© Άγγελος Κλάδης / 24Media
ATHENS CITY FESTIVAL

Τα αγάλματα ζωντανεύουν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών

Ακολουθήσαμε την περιήγηση του Μιχάλη Γιοχάλα στο πιο παλιό και άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορία της πόλης νεκροταφείο, ανακαλύπτοντας τις μικρές και μεγάλες ιστορίες των ταφικών μνημείων.

«Να τη», αναφώνησα αυθόρμητα, όταν εμφανίστηκε μπροστά μου. Το σκούρο χρώμα της γυψοποίησης έχει εισχωρήσει πια στις πτυχώσεις της, προκαλώντας περισσότερο δράμα, περισσότερο συγκίνηση, ενώ εκείνη με γειρτό το κεφάλι συνέχιζε να διαιωνίζει ακούραστα την υστεροφημία της Σοφίας Αφεντάκη, της νεαρής κοπέλας που πέθανε από φυματίωση και οδήγησε πριν από 150 χρόνια τον Γιαννούλη Χαλεπά στο magnum opus της γλυπτικής του πορείας, την περίφημη Κοιμωμένη.

«Το θέμα είναι πως απ’ ό,τι φαίνεται ο Χαλεπάς δεν άγγιξε ποτέ το έργο», ανέφερε εκείνη την ώρα ο ξεναγός Μιχάλης Γιοχάλας, τινάζοντας εκφραστικά τους δείκτες των χεριών του για να κρατήσει την προσοχή. «Απόδειξη αυτού; Η υπογραφή του (σ.σ. “Γιαννούλης Χαλεπάς εποίει”), μπήκε μεταγενέστερα στο έργο, συγκεκριμένα το 1913, από έναν άλλο Τήνιο γλύπτη για να προλάβει το έργο από κάποιον επιτήδειο που ίσως προσπαθούσε να το καπηλευτεί».

Τι έχει συμβεί τελικά με το μυθικό και μάλλον γνωστότερο γλυπτό της νεοελληνικής γλυπτικής του 19ου αι; «Ο Χαλεπάς έκανε μόνο το πρόπλασμα και έπειτα το έργο σμιλεύτηκε στο μάρμαρο από έναν συνεργάτη του, τον Αλέξιο Λάβδα».

Συνηθισμένη πρακτική αυτή στα εργαστήρια της εποχής. Αλλά η δεξιοτεχνία του έργου, απαράμιλλη, και τα εύσημα κανονικά πρέπει να αποδίδονται τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο, για να είμαστε δίκαιοι.

Μια λεπτομέρεια, μάλλον αδιόρατη, είναι που δίνει την πνοή στο σώμα: το κορμί της αποθανούσης είναι θεωρητικά αδύναμο, εξαντλημένο απ’ την αρρώστια, αλλά το στομάχι της, άμα παρατηρήσεις, αποτυπώνεται ελαφρώς ανασηκωμένο, λες και το σώμα έχει πάρει μόλις ανάσα. «Και έτσι, εάν εδώ έχουμε τη στιγμή της εισπνοής, ποια είναι η επόμενη», ρωτάει ρητορικά εκείνος. «Κατά μία έννοια, στο σπουδαίο αυτό γλυπτό ο Χαλεπάς συλλαμβάνει την ύστατη στιγμή πριν τον θάνατο».

Βρισκόμαστε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, φυσικά – η έκταση είναι πελώρια, κοντά στα 225 στρέμματα, αλλά το τμήμα που χρονικά κατασκευάστηκε πρώτο, το πιο ιστορικό, τραβάει συνήθως το ενδιαφέρον του κοινού, όταν το επισκέπτεται για τη γλυπτική του αξία. Λιγότεροι γνωρίζουν ότι μέσα στον ίδιο χώρο υπάρχει ξεχωριστό τμήμα προτεσταντικών και εβραϊκών ταφών (δεν επιτρέπεται η είσοδος στο γενικό κοινό) κι ότι ο αριθμός των ταφικών μνημείων ξεπερνά στο σύνολο τις 12.000, καθένα από τα οποία έχει και μια μικρή ή μεγάλη ιστορία να αφηγηθεί, όπως λέει με βεβαιότητα ο Μιχάλης.

Ο Γιοχάλας είναι μάλλον το ιδανικότερο άτομο για την περίσταση: έχει ολοκληρώσει μεταπτυχιακή εργασία για το Κοιμητήριο της Αναστάσεως στον Πειραιά και τώρα βρίσκεται σε στάδιο ολοκλήρωσης του διδακτορικού του, με θέμα το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Εκτός αυτών, είναι ένας τρομερός ξεναγός, με πάθος και μεταδοτικότητα, ο οποίος συνεργάζεται με το Athens Culture Net και τώρα τον Μάιο, στο πλαίσιο του φεστιβάλ Athens City Festival, αποκαλύπτει το πιο άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορία της σύγχρονης Αθήνας νεκροταφείο.

Μετράει κοντά δύο αιώνες ζωής, συγκεκριμένα: ακολουθώντας το παράδειγμα της Γαλλίας του 19ου αιώνα και του Ναπολέοντα, που προέβλεψε το τέλος της ταφής νεκρών σε περιβόλους εκκλησιών και τη χωροθέτηση οργανωμένων κοιμητηρίων εκτός αστικού ιστού (εξού και η μετάβαση από τον όρο graveyard στο cemetery), το 1834 ο Όθωνας εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο όριζε ότι «έκαστον νεκροταφείον πρέπει να απέχη από την πόλιν τουλάχιστον 100 μέτρα». Τότε, το σημείο στο τέρμα της οδού Αναπαύσεως που επιλέχθηκε ήταν απλά η πλαγιά νότια του Αρδηττού, και μάλιστα πέρα από τον ποταμό Ιλισό.

Σήμερα, το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών αποτελεί, εκτός των άλλων, ένα ζωντανό τεκμήριο από την εποχή της άνθησης της κοιμητηριακής τέχνης στη χώρα· μιας τέχνης που αναπτύχθηκε πέρα από τον κόσμο της τεχνοκριτικής, με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα και χωρίς τη λογοκρισία ή τον πουριτανισμό που όρισε εν πολλοίς τη νεοελληνική τέχνη τον 19ο αιώνα. Ένα είδος που άνθισε μέσα από τον ανταγωνισμό των εργαστηρίων να μεγαλώσουν την πελατεία τους, αλλά και λόγω της φιλοδοξίας ορισμένων –Τήνιων κυρίως– μαστόρων της γλυπτικής να κερδίσουν τον τίτλο του καλύτερου.

Μάχες μεταξύ οικογενειών, μάχες μεταξύ γλυπτών

Το πενθούν πνεύμα αποτελεί μια απ' τις συνηθέστερες μορφές στον κώδικα της κοιμητηριακής τέχνης. © Άγγελος Κλάδης / 24Media

«Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι τα μνημεία αυτά χρησιμοποιούνται από τις μεγαλοαστικές οικογένειες της εποχής ως επίδειξη ισχύος: κατά τον ίδιο τρόπο που οι ίδιες οικοδομούν μεγαλοπρεπή μέγαρα στην πόλη, έτσι αντιμετωπίζουν και τις μετά θάνατον κατοικίες τους», εξηγεί ο Μιχάλης Γιοχάλας, «τα μνημεία αυτά, δηλαδή, έχουν και δημόσιο χαρακτήρα – θέλουν δημόσια να δηλώσουν κάτι, κάτι που τελικά μαρτυρά πώς οι ίδιες οι οικογένειες βλέπουν τον εαυτό τους αλλά και πώς ευρύτερα οι Έλληνες της εποχής έβλεπαν τον εαυτό της σε σχέση με τους αρχαίους προγόνους».

«Δεν είναι μνημεία άλγους ή θρήνου, είναι μνημεία δόξης στην πραγματικότητα.

Όπως διαπιστώνεις πολύ γρήγορα, οι αποθανόντες απεικονίζονται σαν αρχαίοι Έλληνες, ενίοτε ντύνονται και σαν αρχαίοι Έλληνες, με ιμάτια αντί για ρούχα. Τα πρόσωπά τους σμιλεύονται δίπλα σε προσωποποιημένες αρετές (πχ Φιλογένεια, Φιλανθρωπία κ.ά.) κατά τα πρότυπα των αρχαίων ταφικών μνημείων, σε διάσπαρτα σημεία υπάρχουν αετωματικές στήλες, ιωνικού ρυθμού κίονες με κιονόκρανα, ακόμη και μικρότερες λεπτομέρειες που παραπέμπουν στην αρχαία κληρονομιά, όπως η μηκών η υπνοφόρος σε μια σύνθεση λουλουδιών – ένα είδος παπαρούνας.

Ποια ήταν η κεντρική ιδέα πίσω από αυτή την τάση, που καθόρισε την κοιμητηριακή τέχνη τον 19ο αιώνα; Η ιδέα της αδιάσπαστης συνέχεια μέσα στον χρόνο, ότι οι Έλληνες του προσφάτως τότε κηρυγμένου ανεξάρτητου κράτους είναι γνήσιοι απόγονοι του Περικλή, του Σοφοκλή και του Αριστοτέλη, κληρονόμοι της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας και του κλέους. «Πάσει θυσία και παντί τρόπω, έπρεπε να συνδεθούν οπτικά με την αρχαιότητα». Ακόμη και αν δεν έμοιαζε καν με το εν ζωή πρόσωπο. Για να μείνουν τελικά μ’ αυτή την εικόνα στην αιωνιότητα.

Διότι, όπως είναι λογικό, ο βασικός στόχος κάθε τέτοιας επένδυσης ήταν η υστεροφημία.

Η Ιστορία (ή Επιστήμη) που αναπαρίσταται ολόγλυφη ως γυναίκα να σκαλίζει το όνομα του αποθανόντος στο έργο του Βρούτου. © Menelaos Myrillas / SOOC

Και όπως καλλιεργήθηκε το πάθος για αιώνια δόξα στη μεγαλοαστική κοινωνία (που ταξικά αντικατέστησε την αριστοκρατία), έτσι ίσχυε και η αντιζηλία για το καλύτερο έργο μεταξύ των διάσημων της γλυπτικής εκείνη την εποχή, πράγμα που γνωρίζουμε ότι συνέβαινε άλλωστε και στα δημόσια γλυπτά: υπήρχε το συνήθειο ο ένας να ψάχνει τα λάθη του άλλου και παράλληλα να δουλεύονται έργα στο απόλυτο, με λεπτομέρεια μέχρι και στα αθέατα μέρη του γλυπτού, για να αγγίξουν την τελειότητα. Αλλά ο δρόμος προς εκείνη, δεν είναι πάντα ο ίδιος.

Ένα παράδειγμα, το στιγμιότυπο λίγα μέτρα αφότου μπεις στο ιστορικό τμήμα του Νεκροταφείου (σημείωση: το πρώτο μέρος που συναντάς από την τωρινή είσοδο αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη, το ιστορικό τμήμα βρίσκεται αμέσως μετά): στα αριστερά, βλέπεις το μνημείο Αντωνίου Παπαδάκη, στα δεξιά, το μνημείο Παύλου Παυλόπουλου. Δύο πανομοιότυπων διαστάσεων έργα, τα οποία δόθηκαν παραγγελία από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά σε διαφορετικούς γλύπτες. Το πρώτο στον μεγάλο Γεώργιο Βρούτο και το δεύτερο ήρθε ως απάντηση λίγα χρόνια αργότερα από τον συμμαθητή του, τον Ιωάννη Βιτσάρη.

Και τα δύο είναι συγκλονιστικά, από άποψη κατασκευής. Μπορείς να ψηλαφίσεις τη λεπτομέρεια στο τελείωμα, τα κενά ανάμεσα στις πτυχώσεις, να δεις τους καθαρούς άξονες, τη δύναμη της μορφής. Αλλά η Ιστορία (ή Επιστήμη) που αναπαρίσταται ολόγλυφη ως γυναίκα να σκαλίζει το όνομα του αποθανόντος στην επιτύμβια πλάκα είναι αυστηρή στην ισορροπία, είναι κλασική, άχρονη, ενώ η μορφή της Δικαιοσύνης στο έργο του Βιτσάρη έχει διαγώνια ορμή, είναι μορφή συστρεφόμενη, και οι πτυχώσεις είναι σχεδόν ανεξάρτητες».

Αυτά είναι επαρκή στοιχεία για να πούμε ότι το πρώτο υπηρετεί τον κλασικισμό και το δεύτερο εκπροσωπεί κινήματα που ακολούθησαν, όπως το μπαρόκ και ο ρομαντισμός. Προσωπικά, προτιμώ εκείνο του Βιτσάρη.

Τα σύμβολα, τα μοτίβα και η επανάληψη

«Ένα εμβληματικό παράδειγμα ταφικού μνημείου είναι αυτό του ΜιχαήλΤοσίτσα». Σε περίοπτη θέση μέσα στο νεκροταφείο, υψώνεται η στήλη με τον ανδριάντα του εθνικού ευεργέτη, © Άγγελος Κλάδης / 24Media

Σε αυτό το τμήμα, τα κυπαρίσσια είναι πυκνά και όσο ακολουθάς τα μονοπάτια, το μέρος όλο και ησυχάζει. Δεν είναι το τυπικό παράδειγμα, αλλά παραμένει ένα νεκροταφείο. Και μάλιστα με πρόσωπα, αγγέλους, κεφάλια σε αετωματικές στήλες, μορφές που με τη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη ξεπροβάλλουν από τις δύο διαστάσεις της επιφάνειας και παίρνουν ζωή, με ναΐσκους, πέτρινους θρόνους, σταυρούς, αλλά και άπειρα γλυπτά σπασμένα.

Πολλά έργα καταστράφηκαν μέσα στα χρόνια, όταν αγοράστηκαν οι τάφοι από νέους ιδιοκτήτες. Σήμερα, αρκετά έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία.

Σε αυτό το υποβλητικό σκηνικό, ο συμβολισμός ανθίζει. Υπάρχουν εικόνες και μορφές που επανέρχονται: το πενθούν πνεύμα (άγγελος που θρηνεί), ο δαυλός, η σεβίζουσα (γυναίκα που προσφέρει σπονδή), η κλεψύδρα και ο ουροβόρος όφις (τρώγοντας την ουρά του αλλάζει δέρμα, σύμβολο του αέναου), οι κομμένοι κίονες, η μορφή της κοιμωμένης, αλλά και αποκρυφιστικά σύμβολα, όπως οι σβάστικες («σημάδι ότι το μνημείο έγινε πριν τον Β΄ Παγκόσμιο»).

Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν τον διακριτό κώδικα της κοιμητηριακής τέχνης με μοτίβα και τεχνοτροπίες «που έρχονται από την Ευρώπη», όπως επισημαίνει ο Μιχάλης Γιοχάλας στην ξενάγηση. «Τα σπουδάζουν στους γλύπτες της νεοελληνικής πρώτα οι Γερμανοί, μέσα από τις σχολές στον τεχνών. Στην ουσία, αυτό είναι το ρεπερτόριο που καλείται κάθε καλλιτέχνης να διαθέτει στον κατάλογό του, όταν έρχεται ένας πελάτης για παραγγελία».

Στις περισσότερες περιπτώσεις, το ζήτημα δεν ήταν οι πρωτοτυπία: οι πελάτες ήταν απόλυτα χαρούμενοι και ικανοποιημένοι με συνθέσεις από τυπικές μορφές, ανάλογα πάντα με την περίσταση του νεκρού (π.χ. συνήθιζαν να δηλώνουν συμβολικά το επάγγελμά του) και, από την άλλη, οι καλλιτέχνες δούλευαν με αρχή την οικονομία κλίμακος – περισσότερα έργα σε λιγότερο χρόνο.

Γι’ αυτό, τα εργαστήρια έφτιαχναν ξανά και ξανά τα ίδια έργα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο του Χρύσανθου Χρήστου, του «πιο παραγωγικού γλύπτη της νέας Ελλάδας», όπως είχε ονομαστεί.

Ανάμεσα στην παραγωγή εκείνων των χρόνων (η κοιμητηριακή τέχνη άνθισε από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής, ενώ απ’ το 1920 καταγράφεται πτώση) θα δεις και έργα αφαιρετικά, στα οποία δεν αφορά η πιστή αποτύπωση αλλά η μορφή που υπονοείται, θα δεις και έργα αισθησιακά, παραδείγματα που ξεφεύγουν από τους παραδοσιακούς δρόμους, όπως η ποιητική αποτύπωση του θρήνου σε ένα πρόσωπο κομμένο και «χυμένο» κάθετα στη γη.

«Ένα εμβληματικό παράδειγμα ταφικού μνημείου είναι αυτό του ΜιχαήλΤοσίτσα».

Σε περίοπτη θέση μέσα στο νεκροταφείο, υψώνεται η στήλη με τον ανδριάντα του εθνικού ευεργέτη, εκατέρωθεν του οποίου, σαν στιβαροί φύλακες, στέκονται δύο αποτροπαϊκές σφίγγες, ολόγλυφες, ενώ στη βάση του πεσσού περνά η ζωή του Τοσίτσα μέσα από τέσσερα σκαλιστά καρέ προσωποποιημένων πόλεων: το Μέτσοβο που θρηνεί για τον χαμό του παιδιού της, η Αλεξάνδρεια, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη σε στάση ευγνωμοσύνης για τις ευεργεσίες του. Στην κορυφή των στηλών κρύβονται κουκουνάρια, συμβολίζοντας τη γονιμότητα.

«Τίποτα δεν μπαίνει τυχαία, απλά για λόγους καλαισθησίας· όλα κάτι υποδηλώνουν». Οι αδελφοί Φυτάλοι είχαν δεχθεί τα εύσημα για το μνημείο, «στήσαντες τον πρώτον ανδριάντα εκ πεντελικού μαρμάρου, απέναντι της στεφανηφόρου Ακροπόλεως, της περιεχούσης τα ιερά λείψανα της ελληνικής τέχνης», όπως είχε γράψει ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου.

Τα δικά μου μάτια, βέβαια, κέρδισε ένα γλυπτό, κρυμμένο μέσα στα μονοπάτια του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών, που έμεινε γνωστό ως «επαναστατημένος άγγελος»: βρίσκεται καθιστό πάλι επάνω σε στήλη, το σώμα του βρίσκεται σε στάση συστροφής και περισυλλογής, αλλά οι μύες του, οι πήχεις του, οι φλέβες στον λαιμό του έχουν φουσκώσει από την ένταση. «Το έργο αυτό υλοποιείται μέσα στη δεκαετία του 1910, συλλαμβάνοντας στην ουσία το τεταμένο κλίμα της περιόδου, πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου». Είναι η σιγή πριν την έκρηξη.

Ίσως, γι’ αυτό μου ταίριαξε καλύτερα στο σήμερα.

***

INFO

Η ξενάγηση Πρώτο Κοιμητήριο Αθηνών: Υπαίθρια Γλυπτοθήκη, στο πλαίσιο του Athens City Festival, θα επαναληφθεί στις 28 Μαΐου (είσοδος ελεύθερη, απαραίτητη η δήλωση συμμετοχής λόγω περιορισμένων θέσεων), ενώ θα ακολουθήσουν περισσότερες τον Ιούνιο από το Athens Culture Net και τον Μιχάλη Γιοχάλα.