Πριν τον Στέλιο Φαϊτάκη, υπήρξε ο μέγας Bizare στους τοίχους της Αθήνας
- 9 ΟΚΤ 2023
Το πρόωρο του θανάτου του έσκασε σαν χαστούκι σε όσους έτυχε να τον γνωρίσουν προσωπικά, είτε θυμούνται τον εαυτό τους ακινητοποιημένο μπροστά στις αιρετικές του αγιογραφίες.
Οι υπόλοιποι, φαντάζομαι, θα παραξενεύτηκαν βλέποντας απ’ το απόγευμα της Παρασκευής το timeline του FB να πλημμυρίζει με το όνομα Στέλιος Φαϊτάκης και επικήδειους λόγους για την απώλεια ενός από τους σημαντικότερους εν ενεργεία εικαστικούς στη χώρα. Διάβαζαν απορημένοι για τον σπουδαίο και ιδιοφυή ζωγράφο, για έναν άνθρωπο σπάνιου ήθους και υψηλού επιπέδου, του οποίου η απώλεια κάνει τον κόσμο μας φτωχότερο.
Μέσα από αυτές τις αναρτήσεις, έστω και καθυστερημένα, οι παραστάσεις και τα αλληγορικά, πάντοτε πολιτικά μηνύματα του Στέλιου Φαϊτάκη έφτασαν στα μάτια χιλιάδων παραπάνω κόσμου – η επιτυχημένη καριέρα του στο εξωτερικό, το εξώφυλλο και η μεγάλη συνέντευξη στους New York Times, η τοιχογραφία 10 μέτρων στο περίπτερο της Δανίας στην Μπιενάλε Βενετίας που έκλεψε την παράσταση το 2011, η συμμετοχή στην πρώτη Μπιενάλε του Κιέβου το 2012, οι αναθέσεις στο Παλαί ντε Τοκιό το 2014, η πρόσκληση για έργο στο Μαϊάμι και άλλα κατορθώματα που θα ζήλευε κάθε φιλόδοξος αρτίστας σήμερα.
Αλλά, ο Φαϊτάκης υπήρξε ιδιοσυγκρασιακά το ακριβώς αντίθετο παράδειγμα. Ένας χαμηλών τόνων, σεμνός, ήρεμος άνθρωπος, που παραχωρούσε πολύ σπάνια συνεντεύξεις, ενώ είχε άπειρες ιστορίες να αφηγηθεί, πρώτα και κύρια για τα 90s και την εποχή που γεννιόταν το χιπ-χοπ στη χώρα.
Διότι, ακριβώς μια δεκαετία πριν την 1η Μπιενάλε Αθήνας (Destroy Athens) και την αποστομωτική τοιχογραφία-πίνακα που έφτιαξε απεικονίζοντας την εξεγερμένη Αθήνα σε βυζαντινή τεχνοτροπία –για πολλούς, μια «προφητεία» για την εξέγερση του 2008–, ο Φαϊτάκης ήταν ο Bizare, ένας από τους πρώτους-πρώτους γκραφιτάδες της χώρας.
Οι τοίχοι, οι TXC και ο αληθινός καλλιτέχνης
«Κλείστε τις πόρτες και βαμμένο θάψτε όλο το car / Τη μια μεριά να βάψει ο Jasone και την άλλη ο Bizare», λέει ένας στίχος του Βαλάντη των Στίχοιμα από τον τελευταίο δίσκο που κυκλοφόρησαν, μιλώντας συμβολικά στο κομμάτι για το τρένο της ζωής με αναφορές από την εποχή που ξεκίναγε τη διαδρομή του το ελληνικό χιπ χοπ και το γκράφιτι στη χώρα. Ο Στέλιος ήταν ανάμεσα στα γρανάζια αυτής της μηχανής, που κινούταν υπόγεια, ανώνυμα και κατά κύριο λόγο παραβατικά, με οργανωμένες «επιδρομές» στον ΗΣΑΠ και γρήγορα «πατήματα» πριν ξεκινήσει το κυνήγι.
Οι χαρακτήρες στα κομμάτια του είχαν αφήσει ιστορία. Γκροτέσκα πρόσωπα που είχαν τη δύναμη να αιχμαλωτίζουν το βλέμμα.
Για την ιστορία, πρώτα υπήρξε μέλος της ομάδας Carpe Diem και έπειτα ακολούθησε αυτόνομη πορεία. Η ομάδα αυτή ήταν ο πρώτος συνεταιρισμός στη χώρα με αντικείμενο τη street art, μια «κοοπερατίβα», όπως αναφέρεται συχνά, που αναλάμβανε μεγάλα δημόσια πρότζεκτ τη δεκαετία του ’90 και του ’00. Σε μια εποχή, δηλαδή, που οι παρεμβάσεις σε δημόσιες επιφάνειες είναι απόλυτα κατακριτέες στην κοινή γνώμη. Τα μέλη της ομάδας είναι απόφοιτοι της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών (όπως είναι και ο Φαϊτάκης) και οι βυζαντινές εικόνες που φιλοτεχνεί στους δρόμους φέρνουν τον κόσμο προ εκπλήξεως.
Μέσα από την τεράστια τοιχογραφία που υλοποιεί στη μάντρα του εργοστασίου ΕΛΑΪΣ στην Πειραιώς, συγκεκριμένα, το όνομα Bizare ταξιδεύει από στόμα σε στόμα στου Αθηναίους. Η υπογραφή του γίνεται μία από τις διασημότερες στην πρωτεύουσα και με την παρουσία του στην κεντρική λεωφόρο εισβάλλει έμμεσα τις συνειδήσεις. Το έργο του είναι η απόδειξη ότι το γκράφιτι δεν είναι βανδαλισμός. Ότι η πόλη μπορεί να είναι πιο όμορφη άμα είναι ζωγραφισμένη. Και ότι τα σχέδια στον δημόσιο χώρο μπορεί –και πρέπει να είναι– κατανοητά και αιρετικά ταυτόχρονα.
Πιο μικρά street art έργα του είχαν ξεπηδήσει στου Ψυρρή, στο Θησείο, στο Μεταξουργείο. Μορφές με τη δισδιάστατη προοπτική της βυζαντινής τέχνης, που καυτηριάζει τον σύγχρονο τρόπο ζωής και την (παντοτινά) αποικιοκρατική συμπεριφορά της Δύσης. Μερικά από αυτά επιβιώνουν μέχρι σήμερα στο σώμα της Αθήνας.
Αλλά μέχρι πριν από εκείνο το τεράστιο mural, το ψευδώνυμο Bizare ήταν γνωστό αποκλειστικά στο –ελάχιστο αλλά πολύ συσπειρωμένο εκείνη την εποχή– κοινό του ελληνικού ραπ. Και αυτό γιατί το χέρι του έφτιαξε το ασπρόμαυρο εξώφυλλο για το πρώτο ομώνυμο ΕΡ των TXC, το 1995. Δύο και κάτι δεκαετίες αργότερα, το ίδιο χέρι έφτιαχνε τις αφίσες του Νοσότρος και της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης. Με την εξέγερση του 2008, ο Φαϊτάκης υπήρξε ενεργό μέλος του κύματος αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης που ξέσπασε. Αλλά, ανέκαθεν είχε πολιτική συνείδηση, όπως αποδεικνύει και στο έργο του.
Μία από τις «ανέκδοτες ιστορίες» που δημοσιεύτηκαν αυτές τις μέρες στα social media για τον Φαϊτάκη αρκεί για να δούμε ότι ποτέ δεν ξεχώριζε τη ζωή από το έργο του: Το 2003, όταν η Αθήνα βοούσε από διαδηλώσεις για τον πόλεμο στο Ιράκ, στην πρώτη μεγάλη συγκέντρωση εμφανίστηκε ένας άντρας που έριχνε κόκκινο χρώμα στον δρόμο, καθόλη τη διάρκεια της πορείας, σχηματίζοντας ένα μακρύ ποτάμι σαν αίμα. Ήταν ο νεαρός τότε Στέλιος Φαϊτάκης.
Και φυσικά δρούσε, έχοντας απόλυτη επίγνωση του εαυτού του και της τέχνης του. «Τα πάντα στον υλικό κόσμο είναι φθαρτά», είχε δηλώσει κάποτε σε συνέντευξη, «Κι εμείς θα φύγουμε μια μέρα. Και ό,τι βλέπουμε γύρω μας θα σταματήσει μια μέρα να υπάρχει. Δεν βρίσκω εγώ έναν λόγο να πρέπει εγώ να διατηρήσω τα έργα μου».
Γι’ αυτό και που βανδάλισαν την τοιχογραφία του στο ΕΛΑΪΣ, μερικά εικοσιτετράωρα μετά τον θάνατό του, κρατάω επιφύλαξη μήπως ήταν δική του «παραγγελιά».
Update: Σε απάντηση στο δημοσίευμα του OneMan, ο Γιάννης Φαϊτάκης, μικρότερος αδελφός και βοηθός σε πολλές τοιχογραφίες του Στέλιου Φαϊτάκη, διευκρινίζει ότι στο επίμαχο απόσπασμα της συνέντευξης δεν αναφερόταν στο ενδεχόμενο βανδαλισμού των έργων του, αλλά στη φυσική φθορά του χρόνου και τη συμφωνημένη, ελεγχόμενη καταστροφή μιας τοιχογραφίες μετά το πέρας μια έκθεσης.
«Δεν είναι ότι δεν αντέχω να καταστραφεί, απλά θέλω να γίνεται με τους δικούς μου όρους και όχι να αισθάνεται ο καθένας ελεύθερος να βανδαλίσει ένα έργο που μου πήρε μήνες να δημιουργήσω», είχε πει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Η οικογένεια καταδικάζει απερίφραστα το γεγονός, δηλώνοντας ότι τους προκάλεσε βαθιά στεναχώρια.