Οι ελληνικές ταινίες που υμνούν την άδεια αυγουστιάτικη Αθήνα
Το ερημωμένο τοπίο της μητρόπολης υποδέχεται διψασμένα ζόμπι, ρομαντικούς πλανήτες, διαρρήκτες και περιθωριακούς που έχουν ξεμείνει από τις άκρες τους, μέσα από τον φακό της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής.
- 15 ΑΥΓ 2024
Ειδικά τις δεκαετίες μέχρι το 2000, η σιωπή της Αθήνας στην καρδιά του Αυγούστου ήταν εκκωφαντική. Οι τουρίστες ήταν τρομερά λιγότεροι, τα έξοδα για ένα ταξίδι σαφώς πιο διαχειρίσιμα και οι διακοπές στο χωριό ήταν κάτι σαν απαράβατος κανόνας για κάθε νοικοκυριό. Πίσω έμεναν μόνο οι άνθρωποι του περιθωρίου κι ίσως ένα μικρό ποσοστό που ξέμεινε από λάθος ή από σύμπτωση. Αυτή η βραχύχρονη, ακραία μετάλλαξη της πρωτεύουσας είχε ανέκαθεν τη γοητεία της, αφήνοντας χώρο και χρόνο στο τυχαίο, το ανέλπιστο, το πηγαίο.
Για τους σκηνοθέτες, συγκεκριμένα, ήταν πάντα (και ειδικά παλιότερα) ένα μέρος με νέες δυνατότητες. Επάνω στην άδεια Αθήνα εγγράφονταν με καλύτερη διαύγεια οι συναισθηματικοί κόσμοι των χαρακτήρων, οι φαντασιώσεις και οι βαθύτερες ευχές τους, τα αδιέξοδα και το πνίξιμο που νιώθουν. Ήταν, επίσης, το ιδανικό σκηνικό για την πρώτη ταινία του είδους horror zombie, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Δύο φεγγάρια τον Αύγουστο (1978)
Δύο μοναχικοί αλλά ονειροπόλοι άνθρωποι –ένας δάσκαλος μουσικής και μια μυστήρια γυναίκα που έχει εμμονή με τις Λευκές νύχτες του Ντοστογιέφσκι– συναντιούνται στην άδεια Αθήνα τον Αύγουστο, όταν όλοι έχουν φύγει για διακοπές και έχουν ξεμείνει οι περιθωριακοί. Συναντιούνται στους Αέρηδες της Πλάκας και όλη η ιστορία τους είναι μια προσπάθεια προσέγγισης, μεταξύ ρομαντισμού και παράλογου. Μια ταινία του Κώστα Φερρή.
Οι Απέναντι (1981)
Καλοκαίρι, ζέστη και το ξάναμμα ενός εικοσάχρονου αυξάνεται όταν εντοπίζει με το τηλεσκόπιό του μια 35χρονη γυναίκα από την απέναντι πολυκατοικία, αναπτύσσοντας εμμονή μαζί της. Μια ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου που αποτελεί σημείο αναφοράς στο ελληνικό σινεμά για τα φετίχ αλλά και τα καταπιεσμένα πάθη μιας πόλης που ξαφνικά (τότε στα 80s) είχε πολλαπλασιάσει τους κατοίκους της.
Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου (1991)
Κάποτε, το να ξεμένεις στην Αθήνα τον Αύγουστο ήταν ταυτόσημο με τη μοναξιά, πράγμα που εξυπηρέτησε ιδανικά τον Νίκο Κούνδουρο για να συλλάβει τη συναισθηματική κενότητα αλλά και το αυθόρμητο κυνήγι για επαφή, από την άλλη, που ανθίζει στην άδεια και ζεστή αυγουστιάτικη πρωτεύουσα. Είναι τρεις ιστορίες φαινομενικά ασύνδετες. Τρεις ιστορίες ρομαντικές, μελαγχολικές και πολύ ειλικρινείς, σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.
Φτηνά Τσιγάρα (2000)
Η μοναδική τους νύχτα ήταν ξαφνική, σαν μια μπόρα, μόνο που συνέβη καταμεσής του καλοκαιριού και συνέβη να αναδειχθεί στην απόλυτη ταινία-ωδή για την άδεια Αθήνα των 00s – μια αυθόρμητη και υπέροχα ρομαντική περιπλάνηση στις στοές, την έρημη Σταδίου, την καντίνα του Λυκαβηττού το ξημέρωμα, τα καρτοτηλέφωνα. Η αστείρευτα ρομαντική ιστορία του Ρένου Χαραλαμπίδη δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτή τη λίστα.
Δεκαπενταύγουστος (2001)
«Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μια μαγική ταινία δρόμου μέσα στο θερμό καλοκαιρινό τοπίο της Ελλάδας», είχε δηλώσει ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης για την ταινία που κυκλοφόρησε αρχές των 00s, εστιάζοντας στις ιστορίες των ενοίκων μιας τριώροφης πολυκατοικίας, των οποίων οι επιθυμίες πυρακτώνονται και φλέγονται μέσα στην κάψα του Αυγούστου για να γίνουν πραγματικότητα, όπως τα τάματα. Είναι οι μέρες που άνθρωποι έρχονται κοντά και άλλοι ψάχνουν απελπισμένα την αγάπη, κόσμος φεύγει για ταξίδια, τα σπίτια αδειάζουν και οι κλέφτες δρουν.
Σπιρτόκουτο (2002)
Κανονικά, στους συντελεστές αυτής της –εμβληματικής για την εξέλιξη του ελληνικού σινεμά και τον δρόμο του σκληρού ρεαλισμού– ταινία θα έπρεπε να αναφέρεται και η ζέστη. Μέσα στο σπίτι της οικογένειας που πρωταγωνιστεί, το air condition έχει χαλάσει και το αποπνικτικό εφέ της θερινής (πιθανότατα, αυγουστιάτικης) Αθήνας κάνει ακόμη πιο πνιγηρό το τοπίο για τους ήρωες, μέχρι που φτάνουν σε σημείο βρασμού και το νοσηρό μοντέλο της ελληνικής οικογένειας καταλήγει μεταφορικά να αυτοαναφλέγεται μέσα στην παράνοιά της.
Τσίου (2005)
Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα, δεκαετία 00s, και το δράμα του Τσίου ξεκινάει όταν γίνεται μια στραβή και η «άκρη» του αδυνατεί να τον εφοδιάσει. Και στην προσπάθειά του να βρει τη δόση του σε μια πόλη που «έχουν μείνει μόνο οι μπατίρηδες και όσοι δεν έχουν κόσμο για να πάνε έξω», θα ενεργοποιήσει άθελά του μια απίθανη αλυσίδα γεγονότων με γκάνγκστερ, μπράβους της νύχτας, πλάνητες, την Τζένη το κοκάκι, τον Νώντα το λαμόγιο κ.ά. – ένα κανονικό γαϊτανάκι με χαρακτήρες-καρικατούρες που διακωμωδούν τον κόσμο των ναρκομανών και της διακίνησης, αλλά χωρίς χοντράδες και διδακτισμό.
Γι΄ αυτό, η κωμωδία του Μάκη Παπαδημητράτου διαδόθηκε γρήγορα και πλέον αποτελεί σημείο αναφοράς.
Το Κακό (2005)
Δεν αναφέρεται αλλά προδίδεται ο Αύγουστος από τα πλάνα στους άδειους δρόμους. Στην περίπτωση του Γιώργου Νούσια, το έρημο αθηναϊκό τοπίο ήταν το κατάλληλο σκηνικό για μια δυστοπία τρόμου με ζόμπι – «Το Κακό ξυπνάει στο κέντρο της Αθήνας και με ρυθμό επιδημίας μετατρέπει τους πολίτες σε λυσσασμένα ζόμπι». Μάλιστα, ήταν η πρώτη του είδους για τα εγχώρια δεδομένα παραγωγής, που σήμερα κατέχει επάξια μια θέση στην κατηγορία «τόσο κακό που τελικά είναι καλό».