Πού βρίσκεται το Τριανέμι, ο κάποτε ομφαλός της Αττικής
- 18 ΑΠΡ 2024
Κοντά στα διοικητικά όρια του δήμου Αμαρουσίου, όπως διασχίζεις τα στενά απ’ τον Ηλεκτρικό προς το Δημοτικό Στάδιο Πεύκης και το Άλσος Κάσδαγλη, είναι σχετικά απίθανο να παρατηρήσεις την ελαφριά κλίση του εδάφους. Ο ορίζοντας έχει κρυφτεί από τη συνεχή δόμηση, και έτσι χαίρεσαι απλώς μια ήρεμη βόλτα δίπλα στα ψηλά πεύκα και τα κυπαρίσσια από τους κοινόχρηστους κήπους των κτιρίων στο σημείο που στους οδηγούς της περιοχής αναφέρεται με το προσωνύμιο «ύψωμα Τριανέμι».
Τριανέμι ονομάζεται και μια μη κερδοσκοπική εκπαιδευτική μονάδα στο Μαρούσι, που εφαρμόζει πρωτοποριακές μεθόδους διδασκαλίας.
Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, αμφότερα πήραν το όνομά τους από το ίδιο σπίτι, που κάποτε αποτέλεσε τον ομφαλό της Αττικής, όπως το είχαν χαρακτηρίσει για τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραμάτισε στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όταν συγκέντρωνε στο σαλόνι του τη λογοτεχνική ελίτ της εποχής, ποιητές όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Κωστής Παλαμάς και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, με έναν απ’ τους δύο τελευταίους να δίνει το όνομα «Τριανέμι» στη θερινή κατοικία του Γιώργου Κατσίμπαλη, σύμφωνα με τις επικρατέστερες εκδοχές.
Ο λόγος προφανής: χωρίς άλλα ψηλά κτίρια τριγύρω, το σπίτι στην άκρη του υψώματος ήταν στη διάθεση όλων των ανέμων.
Μεταφερόμαστε στην εποχή που το επονομαζόμενο «Θηρίο» ατμίζει, φυσώντας και ξεφυσώντας για τρεις ολόκληρες ώρες από το Κέντρο μέχρι την Κηφισιά, και ο εξοχικός δήμος Αμαρουσίου παραμένει ένα αποκομμένο και σε γενικές γραμμές αδιάφορο προάστιο.
Μέσα στο πευκόδασος της (τότε) Μαγκουφάνας, σε ένα κομμάτι γης μέσα στην έκταση των συνολικά 400 στρεμμάτων που είχε κληρονομήσει από την οικογένειά του, ο Γιώργος Κατσίμπαλης αποφασίζει να οικοδομήσει το θερινό του θέρετρο αναζητώντας τη γοητεία του αττικού τοπίου, μια κίνηση η οποία θα καθιερωθεί αργότερα για τους εύπορους γόνους της πρωτεύουσας.
Έτσι, «κοντά στον ανοιχτό αέρα, στου πράσινου το ίσκιωμα, στο σκαλιστό περίγραμμα των αττικών βουνών», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Παλαμάς, ορθώθηκε μια μονοκατοικία από πελεκητή πέτρα, που δέσποζε ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια και τις στάνες της περιοχής, την εποχή εκείνη. Η ακριβής τοποθεσία ήταν στη συμβολή των οδών Χαϊμαντά και Αισώπου, όπως μαρτυρά σήμερα η μαρμάρινη επιγραφή στο εξωτερικό τοιχίο της πολυκατοικίας που χτίστηκε στη θέση της θρυλικής οικίας.
Γιώργιος Κατσίμπαλης, ο Κολοσσός του Αμαρουσίου
Η δεσπόζουσα μορφή του Πύργου ταίριαζε με τη φυσιογνωμία του ενοίκου της, βέβαια. Λέγεται ότι τα μικρά παιδιά στη γειτονιά θαύμαζαν την επιβλητική κι αρχοντική παρουσία του Κατσίμπαλη, καθώς περπατούσε καμαρωτά με μια μεγάλη μαγκούρα από μπαμπού, για να βοηθάει το τραυματισμένο πόδι που του είχε μείνει σημάδι από το Μακεδονικό Μέτωπο. Στη ζωή του υπήρξε μια πληθωρική προσωπικότητα, με άοκνη δράση στα γράμματα και τη σπάνια σπίθα στο βλέμμα που χαρακτηρίζει τους διορατικούς ανθρώπους του πνεύματος.
Συγκεκριμένα, ο ίδιος ποτέ δεν έκανε λογοτεχνία ή ποίηση, αλλά με την εντυπωσιακά ενεργή παρουσία του στα μετόπισθεν των νεοελληνικών γραμμάτων, ως μελετητής-ερευνητής και μεταφραστής, τον έκανε να περάσει στην ιστορία ως «το τελευταίο μυθικό πρόσωπο των γραμμάτων μας, σε αυτόν τον ανάπηρο αιώνα», όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο βιογράφος του Δημήτρης Δασκαλόπουλος.
Δημοσίευσε δεκάδες βιβλιογραφικές εργασίες, οι περισσότερες απ’ τις οποίες για Έλληνες λογοτέχνες, και παρουσίασε πρώτος στο Λονδίνο τα ποιήματα του φίλου και πνευματικού συνοδοιπόρου του Κωστή Παλαμά. Πρόβαλε τη λογοτεχνική παραγωγή μέσα από τις σελίδες των περιοδικών «Νέα Γράμματα», όπου υπήρξε ιδρυτής και συνδιευθυντής (με τον Ανδρέα Καραντώνη).
Αλλά το κυριότερο όσον αφορά τη συνεισφορά του ήταν πως ανέλαβε δράση σε μια εποχή ιδεολογικής σύγκρουσης για την ταυτότητα της νεοελληνικής γραφής, λειτουργώντας ως κινητήριος μοχλός προς την ανανέωση. Το σπίτι του στο Μαρούσι, όχι τυχαία, είχε χαρακτηριστεί ένα καταφύγιο για τους δημοτικιστές και ειδικά την ποιητική γενιά του ’30. Έγινε ένα εκκολαπτήριο.
Καταξιώθηκε ευρέως ο ρόλος του (όπως και της οικίας του) στην πορεία των ελληνικών γραμμάτων απ’ όταν δημοσιεύθηκε το μυθιστόρημα ο Κολοσσός του Αμαρουσίου του Henry Miller (εκδόσεις Μεταίχμιο), με τον Γιώργο Κατσίμπαλη να αποτυπώνεται στο πρόσωπο του μυθικού πρωταγωνιστή. Όπως μεταφέρει σε αυτό το έργο με τις αναμνήσεις του από την Ελλάδα ο γνωστός συγγραφέας του 20ου αιώνα, «περπατώντας μαζί του στους δρόμους του Αμαρουσίου είχα την αίσθηση ότι περπατούσα στη γη μ’ έναν εντελώς καινούργιο τρόπο. Η γη γινόταν πιο οικεία, πιο ζωντανή, πιο υποσχόμενη».
Δυστυχώς, το σπίτι του Κατσίμπαλη (το «μαρμαρωμένο καράβι» που είχες την εντύπωση πως αρμενίζει την Αττική, όπως έχει περιγράψει στην εκτενέστατη αλληλογραφία τους ο Σεφέρης) έχει κατεδαφιστεί. Όπως διαβάζουμε σε παλιό άρθρο του Βήματος, το σπίτι πουλήθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής σε έναν μαυραγορίτη και πριν μερικά χρόνια κατεδαφίστηκε για να δώσει τη θέση του στην τωρινή πενταόροφη πολυκατοικία. Να σημειώσουμε, επίσης, ότι ένα μέρος των εκτάσεων της οικογενείας στο Μαρούσι χρησιμοποιήθηκαν για τακτοποίηση προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής από το ελληνικό κράτος, μετά την απαλλοτρίωση του 1928.
Τουλάχιστον, η επιγραφεί κρατάει την ιστορία της θρυλικής οικίας από τον κίνδυνο του να εξανεμιστεί με το πέρασμα του χρόνου.