Τα πασχαλινά έθιμα της Αθήνας που χάθηκαν στον χρόνο
- 2 ΜΑΙ 2024
Για τον Γκάγκαρο Αθηναίο, εκείνον δηλαδή που τον 19ο αιώνα ήταν γέννημα-θρέμμα αυτής της πόλη, το Πάσχα δεν ήταν μια γρήγορη γιορτή που αφορούσε το κάθε σπιτικό ξεχωριστά, αλλά ένας οικουμενικός εορτασμός που δεν άφηνε κανέναν εκτός. Ακόμη και οι πιο φτωχοί, οι περιπλανώμενοι, είχαν μερίδιο στα έθιμα και τα τελετουργικά που τηρούνταν, ενώ παραδοσιακά τα μεγαλύτερο γλέντι τη Λαμπρή διεξαγόταν στο «Περιβολάκι του Θησείου» (στο τέλος δηλαδή της Ερμού) που λειτουργούσε παλιότερα και δημοτικό φυτώριο.
Σε κάθε συνοικία, σε κάθε γειτονιά, ήταν σχεδόν υποχρέωση να μπει μια ψησταριά την Ανάσταση, μετατρέποντας την πόλη σε ένα ανοιχτό γλέντι. Η συνήθεια αυτή παραμένει αναλλοίωτη μέχρι σήμερα (αφού ακόμη στα προάστια θα δεις κόσμο να σουβλίζει έξω στον δρόμο, αντί σε ταράτσες ή κήπους), ωστόσο άλλα έθιμα και παραδόσεις χάθηκαν στο πέρασμα των χρόνων, για διαφορετικούς λόγους το καθένα.
Η πίτα του φτωχού
Τόσο στην ιστορία της Αθήνας όσο και του Πειραιά, απαντάται ένα πασχαλινό έδεσμα που συμβολίζει τη φιλανθρωπία και πλέον έχει ξεχαστεί: πρόκειται για την «πίτα του φτωχού», μια μεγάλη κουλούρα με κόκκινο αυγό στη μέση, που την ημέρα της Λαμπρής κρεμιόταν ψηλά στην εξώπορτα του σπιτιού για να παραλάβουν ελεύθερα το μερίδιό τους οι περιπλανώμενοι φτωχοί.
Μάλιστα, η παράδοση ήθελε τη νοικοκυρά αφότου κρεμάσει το έδεσμα να μην κοιτάξει ξανά πίσω, προσφέροντας ανυστερόβουλα το φαγητό στην κοινωνία.
Το κάψιμο του Ιούδα
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η Αθήνα ήταν γεμάτη αγρούς και δε μετρούσε πάνω από 250.000 κατοίκους, ένα σημαντικό κομμάτι των πασχαλινών εθίμων αφορούσε το ομοίωμα του Ιούδα: όπως επιβεβαιώνει ο καθηγητής Δημήτρης Μασούρης στο βιβλίο Μαρουσιώτικα Ενθυμήματα, η διαδικασία αυτή ξεκινούσε το απομεσήμερο του Μ. Σαββάτου που μαζεύονταν τα «ξερόνια» πόρτα-πόρτα από την κλησάρισσα (τη γυναίκα που είχε στη φροντίδα της τον εκάστοτε ναό) και από τα παιδιά που έτρεχαν στους στάβλους και τους βρυγανότοπους για να φέρουν προσάναμμα.
Το «ομοίωμα του Οβραίου» κατασκευαζόταν με λινό λευκό ύφασμα και εσωτερικά γέμιζε με άχυρα και μπαρούτι, έπειτα στερεωνόταν επάνω σε πάσσαλο και περίμενε την καύση, το απόγευμα της Λαμπρής, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα σε διάφορα μέρη της χώρας. Ωστόσο, στην περίπτωση της πρωτεύουσας, το έκδηλα μισαλλόδοξο αυτό έθιμο απαγορεύτηκε διά νόμου το 1847 από την κυβέρνηση Κωλέττη, έπειτα απ’ τον προπηλακισμό του Εβραίου εμπόρου Δον Πατσίφικο που εξέλαβε διαστάσεις διπλωματικού επεισοδίου.
Δυναμίτες μέσα στα νερά του Πειραιά
Κυρίως επειδή κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες υποχρεούνταν να γιορτάζουν αθόρυβα την πίστη τους, μετά την απελευθέρωση επικράτησε, σαν από αντίδραση, το πανηγυρικό πανδαιμόνιο την ώρα της Ανάστασης. Μέχρι και σήμερα βλέπουμε πως είναι λες και στήνεται ένας άτυπος διαγωνισμός για το ποιος θα προκαλέσει περισσότερο θόρυβο. Στη συνοικία του Πειραιά, το μετρήσιμο μέγεθος ήταν κάποτε το ύψος του πίδακα που σηκώνεται μέσα στη θάλασσα από τους δυναμίτες.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1930, όπως μεταφέρει ο ιστορικός συγγραφέας και Πειραιώτης Στέφανος Μίλεσης, κάθε Ανάσταση το λιμάνι μύριζε μπαρούτι· οι τοπικές αρχές με την αστυνομία έδειχναν ανοχή στο έθιμο των υποθαλάσσιων εκρήξεων, ώσπου τα ατυχήματα άρχισαν να πληθαίνουν και για να πάψουν να θρηνούν νέους ψαράδες σταμάτησε αυτό το έθιμο.
Η γιορτή της Αγάπης στα νεκροταφεία
Όπως σημειώνει ένα δημοσίευμα από την εφημερίδα Χρόνος σε φύλλο του 1939, ένα πασχαλινό έθιμο που χάθηκε μέσα στα χρόνια ήταν η Γιορτή της Αγάπης, που πρακτικά αφορούσε την επίσκεψη στους νεκρούς: «Ιερά υποχρέωσις δια κάθε Αθηναίον της τότε εποχής ήτο να θυμηθή τους προσφιλείς νεκρούς του – τόσον την νύκτα της Μεγάλης Παρασκευής όσον και την νύκτα της Αναστάσεως ήτο απαραίτητον να αναφθούν τα κανδήλια των τάφων των προσφιλών και να ψαλούν τρισάγια επ΄αυτών», ενώ το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα μοιράζονταν εκεί αυγά και κουλούρια.
Λογικό, αφού θρησκευτικά δοξάζεται η νίκη ενάντια στον θάνατο. Υπάρχει όμως και η θεωρία ότι το έθιμο επικράτησε μετά τη σφαγή των Αθηναίων κατά την πολιορκία της Ακρόπολης το 1821, εις ανάμνηση του τραγικού αυτού γεγονότος.
Το έθιμο της ωμοπλατοσκοπίας
Ιδιαίτερα μέσα από τους βλάχικους και άλλους ποιμενικούς πληθυσμούς επιβίωσε και έφτασε μέχρι την πρωτεύουσα το έθιμο της ωμοπλατοσκοπίας, δηλαδή το μαντικό διάβασμα της ωμοπλάτης του αρνιού.
Υπάρχουν αναφορές για ανθρώπους στην παλιά Αθήνα που κατείχαν τη σπάνια μαντική τέχνη, οι οποίοι την ημέρα του Πάσχα πληρώνονταν αδρά για να προβλέψουν από οικογένεια σε οικογένεια τα μελλούμενα σχετικά με τις σοδειές ή την υγεία των ατόμων.