Καλοκαίρι στη Βάρκιζα, στο τελευταίο χωριό των νοτίων προαστίων
Σε σχεδόν είκοσι χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, βρίσκεις έναν καλοκαιρινό προορισμό που σου δίνει την ψευδαίσθηση νησιού.
- 16 ΙΟΥΝ 2024
Τη στιγμή που το Island ξεπροβάλλει στα δεξιά σου ξέρεις ότι έχεις φτάσει στη Βάρκιζα. Η λιγότερο ανεπτυγμένη, σε επίπεδο δόμησης και επιχειρήσεων, συνοικία, συγκριτικά με τις υπόλοιπες του δήμου Βάρης, Βούλας, Βουλιαγμένης, μοιάζει να είναι το παραθαλάσσιο «χωριό» των νοτίων προαστίων. Αν παρακάμψεις τις νεόδμητες πολυκατοικίες και τα μοντέρνα, ακριβά σπίτια, η Βάρκιζα σε ρουφάει σε μία ρετρό δίνη. Συνταξιούχοι παππούδες με τα εγγόνια στην παραλία, ταπεράκια και πλαστικές σακούλες στο γρασίδι, καφές στις Αλκυονίδες, ψώνια στην ιχθυαγορά μπροστά από τα καΐκια, βραδιές στα θερινά.
Η Βάρκιζα μοιάζει περασμένη από σέπια. Τώρα το καλοκαίρι όμως γεμίζει χρώμα από τις παρέες εφήβων. Κορίτσια και αγόρια με μαγιό και backpacks στη στάση του λεωφορείου. Μηχανάκια και αμάξια παρκαρισμένα στις εσοχές του δρόμου, κατάβαση στα βράχια για την τέλεια καβάτζα. Βουτιές και επίδειξη της νιότης. Σε σχεδόν είκοσι χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, βρίσκεις έναν καλοκαιρινό προορισμό που σου δίνει την ψευδαίσθηση ενός νησιού.
Οι κακοσυντηρημένοι δρόμοι μπροστά από τις κατοικίες εκατομμυρίων και οι ανύπαρκτες στάσεις λεωφορείων δε συνάδουν με την εικόνα της πολυδιαφημισμένης Αθηναϊκής Ριβιέρας. Επίσης, τα περισσότερα καταστήματα εστίασης δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο χαρακτήρα. Η καθημερινότητα ωστόσο δίπλα στη θάλασσα, η δυνατότητα για μεγάλους περιπάτους και κολύμπι τους περισσότερους μήνες του χρόνου, η αίσθηση της γειτονιάς με τους φιλικούς κατοίκους και η ηρεμία, υπερτερούν.
«Χαίρομαι και ξαφνιάζομαι ακόμα από το πόσο ήσυχα είναι», λέει η κεραμίστρια Κατερίνα Κωσταρά, η οποία άνοιξε στη Βάρκιζα πριν από δύο χρόνια το εργαστήριό της keramik.o. Τον τελευταίο χρόνο όπου ζει πλέον και η ίδια στην περιοχή, απολαμβάνει την ποιότητα ζωής, όπως λέει. «Μπορείς να κάνεις τα πάντα με τα πόδια. Πηγαίνω για μια βουτιά δίπλα στις Αλκυονίδες, πίνω το καφεδάκι μου και καθώς επιστρέφω στη δουλειά, περνάω από τον μανάβη να πάρω τα φρούτα μου. Υπάρχει η αίσθηση μιας ολοκληρωμένης γειτονιάς. Φέτος έβαλα στόχο να ξεκλέβω κάποιες ώρες το μεσημέρι να απολαμβάνω τον παράδεισο που έχουμε εδώ».
Το keramik.o ξεκίνησε πριν από έξι χρόνια στην αποθήκη του σπιτιού της για να βρει τελικά τον χώρο του στην οδό Αφροδίτης, έναν δρόμο που καταλήγει στην κεντρική παραλιακή λεωφόρο. Εδώ μπορείς κανείς να παρακολουθήσει μαθήματα κεραμικής και workshops και φυσικά να αγοράσει ιδιαίτερα χειροποίητα κεραμικά. «Παρόλο που ζούσα από παιδί στα νότια προάστια, σε άλλες περιοχές, εδώ οι ρυθμοί είναι πιο χαλαροί. Και οι γείτονες με αγκάλιασαν αμέσως. Για μένα, η Βάρκιζα είναι το θερινό σινεμά Ρία, αγαπημένη εικόνα που έχω από παιδί κι έχει παραμείνει κάπως ίδια, και οι παραλίες».
Ο Κωνσταντίνος Κουτλιάνης, δημοσιογράφος και videographer, και η φωτογράφος Ιωάννα Μορφίνου συμπορεύονται στη ζωή και επαγγελματικά. Γνωρίζουν καλά τα όμορφα μυστικά της περιοχής τους και τα αξιοποιούν συχνά στη δουλειά τους, που περιλαμβάνει φωτογραφίσεις γάμων αλλά και διακοπών συνήθως για επισκέπτες από το εξωτερικό.
Η Βάρκιζα δεν ήταν «έρωτας με την πρώτη ματιά» και για τους δύο, αλλά πλέον μπορούν να συμφωνήσουν ότι εδώ βρίσκουν την ηρεμία που αποζητούν στο τέλος μιας κουραστικής ημέρας και τη θάλασσα που τους αποζημιώνει. «Όταν αποφάσισαν οι γονείς μου να μετακομίσουμε εδώ από τη Γλυφάδα, ήμουν 15-16 χρονών. Είχα συνηθίσει να κοιμάμαι με τον ήχο του πάγου να σπάει στο μπαρ κάτω από το σπίτι μας. Ήταν δύσκολη μετάβαση γιατί είχε πολλή ησυχία, άκουγα τα πουλάκια κι έλεγα έτσι πεθαίνει ο κόσμος. Τώρα δε νομίζω να την άλλαζα», καταλήγει η Ιωάννα Μορφίνου.
Για τον Κωνσταντίνο Κουτλιάνη, που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα ήσυχο προάστιο της Θεσσαλονίκης, η Βάρκιζα του δίνει αυτό που επιθυμεί. Τους αρέσει να αγναντεύουν τη θέα μετά τα Λιμανάκια ή από την πλευρά του Ribas, να περπατάνε κατά μήκος της παραλίας, να κάνουν βουτιές από τα βράχια.
«Θα έλεγα η περιοχή προσπαθεί να εξελιχθεί αλλά νομίζω ότι και οι κάτοικοι το αφήνουν πιο χαλαρά. Δηλαδή σε σχέση με τη Βούλα και τη Βουλιαγμένη, προσπαθεί να κρατήσει τον χαρακτήρα της. Δε χτίζεται τόσο όσο οι άλλες περιοχές. Ίσως, είναι και η δομή της τέτοια αλλά δεν έχει ανάπτυξη σε μαγαζιά, καφετέριες κτλ. Κι αυτό έχει τα θετικά και τα αρνητικά του για τους ντόπιους. Αυτό που πρέπει να παραδεχτώ όμως είναι ότι ο δήμος οργανώνει πολλές εκδηλώσεις και κυρίως με ελεύθερη είσοδο» εξηγεί.
«Τα σουβλάκια του Ζάχου είναι το χαρακτηριστικό της περιοχής. Έχουμε γνωρίσει και τα παιδιά που έχουν το ζαχαροπλαστείο La Mure και πάμε για γλυκό. Εμένα όμως μου λείπει ένα στέκι, εκτός από το καλοκαίρι που για εμάς είναι τα θερινά» συμπληρώνει η Ιωάννα Μορφίνου.
Ο θερινός κινηματογράφος Ρία λειτουργεί από το 1963 και αποτελεί σίγουρα σημείο συνάντησης για τα καλοκαιρινά βράδια, ιδίως αφού μπορείς να παρακολουθήσεις ταινία πίνοντας το ποτό σου και τρώγοντας καλαμάκια. Λίγο πιο «ορεινά», γεγονός που του δίνει προβάδισμα και στη θέα, βρίσκεται το Cine Βάρκιζα, ο επιβλητικός κινηματογράφος που λειτουργεί όλο τον χρόνο στην περιοχή, καθώς περιλαμβάνει δύο χειμερινές αίθουσες και θερινό. Χτίστηκε το 2000 με το προσωπικό κεφάλαιο ενός κινηματογραφιστή που το λειτούργησε με πολλή αγάπη μαζί με τη σύζυγό του.
Έκλεισε με την πανδημία, όπως και όλες οι κινηματογραφικές αίθουσες, για να ανοίξει ξανά από τον Σπύρο Άγγελο Πανά και τη Μαρία Χέβα. Με τον πρώτο να προέρχεται από οικογένεια παλιών κινηματογραφιστών (και ιδιοκτητών του κινηματογράφου Ζαΐρα για τρεις δεκαετίες) και τη δεύτερη να έχει αγαπήσει τον κινηματογράφο μετά από μία επαγγελματική πορεία στον τραπεζικό κλάδο, το Cine Βάρκιζα πέρασε αναμφισβήτητα σε πολύ καλά χέρια.
Θα βρεις κατά κύριο λόγο πρόγραμμα Α’ Προβολής, αλλά οι ιδιοκτήτες αναζητούν πάντα πιο σινεφίλ και καλτ ταινίες, που εκλείπουν από τα σινεμά των νοτίων προαστίων. Παράλληλα, φιλοξενούν παιδικές παραστάσεις Καραγκιόζη και παρέχουν τον χώρο για προσωπικές εκδηλώσεις. Δύο από τις πιο ιδιαίτερες που έχουν λάβει χώρα ήταν όταν μία παρέα έκλεισε μία αίθουσα για γενέθλια προβολή και όταν ένα ζευγάρι από το εξωτερικό παντρεύτηκε στη Βάρκιζα κι έκλεισε το θερινό για να ζήσει την εμπειρία.
«Μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο, που θα ανταλλάξεις μερικές κουβέντες. Όσοι έρχονται θέλουν να ευχαριστηθούν κι εμάς μας αρέσει να προσφέρουμε. Κάνουμε προσπάθεια για τις ταινίες και για την παροχή υπηρεσιών. Έχουμε αποκτήσει πολλούς φίλους, έρχονται ακόμα και να μας χαιρετίσουν». Αν και δεν είναι κάτοικος Βάρκιζας, η Μαρία Χέβα περνά τον περισσότερο χρόνο της εδώ, απολαμβάνοντας όσα έχει να της προσφέρει η περιοχή.
«Νιώθεις ότι βρίσκεσαι εκτός Αθηνών, είναι άλλοι οι ρυθμοί. Έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σε οργανωμένες ή μη παραλίες που είναι πανέμορφες με ωραία και καθαρά νερά. Οι άνθρωποι είναι φιλικοί και είναι επιλογή τους που μένουν εδώ, για τους περισσότερους τουλάχιστον. Όποιος θελήσει να έρθει στα νότια έχει να κάνει πολλά πράγματα. Από μπάνιο και φαγητό μέχρι σινεμά και πάρτι στην παραλία, με μεγάλη ευκολία. Βλέπω βέβαια μέσα στην επόμενη δεκαετία η Βάρκιζα να γίνεται σαν τη Γλυφάδα, με τον ρυθμό που χτίζεται», λέει.
Ο χειμώνας στη Βάρκιζα είναι πιο ήπιος από άποψη κινητικότητας αλλά η περιοχή δεν χάνει το καλοκαιρινό της χρώμα. Κι αν το καλοκαίρι, ο κόσμος αναζητά κάτι πιο απλό κι ευχάριστο στη θέαση, η Μαρία Χέβα διαπιστώνει ότι είναι αρκετοί αυτοί που δε θέλουν σινεμά fast food αλλά ταινίες που έχουν κάτι να τους πουν.
«Ο κινηματογράφος έχει ιστορία και καλό είναι να συνεχίσει, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ο κόσμος έχει στραφεί στις πλατφόρμες – κάτι που έγινε πιο έντονο στην πανδημία. Και οι νεότεροι παρακολουθούν πλέον βίντεο μικρής διάρκειας, όμως υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας που στέκεται απέναντι στον κινηματογράφο με πολύ καλή οπτική. Δε μας αφήνουν ωστόσο να ελπίζουμε για το μέλλον και την επιβίωση του κινηματογράφου γιατί είναι κοστοβόρα επιχείρηση και δεν μπορεί να συντηρηθεί με τα εισιτήρια που κόβονται τώρα στην Ελλάδα. Αυτό που πρέπει να καταλάβουν και οι πιο νέοι είναι ότι στο σινεμά δεν παρακολουθείς απλώς μια ταινία. Είσαι μια ομάδα όπου ο καθένας ενώ βλέπει το ίδιο πράγμα και μπορεί να συμμετέχει με τον ίδιο τρόπο το αντιλαμβάνεται με άλλον τρόπο κι αυτή είναι και η ομορφιά, η ιδιαιτερότητά του. Είναι μια σύνδραση κι αυτό δεν μπορείς να το έχεις στο σπίτι. Όσο καλό μηχάνημα και να έχεις δεν μπορείς να φτάσεις τη μαγεία του κινηματογράφου», εξηγεί.
Στα γραφεία του Αθλητικού Ομίλου «Κυανούς Αστήρ Βάρης» επικρατεί αναβρασμός καθώς είναι περίοδος εγγραφών. Τα γήπεδα τένις, μπάσκετ, ποδοσφαίρου και ο στίβος αρχίζουν να γεμίζουν τις απογευματινές ώρες. Η ομάδα συμπλήρωσε φέτος εξήντα χρόνια ιστορίας και η άνοδος στη Γ’ Εθνική έφερε μόνο χαρά στους κατοίκους.
«Στα τέσσερα χρόνια που μένω εδώ στηρίζω την ομάδα. Αν είσαι άνθρωπος που του αρέσει ο αθλητισμός οφείλεις να υποστηρίζεις την ομάδα της γειτονιάς σου. Και βλέπεις ότι η προσπάθεια απέφερε καρπούς», λέει ο Κωνσταντίνος Κουτλιάνης που είναι τακτικός επισκέπτης στο γήπεδο.
«Αυτή τη στιγμή ο Αθλητικός Όμιλος έχει 298 παιδιά και απευθύνεται σε όλο το κοινό της Βάρης. Βάσει πληθυσμού η περιοχή έχει ανέβει πολύ τα τελευταία 2-3 χρόνια, υπάρχει ζωή στον αθλητισμό», σχολιάζει ο πρώην ποδοσφαιριστής Γιάννης Ζαραδούκας, τεχνικός διευθυντής της Ακαδημίας και της ομάδας ποδοσφαίρου και καταλήγει: «Θα έλεγα ότι είμαστε ευλογημένοι σε αυτόν τον τόπο. Συνδυάζει βουνό και θάλασσα και άλλοι κάνουν χιλιόμετρα για να έρθουν».
Κάθε πρωί τα καϊκια ξεφορτώνουν φρέσκα ψάρια, ό,τι βρίσκουν όταν βγαίνουν στα ανοιχτά. «Αυτό το ψάρι κολύμπαγε μέχρι τις 6 το πρωί», λέει ο κύριος Φώτης που ζει στη Βάρκιζα όλη του τη ζωή. «Παλιά ήταν μόνο παράγκες, τώρα δες μόνη σου πόσες πολυκατοικίες έχουν χτιστεί».
Μία μέρα στη Βάρκιζα σε κάνεις να χάσεις την αίσθηση του χρόνου. Οι ψίθυροι περί νέων επενδύσεων δίνουν και παίρνουν και σίγουρα πολλοί είναι οι υποστηρικτές της «ανάπτυξης». Κάτω από το παλιό Ribas club, που έχει μείνει σαν φάντασμα να θυμίζει παλιές λαμπερές εποχές, παρέες κατηφορίζουν στα βράχια. Ένα από τα λίγα πράγματα που κάνουν υποφερτή τη ζωή μας στην πόλη το καλοκαίρι είναι οι βουτιές στις ελεύθερες παραλίες.
Η Βάρκιζα είναι το τελευταίο χωριό των νοτίων προαστίων και ελπίζω η «ανάπτυξη» να αργήσει πολύ. Γιατί τίποτα δε συγκρίνεται με τη θέα στη θάλασσα, με τις αγκαλιές στα παγκάκια, με τους πάγκους των ψαράδων που φέρνουν τη φρέσκια πραμάτεια τους, με την ηλιοθεραπεία στην πετσέτα σου και όχι σε κάποια υπερχρεωμένη ξαπλώστρα.