ΠΡΟΣΩΠΑ

Κώστας Σπυρόπουλος, ένας καραγκιοζοπαίκτης στην Ελλάδα του 2024

Μιλήσαμε μαζί του για το βάρος του ονόματος που κουβαλάει, το ζήτημα της επιβίωσης και τον Καραγκιόζη στην εποχή της οθόνης.

Είναι η μυρωδιά του ποπ κορν, ο ήχος της γεννήτριας που βοηθάει τη μεταλλική μηχανή να κυκλώσει το ξυλάκι με το μαλλί της γριάς, οι φωνές των παιδιών και τα κόκκινα γλειφιτζούρια σε σχήμα κόκορα που, κυρίως για τους Millennials, αποτελούν μια γνώριμη καλοκαιρινή -και όχι μόνο- εικόνα.

Οι παραπάνω διατροφικές επιλογές, που ανήκουν στην κατηγορία «μόνο για απόψε», η συγκεκριμένη γενιά τις έχει συνδέσει με τις υψηλές θερμοκρασίες και το θέαμα, με κάτι που σε έκανε να κάτσεις στη λευκή πλαστική καρέκλα και να αφήσεις για λίγο τους γονείς σου στην ησυχία τους. Ήταν μια win-win κατάσταση.

Ένα από αυτά τα θεάματα ήταν και ο Καραγκιόζης, η φιγούρα με το ασύμμετρο χέρι και την καμπούρα που κολλούσε πάνω στο λευκό πανί και σε έκανε να γελάσεις ή ακόμα και να προβληματιστείς για το πώς γίνεται ένα άτομο να χειρίζεται τόσους χαρακτήρες και να αλλάζει τόσες φωνές, ανάλογα την περίσταση.

Αυτός ο προβληματισμός με ακολουθούσε από παλιά και έτσι ήταν από τους πρώτους που μοιράστηκα μόλις συναντηθήκαμε με τον Κώστα Σπυρόπουλο στην πλατεία της Ηλιούπολης, λίγη ώρα πριν από την παράστασή του. Ο Κώστας Σπυρόπουλος είναι καραγκιοζοπαίκτης, ζει από το θέατρο σκιών και σηκώνει το βάρος (χωρίς να είναι απαραίτητα κακό, το αντίθετο μάλλον) του παρελθόντος καθώς ο πατέρας του, Θανάσης, ήταν από τους πιο γνωστούς του χώρου.

«Ο καραγκιοζοπαίκτης είναι στην ουσία one man show. Μόνος του φτιάχνει τον μπερντέ, τις φιγούρες, συνδέει τα μηχανήματα, κάνει ηχοληψία, αλλάζει τα τραγούδια, τις φωνές, τα φώτα, τα πάντα» λέει όσο βγάζει από το βανάκι τα απαραίτητα, αυτά που, σε λίγη ώρα, θα κάνουν τα παιδιά που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία να παραμείνουν ήσυχα στη θέση τους, εντυπωσιασμένα από την αντίθεση που δημιουργεί ένα αδιαφανές σώμα πάνω σε μια φωτεινή πηγή.

Το θέατρο σκιών και το βάρος του ονόματος

Αναπόφευκτα, όταν στο παρελθόν έχει γραφτεί ιστορία, το έργο σου να τη διατηρήσεις ζωντανή και γιατί όχι, να γράψεις τη δική σου, αποκτά ακόμα μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. Ο Κώστας Σπυρόπουλος το γνωρίζει, όμως δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Έχει το «όνομα», έχει και την όρεξη να κάνει τα δικά του πράγματα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ακολουθεί το δρόμο που χάραξε ο πατέρας του.

Θα στο πω όσο πιο απλά γίνεται: Το θέατρο σκιών είναι πολιτισμός. Είναι η Ελλάδα. Για μένα είναι η ζωή μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ τη ζωή μου χωρίς αυτό. Από μικρό παιδί, αντί για παιχνίδια, έπαιζα με φιγούρες του Καραγκιόζη. Όταν ο πατέρας σου είναι ο Σπυρόπουλος δε γίνεται διαφορετικά. Είναι βίωμα, δεν είναι απλά ένα επάγγελμα.

Το έχω πει και θα συνεχίζω να το λέω, αν δεν υπήρχε αυτός, δεν θα έπαιζα ποτέ Καραγκιόζη. Και όχι μόνο εγώ, πολλοί ακόμα όπως ο Ηλίας Καρελλάς και άλλοι μαθητές του πατέρα μου. Έχει το δικό του κομμάτι ιστορίας, εξέλιξε τον Καραγκιόζη.

Μέχρι να εμφανιστεί ο πατέρας μου οι φιγούρες δεν κουνούσαν στόματα, μάτια, ούτε περπατούσαν. Ήταν καινοτόμος, μέχρι και λίγο πριν φύγει από τη ζωή πέρυσι το καλοκαίρι, σκεφτόταν το πώς θα κάνει νέα πράγματα. Του χρωστάμε πολλά, όπως και στον Ευγένιο Σπαθάρη.

Ο πατέρας μου ήταν απλός, λαϊκός άνθρωπος και σκεφτόταν συνέχεια το καινούργιο. Έλεγε πως μπορεί αυτός να μην είναι στη ζωή, αλλά θα το έβρισκαν μπροστά τους οι επόμενοι.

Ζούσε στο Κοπανάκι Μεσσηνίας, είχε τέσσερις αδελφές, ήταν γεννημένος το 1930 και είχε περάσει πόλεμο. Ο παππούς μου είχε καφενείο και κουρείο. Παλιά ο Καραγκιόζης παιζόταν μόνο στα καφενεία.

Υπήρχε ένα τοπικός καραγκιοζοπαίκτης, ο Φιλντισάκος από την ορεινή Κυπαρισσία ο οποίος έκανε περιοδεία εκεί. Μόλις ο πατέρας μου άκουσε τις φωνές του Καραγκιόζη, μαγεύτηκε. Τότε δεν τους άφηναν να πηγαίνουν, ήταν μικρό παιδί και ήταν για μεγάλους. Από πείσμα, εκείνος πήγαινε και κρυβόταν.

Στα 16 του πήγε και βρήκε τον Φιλντισάκο και εξαφανίστηκε από το σπίτι. Μέχρι που κάποια μέρα αρρώστησε ο Φιλντισάκος και του λέει του πατέρα μου να παίξει εκείνος. Πήγε και έπαιξε ό,τι θυμόταν. Την επόμενη μέρα έπαιξε ο Φιλντισάκος και του λένε «Βασίλη, βάλε τον μικρό να παίξει». Κάπως έτσι ξεκίνησε.

Ο Κώστας, χωρίς τον Θανάση Σπυρόπουλο

Ο απογαλακτισμός, κυρίως αυτός που σχετίζεται με την τέχνη, είναι συχνά επίπονος καθώς το να βρεις τη δική σου φωνή ή το δικό σου στιλ παιξίματος, μπορεί να οδηγήσει σε λάθη. Και τα λάθη, όπως συμβαίνει σε πολλούς τομείς της ζωής, δεν συγχωρούνται. Πίσω από τον μπερντέ δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Παρ’ όλα αυτά, ο Κώστας Σπυρόπουλος τα κατάφερε.

Από μικρός ανέβαινα στο σκαμνί και βοηθούσα τον πατέρα μου, ήθελα να παίζω. Συνήθιζε να λέει πως οι περισσότεροι καραγκιοζοπαίχτες δεν μπορούν να εκφραστούν σε μια παράσταση όπως πρέπει γιατί όταν λένε τη λέξη «πεινάω», δεν τη νιώθουν. Και δεν τη νιώθουν γιατί δεν έχουν πεινάσει.

Ο πατέρας μου έχει ηχογραφήσει περίπου 300 έργα ώστε να μείνουν. Όταν ξεκίνησα να παίζω και επειδή υπήρχε το μέτρο σύγκρισης, έπαιζα τα CD. Το 2013 έπαιξα την πρώτη μου ζωντανή παράσταση με τον πατέρα μου δίπλα. Το καλοκαίρι αυτό μού έκρυψε το CD και αναγκάστηκα να παίξω μόνος μου. Έτσι ξεκίνησα. Μετράω πλέον μια δεκαετία.

Ο γιος μου θέλω να παίξει αν του αρέσει και αν τον κάνει ευτυχισμένο. Μόνο τότε. Έτσι ξεκίνησα και εγώ, επειδή μου άρεσε. Μπαίνω πίσω από τον μπερντέ και αυτή τη μία ώρα χάνομαι, σα να μην υπάρχει τίποτα γύρω μου.

Ένας καραγκιοζοπαίκτης στην Ελλάδα του 2024 και η ανάγκη για εξέλιξη

Στην Ελλάδα της ακρίβειας, το να επιβιώνεις έχει μετατραπεί σε τέχνη. Τέχνη είναι και το θέατρο σκιών, το ερώτημα όμως είναι πώς ένας καραγκιοζοπαίκτης μπορεί να τη «βγάλει», από τη στιγμή που όλοι έχουμε πρόσβαση σε οθόνες και αμέτρητα προγράμματα. Γιατί να προτιμήσει κάποιος τον Καραγκιόζη και να μην κάτσει στον καναπέ του να δει σε επανάληψη τα Φιλαράκια ή κάποιο παιδικό;

Είναι πολύ δύσκολο να ζήσεις από αυτό. Πρέπει συνέχεια να το κυνηγάς, δεν μπορείς να πεις «σήμερα δεν θα παίξω». Αυτή τη στιγμή που μιλάμε με στεναχωρεί ένα πράγμα: Έχω φτάσει στο σημείο πλέον να παίζω όχι μόνο γιατί το γουστάρω, αλλά και για λόγους επιβίωσης. Άσχετα αν έχω όρεξη ή όχι, πρέπει να πάω γιατί αυτά τα χρήματα θα πάνε στα φροντιστήρια των παιδιών μου.

Οι καραγκιοζοπαίκτες στην Ελλάδα με παιδιά είμαστε μετρημένοι στο ένα χέρι. Σύνολο είμαστε αρκετοί, αλλά με οικογένεια ελάχιστοι. Γιατί είναι πολύ δύσκολο να μεγαλώσεις παιδιά παίζοντας τον Καραγκιόζη.

Εγώ, ως γιος του Σπυρόπουλου που έχω βρει τη δουλειά πολλά σκαλοπάτια πιο πάνω, δεν είναι εύκολο να επιβιώσω. Ξέρεις πόσοι καραγκιοζοπαίκτες της γενιάς μου είναι καλοί αλλά δεν μπορούν να φτάσουν εκεί που πρέπει γιατί η εποχή δεν τους αφήνει;

Πιστεύω πως η γενιά του γιου μου θα βλέπει ελάχιστα Καραγκιόζη στο μέλλον. Πρέπει, λοιπόν, να είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτό. Στόχος μου δεν είναι να κρατήσω μόνο την παράδοση, αλλά και τον Καραγκιόζη ζωντανό.

Αρκετοί μου είπαν ότι χαλάω τον Καραγκιόζη βάζοντάς τον στο YouTube. Τους λέω ότι αυτός που θέλει να δει ζωντανά, θα δει, αλλά υπάρχουν αρκετοί που το βλέπουν στο YouTube. Και ρωτάω: Τι είναι πιο σημαντικό, να χαθεί ο Καραγκιόζης ή να παίζει σε πλατφόρμα;

Όταν ήρθε ο κορονοϊός δεν μπορούσαμε να κάνουμε παραστάσεις. Είχα στην άκρη κάποια χρήματα και σκέφτηκα να το κάνω streaming. Όσα εισιτήρια έκανα τότε σε streaming, δεν τα έχω κάνει σε ζωντανή παράσταση. Απευθύνεσαι σε όλη την Ελλάδα. Θα το δουν από Κύπρο, από τη Θεσσαλονίκη.

Στην πρώτη streaming παράσταση κάναμε 890 εισιτήρια. Σκέφτομαι να επενδύσω σε αυτό. Γλιτώνω βενζίνες, αφίσες ένα σωρό πράγματα και μπορώ να έχω το τέλειο αποτέλεσμα κάτω από το σπίτι μου. Γιατί να μην το κάνω; Θα εξαντλήσω το παικτικό κομμάτι του Καραγκιόζη, όμως είναι παράλογο να το απορρίψεις, όλα εξελίσσονται.

«Όταν μιλάμε για τέχνη, μία κλαίμε και μία γελάμε»

Στο δημοτικό και στην κλασική ερώτηση του τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις, δεν θυμάμαι κανέναν να απαντάει πως στο μέλλον θέλει να γίνει καραγκιοζοπαίκτης. Ποια θα ήταν η αντίδραση κάποιου στις μέρες μας, άραγε, αν άκουγε πως ένα παιδί θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο σκιών και ποιο είναι το πρώτο πράγμα που ακούει ο Κώστας Σπυρόπουλος μόλις συστήνεται σε κάποιον και του αποκαλύπτει το επάγγελμά του; Επίσης, πώς μπορεί να ξεχωρίσει ένας καραγκιοζοπαίκτης;

Σίγουρα δεν θα πιστέψουν το παιδί. Και δεν θα τον πιστέψουν γιατί μιλάμε για τέχνη. Όταν μιλάμε για τέχνη, μία κλαίμε και μία γελάμε. Αυτό που θα έλεγα στους νέους, είναι να τελειώσουν πρώτα μια σχολή, να βρουν μια μόνιμη δουλειά να εξασφαλίσουν το μέλλον τους και σαν χόμπι το Σαββατοκύριακο, ας παίξουν τον Καραγκιόζη.

Να σου πω την αλήθεια, μόλις λέω σε κάποιον ότι είμαι καραγκιοζοπαίκτης λειτουργεί αντίστροφα. Λένε «Α, έχω δει Καραγκιόζη, έχω δει τον πατέρα σου’». Όσοι είναι τώρα κοντά στα 50, έχουν δει Καραγκιόζη στην ΕΡΤ, Σπαθάρη και Σπυρόπουλο. Από τη γενιά του γιου μου δεν υπάρχει αυτό. Υπάρχει όμως το YouTube, άρα επανερχόμαστε σε αυτό που λέγαμε πριν. Ό,τι είναι καλό για τον Καραγκιόζη πρέπει να γίνεται, αλλιώς θα πεθάνει.

Για να ξεχωρίσει κάποιος πρέπει να γίνουν πολλά. Για παράδειγμα, πρέπει να υπάρχει σεβασμός σε αυτό που κάνεις και πάνω απ’ όλα, να μελετάς. Παρακολουθώντας παλιά έργα, μελετώντας παλιούς καραγκιοζοπαίκτες, να ψάχνεις τρόπους να εξελίξεις αυτό που κάνεις.

Το πιο βασικό στοιχείο, όμως, είναι να δεις τι κόσμο έχεις πριν μπεις πίσω από τον μπερντέ. Δεν παίζεις για το δικό σου θέλω, παίζεις για το κοινό. Όταν έχεις παιδιά, δεν μπορείς να παίξεις για 20χρονα. Αλλάζεις το ύφος σου.

Μπες από μέσα και παίξε αυτό που θα κάνει τους άλλους ευτυχισμένους, αλλιώς έχεις αποτύχει. Το μυστικό βρίσκεται επίσης στην αλλαξοφωνία, να αλλάζεις φωνές και να μην καταλαβαίνει ο άλλος ότι πίσω από τον μπερντέ είναι ένας άνθρωπος.