ΠΡΟΣΩΠΑ

Ο Ηλίας Καπώνης ξεναγεί όλο τον πλανήτη στην Αθήνα

Περάσαμε ένα απόγευμα με έναν ξεναγό στην Αρχαία Αγορά για να μάθουμε τα πάντα για το επάγγελμά του - και όχι μόνο: για την εξιδανίκευση της ελληνικής αρχαιότητας, αλλά και για τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την Αθήνα, το Disneyfication.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ANDREAS PAPAKONSTANTINOU/TOURETTE PHOTOGRAPHY

«Έχω την καλύτερη δουλειά στην Ελλάδα. Δηλαδή αντικειμενικά, κοίτα το γραφείο μου. Υπάρχει καλύτερο γραφείο από αυτό;», με ρωτά ο Ηλίας Καπώνης και μου δείχνει, από την είσοδο της Αρχαίας Αγοράς όπου βρισκόμαστε, την Ακρόπολη· εκεί, δηλαδή, που περνά σχεδόν κάθε μέρα της ζωής του από αρχές Απριλίου μέχρι και τέλη Οκτωβρίου.

Πράγματι, ο ναός του Παρθενώνα είναι το γραφείο του τα τελευταία δύο χρόνια, όσα εργάζεται ως ξεναγός. 

Η επαγγελματική του ιδιότητα ήταν η αφορμή για να συναντηθούμε και να γνωρίσουμε εκ των έσω ένα από τα πιο γνωστά εποχικά επαγγέλματα του μεγάλου ελληνικού καλοκαιριού και της τουριστικής σεζόν, το οποίο στο μεταξύ είναι ένα αρχαίο επάγγελμα.

Όπως μου εξηγεί: «Και στην αρχαία Αθήνα είχαν τουρίστες. Για παράδειγμα, ο κόσμος που ερχόταν για τα Ελευσίνια κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής, επισκεπτόταν πρώτα την Αθήνα. Εκεί, υπήρχαν οι εξηγητές -έτσι ονομάζονταν τότε οι ξεναγοί-, που τους εξηγούσαν την ιστορία των πιο σημαντικών μνημείων για να τους φανερώσουν την ταυτότητα της πόλης. Αν το καλοσκεφτείς, είμαστε μαζί με τις ιερόδουλες από τα αρχαιότερα επαγγέλματα».

Η συνάντησή μας δεν ξεκίνησε κλασικά με τη συνέντευξη, αλλά με ξενάγηση και μάλιστα, στον χώρο που αγαπά πιο πολύ από κάθε άλλον. «Σου έχουν κάνει ποτέ ξενάγηση στην Αρχαία Αγορά;», με ρώτησε στο τηλέφωνο. «Μπορεί η Ακρόπολη να είναι το highlight, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που έκανε γνωστή τοις πάσι την Αθήνα ήταν η δημοκρατία και ο χώρος στην οποία έγιναν όλες οι ζυμώσεις για να γεννηθεί ήταν η Αγορά». 

Κι ενώ στο μυαλό μου είχα μία κάπως τυπική, βαρετή -ας μην κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου- ξενάγηση που θα μου θύμιζε κάπως το σχολείο, τελικά τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Ο Ηλίας έκανε αυτό το ιστορικό ταξίδι πίσω στον χρόνο τόσο ζωντανό και διασκεδαστικό με την εκφραστικότητα, το χιούμορ, την ενέργειά του, με το ότι μιλούσε απλά και με παραδείγματα, κρατώντας αποστάσεις από στείρες διηγήσεις και εξηγήσεις. 

«Στην ξενάγηση, η ροή του λόγου μου είναι η ροή της σκέψης του κόσμου. Αν αρχίζω να τους πυροβολώ με πληροφορίες για τέσσερις ώρες που διαρκεί ας πούμε ένα tour σε Ακρόπολη και Αρχαία Αγορά κι ενώ περπατάμε και ιδρώνουμε από τη ζέστη, πάει το έχασα το παιχνίδι».

«Ο ξεναγός είναι περφόρμερ», μου λέει και το πιάνω αμέσως αυτό που θέλει να πει. Τη μία περίπου ώρα που περιδιαβήκαμε στην ιστορία της Αρχαίας Αγοράς ένα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου, ήταν σαν να έδινε ένα σόου – από τον τρόπο που μιλούσε, που κινούταν στον χώρο, που με καθοδηγούσε από το ένα ιστορικό σημείο στο άλλο, από το Νομισματοκοπείο, τον χώρο όπου κόβονταν τα νομίσματα της Αθήνας στη Στοά του Αττάλου. 

«Δεν μαθαίνω τα λόγια μου απ’ έξω και κάθε tour είναι παπαγαλία. Αν πέσω στην παγίδα “της κασέτας”, καταστράφηκα. Ο βασικός κορμός υπάρχει, αλλά κάθε φορά καλούμαι να φτιάξω και μία διαφορετική ιστορία». Άλλωστε, το στοίχημα είναι να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του κόσμου και ο ίδιος, κατάλαβα, ότι έχει βρει τον τρόπο να το πετυχαίνει, σε μία εποχή που η διάσπαση προσοχής λόγω του κινητού, της οθόνης και των social media είναι τεράστια. 

«Πρώτα, απ’ όλα, τους κερδίζω μιλώντας τη γλώσσα τους, φροντίζοντας να έχω οπτική επαφή και επίγνωση σε ποιους απευθύνομαι. Δεν μπορώ να μιλήσω στον άλλο που έχει έρθει από το Ντάλας του Τέξας στην ίδια λογική που θα μιλήσω σε έναν Ευρωπαίο που έχει τελειώσει, για παράδειγμα, το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Πρέπει να έχω επίσης κατά νου ότι η ροή του λόγου μου είναι η ροή της σκέψης τους. Αν αρχίζω να τους πυροβολώ με πληροφορίες για τέσσερις ώρες που διαρκεί περίπου η ξενάγηση σε Ακρόπολη και Αρχαία Αγορά κι ενώ περπατάμε και ιδρώνουμε από τη ζέστη, πάει χαθήκαμε. 

Έπειτα, βάζοντας όλες τις αισθήσεις στο παιχνίδι, προσφέροντας μία ολιστική εμπειρία. Όταν ένας ταξιδιώτης πηγαίνει σε ένα νέο μέρος όλα μυρίζουν αλλιώς, όλα ακούγονται αλλιώς. Το να κόψω φρέσκια ρίγανη και να τους δώσω να τη μυρίσουν, να αφουγκραστούμε τους ήχους της πόλης, ακόμα και τους ενοχλητικούς, να δοκιμάσουν καινούργιες γεύσεις. Γιατί κακά τα ψέματα, την πληροφορία αργά ή γρήγορα μάλλον θα την ξεχάσουν, λίγα πράγματα θα συγκρατήσουν. Εκείνο όμως που σίγουρα θα θυμούνται για πάντα είναι το πώς ένιωσαν.

Γι’ αυτό ακριβώς, θεωρώ ότι η τεχνητή νοημοσύνη, ό,τι και να γίνει, δεν μπορεί να απειλήσει ουσιαστικά τη δουλειά μου και να με αντικαταστήσει ένα πρόγραμμα AI. Τη ζεστασιά της φιλοξενίας δεν μπορεί να στη δώσει μία οθόνη». 

Μία τυπική διαδρομή ξενάγησης στην Αθήνα για τον Ηλία είναι το “Ακρόπολη, Πλάκα, Αρχαία Αγορά, Μοναστηράκι, Ψυρρή, εμπορικό κέντρο”. Ξεναγεί τόσο σε γκρουπ, όσο και πριβέ. «Προτιμώ το πριβέ. Έχει κάτι πιο προσωπικό, η εμπειρία είναι εξατομικευμένη και δίνει τη δυνατότητα να εμβαθύνουμε περισσότερο στα πράγματα». Δουλεύει κυρίως με Γάλλους, μιας και γνωρίζει πολύ καλά τη γλώσσα, και δευτερευόντως με Αμερικάνους, που είναι ζόρικη περίπτωση. 

«Αναγκαστικά πρέπει να τους εξηγήσεις την αλφάβητο. Εκτός από το ότι είναι γενικά αγεωγράφητοι και δεν έχουν μία καθολική παιδεία, υπάρχει μεγάλο πολιτιστικό κενό που καλούμαι να γεφυρώσω. Γιατί η συνέχεια της ιστορίας που έχουμε βρει εμείς εδώ στην Ελλάδα, στην περίπτωσή τους δεν υπάρχει επειδή πολύ απλά δεν καταγράφηκε. Κάτι βέβαια που δεν ισχύει για τη Λατινική Αμερική. Οι Μεξικάνοι έχουν τους Μάγια και συνεπώς, αντιλαμβάνονται ευκολότερα την αίσθηση του βάθους στον χρόνο».  

Κι όταν εργάζεται με Έλληνες; «Είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες ξεναγήσεις. Κοίτα, γενικά οι ξεναγοί αποφεύγουν τους Έλληνες γιατί δεν έχουμε στην κουλτούρα μας τη λογική του tip, του φιλοδωρήματος. Αντιθέτως, οι Αμερικάνοι την έχουν και οι περισσότεροι ξεναγοί τους κυνηγούν για αυτό. Εγώ δεν τους πολυγουστάρω, γιατί ψιλοχαζεύεις δουλεύοντας μαζί τους. 

Δηλαδή σε κάποια από τα πιο κουφά σκηνικά που μου έχουν τύχει πρωταγωνιστούν πάντα Αμερικάνοι: από το ότι νομίζουν ότι η Ελλάδα είναι νησί -έχει ακουστεί η ατάκα από Αμερικανίδα τουρίστρια “Εκτός από τον Πειραιά και την Αθήνα, έχει και άλλες πόλεις το νησί;”- μέχρι το ότι τους λες ότι από κάτω μας υπάρχει ο αρχαιότερος δρόμος της Αθήνας και ρωτούν “μα πώς δεν πέφτουμε;”.

«Θέλω να είμαι διαλλακτικός στις ξεναγήσεις, δεν επιβάλλω το δικό μου αφήγημα στον κόσμο, ούτε μπλέκω την πολιτική στη μέση. Με τους Έλληνες είμαι ακόμα πιο προσεκτικός σε αυτό, αλλά θα δώσω τροφή για σκέψη, στοιχεία τα οποία μπορεί να μην τα γνωρίζουν ή να τα έχουν κάπως λανθασμένα μέσα στο μυαλό τους».

Για να επιστρέψω όμως στην ερώτησή σου, το fun fact με τους Έλληνες είναι ότι είναι αρκετά καχύποπτοι σχετικά με το αν τους τα λέω σωστά – γκουγκλάρουν δηλαδή επί τόπου για να με τσεκάρουν. Επίσης, επειδή γνωρίζουν αρχαία ιστορία -οι περισσότεροι από αυτά που έμαθαν στο σχολείο- δεν είναι το καλύτερό τους όταν τους αποδομώ το παραμύθι.

Γενικά, θέλω να είμαι διαλλακτικός στις ξεναγήσεις, δεν επιβάλλω το δικό μου αφήγημα στον κόσμο, ούτε μπλέκω την πολιτική στη μέση. Με τους Έλληνες είμαι ακόμα πιο προσεκτικός σε αυτό, αλλά θα δώσω τροφή για σκέψη, στοιχεία τα οποία μπορεί να μην τα γνωρίζουν ή να τα έχουν κάπως λανθασμένα μέσα στο μυαλό τους.

Για παράδειγμα, πολύς κόσμος αγνοεί την ηλικία του Σωκράτη όταν αυτοκτόνησε και ότι η αυτοχειρία του ήταν συνειδητή επιλογή λόγω ηλικίας, όχι μόνο ηθική, γιατί αν τον έστελναν εξορία, ο άνθρωπος ήταν 70 χρόνων θα πέθαινε. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν εκείνη που ουσιαστικά τον σκότωσε. 

Ή όταν τους διηγούμαι την ιστορία για το πώς ξεκίνησε η δημοκρατία από τους τυραννοκτόνους ή όταν τους μιλάω για την ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο είναι από τα πιο “τζιζ” θέματα. Δεν μπορούν να καταλάβουν πώς μπορεί να υπήρχε ομοφυλοφιλία στην αρχαιότητα, αλλά να μην υπήρχαν ομοφυλόφιλοι. Πολύ απλά γιατί η σεξουαλικότητα είναι μια σύγχρονη “εφεύρεση”, που στην Αρχαία Ελλάδα την αντιλαμβάνονταν απλά ως μια δραστηριότητα παρόμοια με τον χορό, το παιχνίδι, το φλερτ με τη φύση, με την εκδίπλωση του εαυτού, της προσωπικότητάς τους. 

Ένα ακόμα παράδειγμα είναι το ότι ουσιαστικά όταν ακούμε την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας ακούμε δυστυχώς την ιστορία των αντρών αυτής».

Μου εξηγεί ότι αυτό που η νέα γενιά ξεναγών επιθυμεί να ανατρέψει είναι τα κυρίαρχα αφηγήματα και να βάλει την κριτική και την αμφισβήτηση στο παιχνίδι. 

«Έχουμε περάσει δώδεκα χρόνια στο σχολείο να ακούμε ένα συγκεκριμένο εθνικό αφήγημα. Αρχαίο πνεύμα αθάνατο. Δεν αντιλέγω, αλλά τι ακριβώς είναι αυτό που αξίζει πράγματι να μείνει αθάνατο και ποιο εκείνο που καμιά φορά ίσως και να πρέπει σκοτώσουμε για να μην είναι η ρίζα του κακού σήμερα. Όταν εξιδανικεύουμε τον αρχαίο κόσμο και πολιτισμό μεγαλώνουμε και την απόσταση που μας χωρίζει από αυτόν τον κόσμο.

Δεν έχουμε ανάγκη δηλαδή άλλους ξεναγούς τύπου σουβλάκι, Παρθενώνας, Λυκαβηττός λες και παίζουμε σε βίντεο κλιπ της Μαρίνας Σάττι, αλλά συναδέλφους που θα μιλήσουν για τους δούλους στην αρχαία Ελλάδα, τις γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, τις κρυμμένες πτυχές της ιστορίας μας».

Όσο καθόμαστε σε ένα από τα παγκάκια στην Ασωμάτων πίσω από τις γραμμές του ηλεκτρικού του Θησείου, δεν έχουν σταματήσει να περνούν μπροστά μας τουρίστες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Να φωτογραφίζουν, να τραβούν selfies, να αναζητούν το ιδανικό κάδρο ζουμάροντας στον Ναό του Παρθενώνα που έχει ντυθεί με τα χρώματα της δύσης του ήλιου.

«Δεν έχουμε ανάγκη άλλους ξεναγούς τύπου σουβλάκι, Παρθενώνας, Λυκαβηττός λες και παίζουμε σε βίντεο κλιπ της Μαρίνας Σάττι, αλλά συναδέλφους που θα μιλήσουν για τους δούλους στην αρχαία Ελλάδα, τις γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, τις κρυμμένες πτυχές της ιστορίας μας».

«Το εντυπωσιακό πλέον είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς έχουν έρθει για να μείνουν στην Αθήνα. Όχι απλά να περάσουν να δουν την Ακρόπολη και να φύγουν για τα ελληνικά νησιά. Η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε ταξιδιωτικό προορισμό και αυτό “γεννήθηκε” κατά της διάρκεια της οικονομικής κρίσης.

Τότε, ήταν που άρχισε να αποκτά ορατότητα ως μία σύγχρονη πρωτεύουσα, λόγω της πολιτικοκοινωνικής αναταραχής και των διαδηλώσεων που συνέβαιναν και να προσελκύει το λεγόμενο dark tourism. Τότε ήταν που οι ξένοι άρχισαν να βλέπουν την Αθήνα πέρα από τις αρχαιότητες της. Να θέλουν να μείνουν μερικές μέρες παραπάνω για να την ανακαλύψουν».

Αναρωτιέμαι πού στέκεται ο ίδιος, όντας ένας άνθρωπος που ζει από τον τουρισμό, απέναντι στην υπερτουριστικοποίηση που βιώνει η πόλη. Στο διπλανό παγκάκι υπάρχει ένα γκράφιτι με τη φράση που λίγο-πολύ όλοι έχουμε ξεστομίσει τα τελευταία καλοκαίρια, όταν δεν βρίσκουμε ταξί, όταν τα τουριστικά πούλμαν κλείνουν τη δεξιά λωρίδα του δρόμου, όταν πρέπει να κάνουμε κράτηση παντού, όταν όλη η Αθήνα έχει γίνει ένα τεράστιο Airbnb: “tourists go home”.

«Προφανώς, είμαι κατά. Όλο αυτό που συμβαίνει με τον υπερτουρισμό δυσκολεύει τις συνθήκες διαβίωσης, ακριβαίνει τη ζωή μας και ουσιαστικά την υποτιμά με κάθε τρόπο. Η δουλοπρέπεια μόνο σε κακό θα μας οδηγήσει. Φυσικά, και είμαστε φιλόξενος λαός, αλλά υπάρχει ειδοποιός διαφορά στη φιλοξενία και στο καβάλημα.

Βλέπεις ότι στη Βαρκελώνη και στη Βενετία έβαλαν όρια στον τουρισμό ώστε να μην κατασπαταλάται ο φυσικός και πολιτιστικός πλούτος και να μην καταστρέφεται η ζωή των μόνιμων κατοίκων. Αντίθετα, εμείς αντί να βάζουμε όρια, τα ξεχειλώνουμε και σε αυτό είναι αδύνατον να μην διακρίνεις απελπισία.

Η κατάντια μας θα είναι η αρχαιότερη πρωτεύουσα της Ευρώπης να χάσει την ταυτότητά της, να γίνει η Αθήνα μια αρχαιοελληνική Disneyland και δυστυχώς, το Disneyfication φαίνεται να συμβαίνει ήδη».

Η συνάντησή μας προηγήθηκε της πρόσφατης απεργιακής κινητοποίησης των ξεναγών, που πραγματοποιήθηκε στις 11 Ιουλίου, ενάντια στο νομοσχέδιο που εισηγείται το υπουργείο Τουρισμού για τον εκσυγχρονισμό του επαγγέλματος. Αναφέρω τη λέξη «εκσυγχρονισμός» και γελάει. «Αυτό που θέλουν να περάσουν μεταξύ άλλων με το εν λόγω νομοσχέδιο είναι να περιορίσουν το έργο του ξεναγού σε κλειστούς και περίκλειστους χώρους, παρά το γεγονός ότι η ιστορία, τα αξιοθέατα και ο πολιτισμός της Ελλάδας δεν είναι “περιχαρακωμένα”», μου εξηγεί. 

«Για να στο πω πιο απλά, θέλουν να περιορίσουν τη δουλειά του Έλληνα ξεναγού σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία και όλο το υπόλοιπο διαδρομικό tour της πόλης να γίνεται με ξένους ξεναγούς, που θα τους φέρνουν από τη Σκανδιναβία για παράδειγμα τα πολυεθνικά ταξιδιωτικά γραφεία και το κόστος θα είναι σαφώς μικρότερο».

Ταυτόχρονα, μου τονίζει ότι ζητούν μεγαλύτερες προσπάθειες και ουσιαστικές προτάσεις από το υπουργείο για ενίσχυση του ελέγχου των παρανόμων ξεναγήσεων, καθώς πρόκειται για ένα επάγγελμα που πλήττεται από τη μαύρη εργασία και ο υπερτουρισμός την ενισχύει ακόμα περισσότερο.

«Ένας πιστοποιημένος ξεναγός μπορεί να εργαστεί τόσο ως μισθωτός σε ταξιδιωτικά γραφεία, όσο και ως ελεύθερος επαγγελματίας αν αναλάβει ένα tour με κάποιον ιδιώτη. Ως μισθωτοί φορολογούμαστε μεν ακριβά (30% επί του μικτού μισθού), κάνουμε ωστόσο νόμιμα τη δουλειά μας και αυτό για μένα έχει τη μεγαλύτερη σημασία». 

Τόσην ώρα μιλάμε και δεν τον έχω ρωτήσει πώς έγινε τελικά ξεναγός, μιας και είναι νέος στο επάγγελμα – μόλις δύο χρόνια, όπως μου προανέφερε. «Σπούδασα Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Οικονομικές και Πολιτικές Σπουδές στη Θεσσαλονίκη στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και όταν κατέβηκα στο Ρέθυμνο για να κάνω το μεταπτυχιακό μου στην Οικονομική Θεωρία και Πολιτική, εργάστηκα ως συνοδός εκδρομών σε Γαλλόφωνους τουρίστες για 2 με 3 χρόνια για να βγάζω τα προς το ζην. Απλά τους συνόδευα, δεν τους ξεναγούσα. 

«Ο ξεναγός δεν σταματά ποτέ να διαβάζει. Ήθελα να κάνω μία δουλειά που θα με πληρώνει για να διαβάζω».

Επέστρεψα στην Αθήνα και δούλεψα σε τουριστικά πρακτορεία ως υπάλληλος γραφείου. Κάποια στιγμή, σκέφτηκα ότι αφού έχω τις ιστορικές γνώσεις και αφού το να εργάζομαι 10 με 6 σε ένα γραφείο με εγκλώβιζε, γιατί δεν δίνω στην Κρατική Σχολή Ξεναγών (σ.σ. ιδιωτικές σχολές ξεναγών δεν υπάρχουν, υπάρχουν ιδιωτικές σχολές συνοδών); Κι έτσι, έγινε.

Η φοίτηση είναι δύο χρόνια και η λειτουργία της είναι αντίστοιχη με εκείνη της Κρατικής Σχολής Ορχηστρικής Τέχνης (ΚΣΟΤ). Μπαίνεις είτε με το απολυτήριο Λυκείου είτε με το πτυχίο πανεπιστημίου αν έχεις τελειώσει Ιστορικό Αρχαιολογικό και με τα μόρια που παίρνεις από τις τουλάχιστον δύο γλώσσες που πρέπει να μιλάς σε επίπεδο Proficiency».

Ο ξεναγός δεν σταματά ποτέ να διαβάζει. «Ήθελα μία δουλειά που θα με πληρώνει για να διαβάζω», λέει χαριτολογώντας. «Έμαθα ανάγνωση φαντάσου όταν ήμουν παιδάκι από τα βιβλία της ελληνικής μυθολογίας και αργότερα, ερωτεύτηκα την αρχαία ιστορία και την ιστορία γενικότερα.

Θυμάμαι ότι μία από τις δασκάλες μας στην Α’ Γυμνασίου μας είχε συστηθεί στο πρώτο μάθημα με την εξής πρόταση του Γκαίτε: “όποιος την ιστορία του την ίδια δεν ξέρει, το πώς και το γιατί εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, στης αμάθειας το σκοτάδι μένει και ζει μονάχα απ’ τη μια στην άλλη μέρα”. Όταν το άκουσα αυτό κάτι συνέβη μέσα μου».

Σχεδόν τρεις ώρες και κάτι μετά, βγαίνουμε από την Ασωμάτων στην Ερμού. Κίνηση, φασαρία, κόσμος, πολύς κόσμος, τουρίστες, πολλοί τουρίστες, ακραία ζέστη και υγρασία. Πριν ανέβει στο ποδήλατο για να ξεκινήσει προς Κυψέλη, ανάβει τον φακό του κινητού του -έχει πλέον έχει βραδιάσει- και μου δείχνει το τατουάζ που έχει στο αριστερό του πόδι: τον Σίσυφο, ήρωα της μυθολογίας, να σπρώχνει τον βράχο. «Το σισύφειο έργο ενός ξεναγού που κάθε μέρα ανεβάζει την κοτρόνα πάνω, απλά και μόνο για να τη βλέπει να κατρακυλάει και ξανά από την αρχή.

Υπάρχουν βέβαια πολλοί τρόποι για να ανεβάσεις μία πέτρα σε έναν λόφο ώστε να μην είναι ίδια κάθε φορά η ανάβαση και η κατάβαση. Όπως καλούμαστε να κάνουμε στην καθημερινότητά μας για να έχει νόημα η κάθε μέρα».