© Γρ. Τύπου Περιφέρεια Αττικής
ΠΟΛΗ

Ποιο ιστορικό κτίριο αποκαθίσταται στο κέντρο της Αθήνας

Επί της οδού Φιλελλήνων, ανάμεσα στη Ρώσικη και την Αγγλικανική Εκκλησία, μία τυπική αρχοντική κατοικία του 1920 αποκαθίσταται για να στεγάσει παραρτήματα του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων.

Λόγω γειτνίασης με την πλατεία Συντάγματος και την Πλάκα, κατατάσσεται χωρίς αμφιβολία στους πιο προνομιακούς δρόμους της πόλης, αλλά δύσκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί σήμερα τα περασμένα μεγαλεία της οδού Φιλελλήνων από τις αρχές του 20ου αι., όταν τη διέσχιζαν τα δρομολόγια του ιππήλατου τραμ και επιφανείς αστοί κατοικούσαν στα όμορφα νεοκλασικά της κτίρια – ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Ζαν Μορεάς, ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Γεώργιος Σούτσος αλλά και η Αμαλία Πάχη με το σπουδαιότερο φιλολογικό σαλόνι της εποχής, μεταξύ άλλων.

Δυστυχώς, το περίφημο Μέγαρο Πάχη όπως και τα περισσότερα αρχιτεκτονικά κειμήλια της οδού κατεδαφίστηκαν άκριτα μετά τον Πόλεμο. Και όσα πιθανότατα από τύχη παρέμειναν όρθια, παραδόθηκαν στην εγκατάλειψη και έτσι σήμερα, όπως είναι καλυμμένα πίσω από λαμαρίνες και όχι πια με λευκά αλλά λερωμένα τα μαρμάρινα στοιχεία τους, αποτελούν μάλλον ακόμη μία παραφωνία στην ταυτότητα της οδού, όπου κυριαρχούν τα γραφεία εταιρειών και οι τουριστικές μονάδες, μαζί με τους περαστικούς που κατευθύνονται προς τους δύο εμβληματικούς για την ιστορία της πόλης ναούς, τη Ρωσική Εκκλησία με τις κατακόμβες και δίπλα την οξυκόρυφη Αγγλικανική Εκκλησία.

Στο ενδιάμεσο αυτών των δύο ναών εντοπίζεται το ιστορικό διατηρητέο κτίριο το οποίο πρόκειται να αποκατασταθεί, γλιτώνοντας από τον στενάχωρο κανόνα. Το κτίριο για το οποίο υπεγράφη η σχετική σύμβαση, βρίσκεται συγκεκριμένα στον αριθμό 23 της Φιλελλήνων, έχει ιστορία μεγαλύτερη από έναν αιώνα και αποτελεί (τα τελευταία χρόνια) ιδιοκτησία της Βουλής των Ελλήνων, για το Ίδρυμα της οποίας πρόκειται να αξιοποιηθεί μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, φιλοξενώντας μεταξύ άλλων δράσεις όπως εκπαιδευτικά προγράμματα, εκθέσεις και συνέδρια.

Το πλάνο αυτό δεν είναι καινούργιο, να υπενθυμίσουμε: Από το 2018, το έργο της αποκατάστασης και διαρρύθμισης του συγκεκριμένου διατηρητέου κτιρίου έχει δημοπρατηθεί και συμβασιοποιηθεί δύο φορές (ΠΕΠ 2014-2020), αλλά χωρίς να καρποφορήσει η σύμβαση, πράγμα το οποίο δεσμεύεται (και ελπίζουμε) να γίνει τελικά πράξη μετά την υπογραφή της φετινή σύμβασης, προϋπολογισμού 6,95 εκατ. ευρώ και χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης τους 18 μήνες.

«Δίνουμε ξανά ζωή σε ένα μνημείο που συνδέει την ιστορία της πόλης μας με το μέλλον της κοινοβουλευτικής μας παράδοσης», δήλωσε ο Νίκος Χαρδαλιάς, «ένα έργο με πολλαπλά οφέλη, καθώς θα αποτελέσει κόμβο γνώσης, εκπαίδευσης και πολιτισμού.»

Το παρελθόν του κτιρίου


© ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ/ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ/ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Παρότι τα πρόσφατα κείμενα στις ειδησεογραφικές σελίδες (που βασίζονται στην ανακοίνωση της Περιφέρειας) χρονολογούν τη συγκεκριμένη αρχοντική κατοικία στη δεκαετία του 1870, αυτό δεν επιβεβαιώνεται από πηγές.

Σύμφωνα με το σχετικό λήμμα στο Αρχείο Νεότερων Μνημείων, το κτίριο αυτό οικοδομήθηκε –αρχικά ως διώροφο– τη δεκαετία του 1920, σε όψιμο νεοκλασικό ρυθμό, με φέροντα οργανισμό από λιθοδομή και κεραμοσκεπή οροφή, η οποία δυστυχώς αφαιρέθηκε κατά τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας ήδη από τη δεκαετία του 1930 σε μια σειρά από αλλοιώσεις σε σχέση με την αρχική του μορφή.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο όροφος που προστέθηκε με την αφαίρεση της οροφής κτίστηκε με οπλισμένο σκυρόδεμα, χωρίς να συνάδει μορφολογικά με το υπόλοιπο νεοκλασικό κτίριο, του οποίου τον αρχιτέκτονα δεν γνωρίζουμε. Εντούτοις, ως τυπικό δείγμα αρχοντικής κατοικίας των αρχών του 20ου αι., κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο με απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεότερων Μνημείων του ΥΠΟΑΑ.

Όπως έχει διαπιστωθεί, το υπερυψωμένο αρχοντικό με τον προσεγμένο διάκοσμο έχει περάσει απ’ τα χέρια σημαντικών οικογενειών (χωρίς να έχει εξακριβωθεί ποια μέλη αυτών το είχαν χρησιμοποιήσει ως κατοικία), όπως οι οικογένειες Κριεζή, Σούτσου, Μαυροκορδάτου και Θεοφίλη.

Μερικά επιπλέον στοιχεία για το ιδιαίτερης αξίας κτίριο είχε κομίσει η μεταπτυχιακή εργασία της αρχιτεκτόνισσας και εργαζόμενης στην τεχνική υπηρεσία της Βουλής Μαρία Φωτίου (2003), όπου περιέγραφε στοιχεία από το εσωτερικό του κτιρίου, όπως η μαρμάρινη σκάλα με το μεταλλικό κιγκλίδωμα, ενώ εξωτερικά τόνιζε τα μαρμάρινα μπαλκόνια και τα φουρούσια με τις παραστάσεις από έλικες, φύλλα ακάνθου και κρίνα.

Όλα αυτά τα μορφοπλαστικά στοιχεία πρόκειται να αποκατασταθούν με την τρέχουσα εργολαβία, επαναφέροντας το κτίριο στην εικόνα που είχε αμέσως μετά την προσθήκη του ορόφου (δεκαετία 1930). Παράλληλα, προβλέπεται εσωτερικά πλήρης αναδιαμόρφωση των χώρων στα τέσσερα επίπεδα του κτιρίου προκειμένου να εξυπηρετεί τη νέα του χρήση, ως έδρα του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, με νέους εκθεσιακούς χώρους, αίθουσες εκδηλώσεων, χώρους για τις υπηρεσίες της Βουλής των Ελλήνων και της Επιστημονικής Υπηρεσίας του Κοινοβουλίου που θα στεγάσει, μαζί με τους λοιπούς απαραίτητους βοηθητικούς χώρους.

«Πρόκειται για ένα έργο μείζονος σημασίας που αφορά άμεσα την πολιτιστική ταυτότητα της πρωτεύουσας», επεσήμανε ο Περιφερειάρχης Αττικής και συνέχισε με την υπόσχεση ότι «αποκαθίσταται ένα μνημειακό ακίνητο που θα λειτουργήσει ως κόμβος κοινοβουλευτικής και εκπαιδευτικής δραστηριότητας».

Ελπίζουμε μόνο να μη ναυαγήσει άδοξα και πάλι η προσπάθεια.

Exit mobile version