Ο καταραμένος έρωτας που στοίχειωσε τη Βίλα Λασκαρίδου στην Καλλιθέα
- 6 ΜΑΙ 2024
Οι ντόπιοι ανέφεραν ότι μετά την κηδεία σφράγισαν ερμητικά οι πόρτες στη βίλα Λασκαρίδου. Ότι έδιωξε το υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού και έμεινε μόνη της, περιτριγυρισμένη από τις ενοχές. Ήταν εμφανώς συντετριμμένη.
«Κλείστηκα πάλι στο δωμάτιό μου», έγραψε η ίδια, «ο νους μου είχε σαλέψει· όπου κι αν εγύριζα τα μάτια μου, έβλεπα τη χλωμή του μορφή». Από το ημερολόγιο μαθεύτηκε και η πρώτη δική της απόπειρα: «Στο σπίτι βρισκόταν ακόμη το ξυράφι του πατέρα μου, το παίρνω και κόβω άφοβα τη φλέβα που περνά από τον λαιμό στο κεφάλι – αλλά το ξυράφι ήταν σκουριασμένο και δεν έκοψε τη φλέβα ως πέρα, όπως περίμενα».
Εκείνη την περίοδο δεν είναι βέβαια γνωστά όσα συμβαίνουν πίσω από τους τοίχους του αρχοντικού, αλλά και πάλι αρκούν τα «γαργαλιστικά» για το κοινό στοιχεία της τραγικής ιστορίας ώστε να γεννηθούν θρύλοι. Θρύλοι οι οποίοι θεριεύουν ακόμη παραπάνω μετά τον θάνατο της σπουδαίας ζωγράφου μέσα στο πατρικό, χρόνια αργότερα (1965).
Κάτοικοι ισχυρίζονταν, συγκεκριμένα, ότι τη νύχτα εμφανιζόταν το φάντασμα της ζωγράφου στο νεοκλασικό και όποιος περνούσε άκουγε μελαγχολικά μουρμουρητά που επικαλούνταν το όνομα του αγαπημένου της.
Ένας πληγωμένος, αλλά όχι χωρίς ανταπόκριση έρωτας
Το μυστήριο της αυτοκτονίας του Περικλή Γιαννόπουλου δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ πλήρως, μιας και είναι γνωστό ότι υπάρχουν χειρόγραφα και γράμματα τα οποία δε δόθηκαν ποτέ στη δημοσιότητα από τη Σοφία Λασκαρίδου. Όλη η ιδιοσυγκρασία του ελληνολάτρη διανοητή, εξάλλου, περιβαλλόταν από ένα πέπλο ρομαντισμού.
«Σοφία μου, η ηδονή του έρωτα μόνον με την ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά κάποια στιγμή. Και πέρα από την απογοήτευση του αποχωρισμού, είχε να διαχειριστεί και την απογοήτευση που τα βιβλία του έμειναν στα αζήτητα.
Αλλά σε κάθε περίπτωση, ο βαθύς έρωτάς του με τη Σοφία έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Γνωρίστηκαν τυχαία έξω από εκείνο το θρυλικό σπίτι στην Καλλιθέα, ένα πρωινό του 1885. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά.
Περπατούσαν ώρες κάτω από τα πεύκα της Ελευσίνας, ανέβαιναν συχνά στην Ακρόπολη και είχαν το συνήθειο να αναπτύσσουν ατελείωτες συζητήσεις. Αλλά, η Λασκαρίδου δεν ήταν μια τυπική γυναίκα των αρχών του 20ου αιώνα. Είχε όλη την πόλη στα πόδια της, ζώντας στα σαλόνια της κοσμικής Αθήνας, δειπνώντας ακόμη και με τον βασιλιά Γεώργιο. Μεταξύ άλλων, ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στην ΑΣΚΤ.
Από κάθε άποψη, ήταν αδύνατο να δεχθεί να ζήσει στη σκιά ενός άντρα. Έτσι, παρά τον αληθινό και παράφορο έρωτά της με τον Γιαννόπουλο, παρά τα όσα γράμματα συνέχισαν να ανταλλάσσουν, εκείνη έφυγε για το Μόναχο και μετά το Παρίσι, έχοντας αποφασίσει να «αφιερωθεί στην τέχνη».
Ο Γιαννόπουλος, από την άλλη, συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, έχοντας δει κι ότι οι σπουδές της προχωρούν περίφημα, συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει επιστροφή. Και το πιο κομβικό, ότι αυτό είναι καλύτερο για εκείνη.
Μέχρι που έφτασε το τελευταίο γράμμα: «Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου».
Το αρχοντικό στην Καλλιθέα
Τραγική ειρωνεία, στο σπίτι έξω από το οποίο τον γνώρισε, τη μετέφεραν τώρα σχεδόν αναίσθητη, αφότου πήρε το αποχαιρετιστήριο γράμμα στα χέρια της και εσπευσμένα επέστρεψε στην Αθήνα. Φυσικά, δεν είχε προλάβει το κακό. Εκείνο το βράδυ, όπως και τα επόμενα, η Σοφία Λασκαρίδου έμενε ξαπλωμένη στο κρεβάτι του πατρικού της, να καίγεται στον πυρετό.
Πήρε καιρό για να επανέλθει, κάποιοι λένε ότι δεν τα κατάφερε ποτέ, αλλά συνέχισε τη ζωή της, σε σχέση με τους μύθους που έχουν ακουστεί. Συνέχισε να εκθέτει και να κερδίζει αναγνωρισιμότητα. Μάλιστα, έφυγε ξανά για το εξωτερικό και επέστρεψε στην Καλλιθέα μετά τον θάνατο της μητέρας της, το 1916.
Τα τελευταία χρόνια έμεινε από τραβηγμένη σε αυτό το υπέροχο διώροφο νεοκλασικό. Πρόκειται για έργο του Ερνστ Τσίλλερ, ένα απ’ τα αρχοντικά δηλαδή που δίνονταν με ανάθεση στον Γερμανό αρχιτέκτονα τον 19ο αιώνα, και συγκεκριμένα στην περιοχή της Καλλιθέας ήταν το δεύτερο σπίτι που χτίστηκε.
Μια μέρα πριν πεθάνει, βλέποντας το τέλος να έρχεται, δώρισε το σπίτι στον δήμο και σήμερα στεγάζεται εκεί η Δημοτική Πινακοθήκη.