Η βερολινέζικη αισθητική του Σταθμού Ομόνοια και η μοναδική ιστορία του
Από τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν συνδεδεμένη η Ομόνοια με τον Πειραιά, αλλά το καινοτόμο βήμα ήταν με την υπόγεια κατασκευή του σταθμού κάτω ακριβώς απ’ την πλατεία.
- 29 ΜΑΙ 2023
«Είναι η αρχή του τέλους», είπε δυσοίωνα ο Χριστόφορος στο εξαντλημένο πλέον διήγημα Λευκή Μάγισσα του Κώστα Γκιμοσούλη, «όλο το πράσινο κι οι φοίνικες έχουν εξαφανιστεί. Στη θέση τους, τρυπημένη γη, λάσπες και χώματα. Πνιγμένα στη σκόνη, όλα τα ένδοξα κτίρια της πλατείας (σ.σ. το Μπάγκειον και ο Μέγας Αλέξανδρος του Τσίλλερ, μεταξύ άλλων) έμοιαζαν να απειλούνται κι αυτά από τα νέα έργα». Η εικόνα αφορά τα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν ο κεντρικός κόμβος της πρωτεύουσας άλλαζε όψη:
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Ομόνοια ήταν καταπράσινη και γεμάτη ζωή, με φουντωτούς φοίνικες και όμορφα καλλωπιστικά παρτέρια, αποτελούσε από καιρό την αφετηρία του ιππήλατου τροχιόδρομου και έτσι ήταν ένα από τα βασικά σημεία αναφοράς για τις καθημερινές διαδρομές των κατοίκων. Συχνά, τότε, ο κόσμος σταματούσε για να ακούσει ρήτορες που σάρκαζαν σκωπτικά την πολιτική επικαιρότητα, είτε να δει παραστάσεις τσίρκου, να κάτσει στο θρυλικό καφενείο του Ζαχαράτου, να συνδιαλλαγεί, να ενημερωθεί και να αντιμαχήσει.
Με τα έργα ανάπλασης, το νευραλγικό σημείο μετατράπηκε σε ένα απέραντο –για τα δεδομένα της εποχής– εργοτάξιο, απορρυθμίζοντας για λίγο τη φυσική ροή της πόλης.
Αιτία δεν ήταν άλλη από την κατασκευή του κεντρικού υπόγειου σταθμού του σιδηροδρομικού δικτύου, στο πρότυπο αντίστοιχων σηράγγων στα ευρωπαϊκά κέντρα της εποχής. Το όρυγμα είχε φτάσει τα οκτώ μέτρα βάθους και εκατοντάδες εργάτες βρίσκονταν καθημερινά επί ποδός για το φιλόδοξο αυτό έργο. Ωστόσο, η καινοτομία δεν αφορούσε τη σύνδεση της Ομόνοιας, μιας και αυτή είχε ολοκληρωθεί από το 1895, απλά ο σταθμός δεν ήταν ακριβώς επάνω στην πλατεία.
Ο πρώτος υπαίθριος σταθμός Ομόνοια
Τέλη του 19ου αιώνα, μπροστά στην εμπορική και δημογραφική ανάπτυξη της πρωτεύουσας, όπως σημειώνει στο θεμελιακό έργο του ο ιστορικός Κώστας Μπίρης Αι Αθήναι, «αποδεικνυόταν ανεπαρκής ο μοναδικός σταθμός του Θησείου και ακατάλληλος η θέσις του διά να υπηρετήση ανέτως τους κατοίκους». Και έτσι, μπήκε μπροστά η επέκταση.
Το έργο ανατέθηκε σε γαλλική αποστολή και εμφανίστηκαν δύο ενδεχόμενα: να δημιουργηθεί καινούργιος τερματικός σταθμός είτε στην πλατεία Κλαυθμώνος είτε στην Ομόνοια, παράλληλα με την κατασκευή ενός ενδιάμεσου σταθμού στην πλατεία Μοναστηρακίου σε κάθε περίπτωση.
Τελικά, προτιμήθηκε το δεύτερο σενάριο, μια λύση «ατενίζουσα με μεγαλύτεραν ευρύτητα εις τη μελλοντικής εξέλιξην της πόλης», αναθέτοντας κατόπιν δημοπρασίας την κατασκευή και την εκμετάλλευση αυτής της επέκτασης στον επιχειρηματία και τραπεζίτη Στέφανο Ψύχα, του οποίου το μεγαλοπρεπές μέγαρο κοσμεί μέχρι σήμερα τη Βασιλίσσης Όλγας (σήμερα, η Ιταλική Πρεσβεία).
Τα εγκαίνια του αρχικού εκείνου σταθμού έγιναν στις 17 Μαΐου 1895, σε σημείο πλησίον του ξενοδοχείου Μέγας Αλέξανδρος, στη διασταύρωση Λυκούργου και Αθηνάς – ένας υπαίθριος ημι-υπόγειος σταθμός, όπου όταν «οι καπνοί και οι συριγμοί της ατμομηχανής του σιδηρόδρομου έφτασαν και εκείνος εμφανίστηκε από τα έγκατα της αττικής γης […] έδωσαν έναν τόνο γραφικότητας αλλά και προόδου στο κέντρο της πρωτεύουσας», όπως σχολιάζει ο Μπίρης.
Την ίδια μέρα, άνοιξε και ο σταθμός του (ατμοκίνητου ακόμη) σιδηρόδρομου στο Μοναστηράκι.
Το βερολινέζικο στυλ του υπόγειου σταθμού
Το επίτευγμα του υπόγειου σταθμού το έτος 1930 ήταν τέτοιο που εγκαινιάστηκε από τον τότε πρωθυπουργό, Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο παλιός σταθμός στην Ομόνοια είχε καλυφθεί και χρησιμοποιούταν ως αμαξοστάσιο, ενώ αργότερα στο σημείο εκείνο κατασκευάστηκε κτίριο διοίκησης των ΗΣΑΠ. Η υπόγεια κατασκευή ήταν, να αναφέρουμε, ταχύτατη: μέσα σε μια διετία, είχε δημιουργηθεί ένας μοντέρνος για την εποχή σταθμός, με στοιχεία art deco (μακριά από τη νεοκλασική αισθητική) και κιτρινοκόκκινα κεραμικά πλακίδια που ήρθαν κατά παραγγελία από το Βερολίνο.
Τα λεγόμενα πλακάκια Bechtel, οι προπολεμικές πλαφονιέρες φωτισμού στην οροφή και τα σιδερένια κιγκλιδώματα προσδίδουν μέχρι σήμερα μια ιδιαίτερα κομψή (μέσα στην παραμέληση) αισθητική στον χαρακτήρα του σταθμού, αφού τα στοιχεία αυτά θεωρήθηκαν ταυτοτικά και διατηρήθηκαν από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων κατά την ανακαίνιση του σταθμού το 2003.
Αυτό που δεν είναι πια ορατό και επιβιώνει μόνο από εικόνες και ντοκουμέντα του 1920-1930 ήταν τα αγάλματα που προσγειώθηκαν στο επίπεδο της πλατείας, εξαιτίας του σταθμού: Για να καλυφθεί η ανάγκη του εξαερισμού αλλά και να μη γεμίσει η πλατεία από κακόγουστους αεραγωγούς, η ιδέα του τότε προϊσταμένου των τεχνικών υπηρεσιών του Δ.Α., ήταν οι αεραγωγοί να καλυφθούν με αρχαιοελληνικές μαρμάρινες μορφές – οκτώ καθιστές μούσες βρέθηκαν, έτσι, στην πλατεία Ομονοίας (οι περίφημες Μούσες της Ομόνοιας), επάνω σε τσιμεντένιους κίονες, απολαμβάνοντας τελικά σαρκασμό αντί για θαυμασμό από τους κατοίκους.
Τελικά, αποσύρθηκαν το 1937, όταν μία εξ αυτών κατέρρευσε κατά τις διαδηλώσεις εναντίον της δικτατορίας του Μεταξά και η ιστορική πλατεία διαμορφώθηκε εκ νέου.