές, στα χρόνια της Ελληνικής Κρίσης, το κτίριο της ελληνικής Βουλής έγινε πρώτο θέμα σε όλα τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία: το «Σύνταγμα», οι τεράστιες συγκεντρώσεις, οι σκηνές βίας ενάντια στους διαδηλωτές αλλά και τα βέλη που κρατούσαν κάποιοι από αυτούς είναι ακόμα νωπά – και όχι μόνο ως φωτογραφίες, αλλά και ως διάθεση του κόσμου που συχνά-πυκνά βρίσκεται στα κάγκελα.
Ένα είναι σίγουρο πάντως, 93 χρόνια μετά τη λειτουργία του ως κοινοβούλιο και 179 από την ανέγερσή του, το κτίριο της Βουλής έχει δει πάρα πολλά· και τα περισσότερα από αυτά έχουν μία ταραχή, τόσο χαρακτηριστική για τον τρόπο με τον οποίο ζει, επιβιώνει και κινείται μέσα από τα χρόνια η Αθήνα.