© Alamy/Visualhellas.gr
ΙΣΤΟΡΙΑ

Ποια ήταν η Λαμπρινή που έδωσε το όνομά της στη συνοικία του Γαλατσίου

Μαρτυρίες κατοίκων επιβεβαιώνουν ότι τέλη του 19ου αι. οι εκτάσεις της περιοχής είχαν κληροδοτηθεί στην ψυχοκόρη και ερωμένη του Λάμπρου Βέικου, αλλά οι πληροφορίες για την ταυτότητα αυτής της γυναίκας έχουν (καθόλου τυχαία) εξαφανιστεί.

Ακριβώς 90 χρόνια πριν από σήμερα, το φθινόπωρο του 1934, δίνεται εντολή εκ μέρους του υπουργείου Συγκοινωνιών στον Δήμο Αθηναίων να προβεί σε μελέτη επεκτάσεων του σχεδίου πόλεως – ολόκληρες συνοικίες είχαν χτιστεί αυθαίρετα στα περίχωρα του κέντρου, και αν δεν τακτοποιούταν άμεσα το θέμα, πολύ γρήγορα θα διαμορφωνόταν ένα «σύμφυρμα αντικρουόμενων και αδιεξόδων οδών» χωρίς επιστροφή, όπως καταγράφει στο έργο Αι Αθήναι ο Κώστας Μπίρης.

Ανάμεσα στα σημεία-περιοχές που αφορούσε το νέο ρυμοτομικό σχέδιο ήταν τα Θυμαράκια (δυτικά της Πατησίων), τα Κουπόνια (σημερινές περιοχές Ιλίσια και Ζωγράφου), η Γούβα (νότια του Παγκρατίου), το Δουργούτι αλλά και όλη τη ζώνη μεταξύ Γαλατσίου και Κυψέλης, μαζί με τις περιοχές «εις τας παρυφές του Βριλησσού» (Τουρκοβούνια), που μας αφορούν εν προκειμένω.

Λόγω του λατομείου που άρχισε να λειτουργεί στις αρχές του 20ου αι. στα νταμάρια του λόφου Κατακουζηνού της περιοχής, δεν άργησαν να εμφανιστούν τα πρώτα σπίτια εργατών.

Τα σπίτια συνοδεύτηκαν αργότερα από διάφορα καταστήματα προς εξυπηρέτηση της εργατικής-λαϊκής συνοικίας στις καθημερινές της ανάγκες και έτσι διαμορφώθηκαν οι πρώτες γειτονιές στη μέχρι τότε αδόμητη έκταση: σε πρώτη φάση, δεξιά και αριστερά της λεωφ. Γαλατσίου (πλησίον πλατείας Λαναρά) διαμορφώθηκαν οι συνοικίες Ναξιώτικα και Κρητικά (δείχνοντας την καταγωγή των εργατών), ενώ σε δεύτερη φάση κατοικήθηκε και η βόρεια πλευρά του λόφου Κατακουζηνού, με τη συνοικία της οποίας το όνομα χρησιμοποιείται ευρέως μέχρι σήμερα – τη Λαμπρινή.

Όπως έχουμε αναφέρει σε πολλά κείμενα, οι ονομασίες των περιοχών δεν προέκυπταν απ’ το πουθενά, αλλά από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των γεωγραφικών σημείων που προσδιόριζαν, όπως την καλλιεργητική χρήση, το φυσικό περιβάλλον και ακόμη συχνότερα τους κτηματίες που κυριαρχούσαν στην περιοχή. Ποια ήταν κυρία που φωτογράφιζε το όνομα Λαμπρινή, επομένως, σε μια εποχή μάλιστα που τα ονόματα ανήκαν σχεδόν αποκλειστικά στο αρσενικό φύλο.


Υπάρχει η θεωρία πως η Λαμπρινή δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα: ότι πρόκειται απλώς για τη θηλυκή εκδοχή του Λάμπρου Βέικου, οπλαρχηγού από το Σούλι που γενικότερα έχει την τιμητική στο Γαλάτσι (βλ. τη λεωφόρο Βεΐκου που παλιότερα λεγόταν Ομορφοκκλησιάς, όπως και το ομώνυμο άλσος), καθώς μεγάλες εκτάσεις στις περιοχή κατείχαν από παλιά απόγονοι του μεγάλου αγωνιστή του 1821.

Εντούτοις, οι παλιοί Γαλατσιώτες επιβεβαιώνουν τη δεύτερη, πολύ πιο «ζουμερή» εκδοχή για την προέλευση του ονόματος: ότι ανήκει στην ψυχοκόρη του εγγονού Λάμπρου Βέικου που αφέντευε στα τέλη του 19ου αι. στο Γαλάτσι. Την ίδια θεωρία επιβεβαιώνει και η ιστοσελίδα του Δ. Γαλατσίου σήμερα.

Οι φήμες λένε πως η Λαμπρινή ήταν και ερωμένη του Βέικου, πράγμα καθόλου απίθανο στο πλαίσιο εξάρτησης και εξαναγκασμού που διαμόρφωνε ο θεσμός της ψυχοκόρης για τα φτωχά κορίτσια εκείνης της εποχής.

Ποια ήταν η ερωμένη-ψυχοκόρη του Λάμπρου Βέικου

Τα κείμενα της εποχής κατέγραφαν τον Λάμπρο Βέικο (τον νεότερο) ως έναν «εξαιρετικό άνθρωπο, μοναδικό αθηναϊκό τύπο, φυσιολάτρη, αφεντάνθρωπο, ανοιχτόκαρδο, αλλά ιδιόρρυθμο», όπως διαβάζουμε στα Αθηναϊκά. Ένα πρόσωπο της κοσμικής τάξης που απολάμβανε τον σεβασμό και ασκούσε επιρροή.

Για την ιστορία μας, μας αφορά πως όταν έχασε τη σύζυγο και το μοναχογιό του, αφοσιώθηκε στις τρεις θετές θυγατέρες του, τις οποίες «φρόντισε να προικίσει και να τους εξασφαλίσει μια άνετη ζωή». Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η Λαμπρινή, για την οποία οι διαθέσιμες πληροφορίες σήμερα είναι ελάχιστες.

«Τη γειτονιά εδώ τη λέγανε Άνω Πατήσια μέχρι πριν από μερικά χρόνια που τη μετονόμασαν σε Λαμπρινή προς τιμή μιας υπηρέτριας του Βέικου», αναφέρει ανώνυμα παλιός κάτοικος της περιοχής που έμενε για χρόνια στη συμβολή Φαύνου και Έρσης.


«Αυτή [η Λαμπρινή] είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία στην περιοχή και μάλιστα ήταν αυτή που σχεδίασε την περιοχή», συνεχίζει το ίδιο άτομο. «Για παράδειγμα, σχεδίασε την πλατεία όπου χτίστηκε το 1953 η πρώτη, ξύλινη και πρόχειρη, εκκλησία του Αγίου Ανδρέα». Στην ίδια εργασία, άλλες μαρτυρίες αναφέρουν τη Λαμπρινή ως «ανιψιά» του Βέικου, αλλά συνολικότερα οι πληροφορίες για την ταυτότητα της συγκεκριμένης γυναίκας ακόμη και στους ντόπιους είναι, διόλου τυχαία, εξαφανισμένες.

Από διαφορετικές μαρτυρίες επιβεβαιώνεται ότι τα κτήματα του Βέικου στη συγκεκριμένη περιοχή του Γαλατσίου κληρονομήθηκαν στη Λαμπρινή τέλη του 19ου αι., όταν ακόμη δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου σπίτια, παρά μόνο χωράφια σπαρμένα με σιτάρι και άλλα είδη τα οποία μπορούσαν να ανταποκριθούν στο ανάγλυφο της περιοχής που γειτνιάζει με το νταμάρι. Τότε, νερό δεν υπήρχε στην περιοχή, ούτε δρόμοι. Η Λαμπρινή φαίνεται ότι κατέβαλε προσπάθειες για να διαμορφώσει τις πρώτες υποδομές στην περιοχή, όπως είδαμε παραπάνω, αλλά το έργο της σβήστηκε από το αφήγημα της ιστορίας.


Στη συνέχεια, τα κτήματα της Λαμπρινής κληρονομήθηκαν στον Τσάκωνα, τον «πρώτο που είχε τηλέφωνο στην περιοχή» και αρκετοί παλιοί κάτοικοι είχαν γνωρίσει προσωπικά.