Τι πήγε τόσο λάθος και η φωτιά έφτασε από τον Βαρνάβα στην Πεντέλη
Πόσο καθαρισμένα ήταν τα δάση; Πόσο έτοιμοι ήταν οι δήμοι και το Πυροσβεστικό Σώμα; Απευθυνθήκαμε στη Γενική Γραμματεία Δασών του ΥΠΕΝ και το WWF Ελλάς, σκιαγραφώντας την καταστροφή μέσα από μια σειρά ερωτημάτων.
- 16 ΑΥΓ 2024
Πρόκειται για τη «δεύτερη δυσμενέστερη περίπτωση πυρκαγιάς σε καμένη έκταση που έχει εκδηλωθεί στον νομό Αττικής», όπως διαπίστωνε στην ανακοίνωσή του το Εθνικό Αστεροσκοπείο.
Με βάση την πρώτη λεπτομερή αποτίμηση που έκανε η ομάδα της επιχειρησιακής μονάδας Beyond βάσει δορυφορικών εικόνων, οι καμένες εκτάσεις από την πυρκαγιά που ξεκίνησε στον Βαρνάβα την περασμένη Κυριακή (11/8), ανέρχονται τουλάχιστον στα 99.480 στρεμ., από τα οποία –σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Copernicus CLMS Corine Land Cover– το 39% είναι μεταβατικές δασώδεις και θαµνώδεις εκτάσεις, το 26% σκληρόφυλλη βλάστηση, το 19.5% εκτάσεις µε αραιή βλάστηση και διάσπαρτη δόμηση, το 12% γεωργικές εκτάσεις, και το 3,5% ασυνεχής αστική δόμηση. Η παραπάνω καταμέτρηση δεν περιλαμβάνει την τελευταία μέρα, με την οποία ο τελικός απολογισμός ξεπερνά τα 104.000 στρέμ., κάτι που κατατάσσει την πυρκαγιά στην κατηγορία mega-fire.
Aκόμη πιο σοκαριστικό είναι το γεγονός ότι η πορεία και η εξέλιξη της πυρκαγιάς ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με εκείνη του 2009, όπως και παλαιότερων πυρκαγιών της δεκαετίας του ’90. Σαν να ζούμε την ιστορία σε επανάληψη, χωρίς να μαθαίνουμε από τα λάθη μας.
Εκατοντάδες σπίτια και επιχειρήσεις έχουν καταστραφεί, ζώα εγκλωβίστηκαν και σκοτώθηκαν, μια γυναίκα βρέθηκε αποτεφρωμένη.
Πώς συνέβη, λοιπόν, ενώ παραμένει σε πλήρη εξέλιξη το πρόγραμμα AntiNero και απορροφώνται περισσότερα κονδύλια από ποτέ για δασική προστασία, ενώ οι ομάδες δασοπυρόσβεσης έχουν ενισχυθεί με νέες μονάδες (βλ. δασοκομάντος) και ενώ στην προκειμένη περίπτωση «είχαμε τη μεγαλύτερη αριθμητικά δύναμη που έχει επιχειρήσει εντός σαρανταοκτάωρου σε όλα τα χρονικά της Πολιτικής Προστασίας», όπως τονίζει χαρακτηριστικά στο OneMan o Γενικός Γραμματέας Δασών του ΥΠΕΝ Στάθης Σταθόπουλος, να μετράμε για ακόμη ένα καλοκαίρι πληγές στην ανατολική Αττική;
Πώς συνέβη να μην καταφέρουμε να υψώσουμε μια αποτελεσματική γραμμή άμυνας και τελικά οι φλόγες να περάσουν από Γραμματικό, Καπανδρίτι, Μαραθώνα, Άγιο Στέφανο, Σταμάτα για να φτάσουν στις παρυφές του Διόνυσου και να καταλήξουν, περίπου 40 χλμ. μακρύτερα από όπου ξεκίνησαν, στην πολύπαθη Πεντέλη; Πώς και παρά την εμπειρία, παρά τις δυνάμεις, οι φλόγες έφτασαν να εισβάλουν εντός του πυκνού αστικού ιστού, φτάνοντας για πρώτη φορά μέχρι τα Βριλήσσια και το Χαλάνδρι;
Ερώτημα 1ο: Γιατί ξέφυγε η πυρκαγιά αφού ήταν άμεση η επέμβαση;
Με βάση το δημοσιευμένο μέχρι σήμερα υλικό, το «αποτύπωμα» της πυρκαγιάς στον Βαρνάβα καταγράφεται πρώτη φορά από το Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο της Ελληνικής Αστυνομίας μέσω drone στις 15:02. Την ίδια περίπου ώρα έναρξης υποδεικνύουν μερικές μαρτυρίες κατοίκων, ενώ άλλες προσδιορίζουν την έναρξη της πυρκαγιάς ακόμη και μία ώρα νωρίτερα (στις 14:00), χωρίς ωστόσο να έχει διαπιστωθεί η εγκυρότητά τους. Από το βίντεο που ανήρτησε ο Υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Βασίλης Κικίλιας, φαίνεται ότι η επέμβαση είναι εξαιρετικά άμεση, εφόσον δεχθούμε τις 15:00 ως ώρα έναρξης – μέσα σε λίγα λεπτά (στις 15:07) πραγματοποιείται η πρώτη ρίψη νερού από το ελικόπτερο το οποίο περιπολεί.
Από την πρόσφατη εμπειρία επιβεβαιώνεται πως η ταχύτητα απόκρισης των πυροσβεστικών δυνάμεων έχει βελτιωθεί σημαντικά: πριν τον Βαρνάβα, περιστατικά εκδήλωσης πυρκαγιών είχαν σημειωθεί εντός Αττικής σε Κερατέα, Γλυκά Νερά, Βάρη Κορωπίου, Κατσιμίδι Πάρνηθας και Σταμάτα, χωρίς να προλάβει κάποια να προκαλέσει ζημιά άνω των 4.000 στρ. «Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σε επίπεδο πρώτης προσβολής είμαστε πολύ πιο αποτελεσματικοί σε σχέση με παλιά», παραδέχεται ο Νίκος Γεωργιάδης, υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος της WWF Ελλάς, όσο μελετά τα πρώτα στοιχεία που έχει στα χέρια του απ’ την πυρκαγιά. «Οι συνθήκες ήταν όντως δύσκολες και η φωτιά έτρεξε. Αυτό δεν είναι απίθανο. Το ερώτημα είναι τι κάνεις αφού ξεφύγει μια πυρκαγιά».
Ερώτημα 2ο: Γιατί δεν απέδωσαν οι δυνάμεις
Αναφέρεται ότι στη μάχη της πυρόσβεσης το διάστημα 11-13 Αυγούστου βρίσκονταν 670 πυροσβέστες, «ένα νούμερο θηριώδες που παραπέμπει σε μεγέθη χωρών όπως η Ισπανία και ο Καναδάς», όπως επισημαίνει o Γενικός Γραμματέας Δασών του ΥΠΕΝ Στάθης Σταθόπουλος. «Είναι η μεγαλύτερη δύναμη που θα μπορούσε να υπάρξει, η μεγαλύτερη δύναμη που έχει δουλέψει εντός σαρανταοκτάωρου στα χρονικά της Πολιτικής Προστασίας». Εντούτοις, οι ενισχυμένες σε αριθμό και μέσα δυνάμεις δεν κατάφεραν την αναχαίτιση ως την Πεντέλη. Δηλώσεις αυτόπτων μαρτύρων αναφέρουν προβλήματα συντονισμού και συνεννόησης την κρίσιμη ώρα, όπως και ελλιπή ενημέρωση των κατοίκων. Γνωρίζουμε από πηγές του Πυροσβεστικού Σώματος πως το μόνιμο προσωπικό παραμένει σε δυσμενή θέση, είναι κατά βάση υπέργηρο και υποστελεχωμένο.
Ακόμη ένα διαφωτιστικό στοιχείο για την κατάσταση του Σώματος που επιχειρούσε προκύπτει απ’ την νέα καταγγελία των εποχικών πυροσβεστών (οι οποίοι είναι περίπου το 35% του Σώματος αυτή τη στιγμή), ότι επιχειρούσαν «ακόμα και 48 ώρες συνεχόμενα», χωρίς μάλιστα να τους παρέχονται τα βασικά. Παράλληλα, όσο δεν εντάσσονται στους μόνιμους, παραμένουν σε συνθήκες εργασιακές ανασφάλειας, βιώνοντας συν τοις άλλοις απαξίωση. Η προθυμία και η αποτελεσματικότητά τους στο πεδίο συνδέεται με τους παραπάνω παράγοντες.
Ερώτημα 3ο: Είχαν καθαριστεί τα επίμαχα δάση πριν φτάσει η φωτιά;
Σε χάρτη αποτύπωσης των έργων του προγράμματος AntNero που είχε δημοσιευθεί τον Φεβρουάριο του 2024, στο δάσος Πεντέλης αναγράφεται ότι εκκρεμούσαν εργασίες καθαρισμού σε 3.368 στρεμ., εργασίες συντήρησης δρόμων σε 451 στρεμ., αλλά και όλο το κομμάτι της δημιουργίας αντιπυρικών ζωνών (2.193 στρεμ.). Μάλιστα, έχουμε επιβεβαιώσει ότι είχαν αποσταλεί καταγγελίες κατοίκων Πεντέλης οι οποίοι ζητούσαν να σταματήσουν τα έργα επειδή, κατά την προσωπική τους άποψη, καταστρέφουν το δάσος. Απευθύναμε στον Γενικό Γραμματέα Δασών του ΥΠΕΝ το ερώτημα του κατά πόσο οι παρεμβάσεις ανθρώπων (που ενδεχομένως διέθεταν επιρροή στην τοπική κοινότητα) επηρέασαν την εξέλιξη των εργασιών στην Πεντέλη.
«Υπήρξε πράγματι μια μουρμούρα από μερικούς ανθρώπους, αλλά αυτό δεν είχε απολύτως καμία επίδραση στην πρόοδο των έργων», απαντάει, «οι εργασίες του αντιπυρικού σχεδιασμού προχωρούσαν κανονικά με βάση το χρονοδιάγραμμα. Μέχρι την εκδήλωση της πυρκαγιάς, μάλιστα, είχε ολοκληρωθεί πάνω από το 80%, γεγονός το οποίο διαπιστώσαμε με αυτοψία που είχαμε πραγματοποιήσει την προηγούμενη Πέμπτη με τον Υπουργό [Βασίλη Κικίλια]».
Θέλοντας να τονίσει την γενικότερη προσπάθεια που υλοποιείται σε επίπεδο δασικής αντιπυρικής προστασίας στη χώρα, παραθέτει το εξής αριθμητικό στοιχείο: «Σε αντίθεση με το θλιβερό και ψευδές 1% που διαδίδεται περί απορρόφησης για τη δασικής αντιπυρική προστασία, ισχύει ότι μέχρι τα τέλη του 2024, δηλαδή ενώ θα είμαστε στα μέσα του τρέχοντος AntiNero, θα έχει απορροφηθεί το 45%. Και είναι εντυπωσιακό ότι από το 2020 έως σήμερα έχουν διατεθεί συνολικά 940 εκατ. για τη δασική αντιπυρική προστασία στη χώρα, όταν την περίοδο 2015-2019 είχαν διατεθεί 70,3 εκατ. ευρώ».
Ερώτημα 4ο: Γιατί πέρασε η φωτιά στην Πεντέλη αφού υπήρχαν οι αντιπυρικές ζώνες;
Σε επίπεδο επιχειρησιακής δράσης, οι αντιπυρικές ζώνες λειτουργούν σαν «σύνορα» – είναι τα σημεία όπου πέφτει η ένταση της πυρκαγιάς και οι επίγειες δυνάμεις μπορούν να την αποκρούσουν, υψώνοντας μια γραμμή άμυνας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι θέσεις των αντιπυρικών ζωνών θα έπρεπε να έχουν τοποθετηθεί σε στρατηγικά σημεία βάσει των μοντέλων εξέλιξης πυρκαγιών στην ανατολική Αττική από την εμπειρία των προηγούμενων χρόνων. Όπως εξηγεί ο Σ. Σταθόπουλος, στην Πεντέλη οι αντιπυρικές ζώνες αφορούν πρωτίστως το βόρειο τμήμα του δάσους (πάνω από την Παλιά Πεντέλη προς Διόνυσο), όπου βρίσκεται ο «πυρήνας του δάσους», και δευτερευόντως το νότιο τμήμα (Νέα Πεντέλη).
«Στο βόρειο τμήμα, η αντιπυρική ζώνη απέδωσε στο 100%, στο νότιο τμήμα, όπου ακόμη ήταν σε εξέλιξη οι εργασίες, δεν απέδωσε, εκεί η ζημιά ήταν μεγάλη έως και ολοσχερής σε κάποια σημεία». Η συνέπεια ήταν να παραδοθεί στις φλόγες ένα σημαντικό μέρος της φυσικής αναγέννησης απ’ τις πυρκαγιές του 2009, του ’95 και του ’98, αλλά και στρέμματα τα οποία είχαν αναγεννηθεί τεχνητά, όπως τα 35.000 δέντρα που είχαν φυτευτεί πρόσφατα σε σύμβαση με την Παπαστράτος, με αποτέλεσμα κόποι και πόροι να πάνε στράφι.
Άλλωστε, πώς να μπορέσεις να στείλεις τις δυνάμεις να υπερασπιστούν τις γραμμές άμυνας των αντιπυρικών ζωνών, όταν η φωτιά απειλεί ανεξέλεγκτη σπίτια και ανθρώπινες ζωές; Όπως διαπιστώνει με εμπειρία χρόνων στη μελέτη των πυρκαγιών ο Νίκος Γεωργιάδης της WWF Ελλάς, «είναι δεδομένο ότι σε αυτή την έκταση υπάρχουν πάρα πολύ οικισμοί, και ένα μεγάλο κομμάτι των πυροσβεστικών δυνάμεων αποσπάται εκεί, ακριβώς επειδή δεν έχουμε λάβει τα απαραίτητα μέτρα και οι οικισμοί είναι απροστάτευτοι». Ακόμη και να έχουν σχεδιαστεί οι αντιπυρικές ζώνες λοιπόν δεν σημαίνει ότι είναι εφικτό να τις υπερασπιστούν οι δυνάμεις την κρίσιμη ώρα.
Ερώτημα 5ο: Πόσο προετοιμασμένοι ήταν οι δήμοι για την πυρκαγιά;
Μέχρι στιγμής, τοπικά σχέδια δράσης για την πρόληψη δασικών πυρκαγιών δεν υπάρχουν στη χώρα.
Ο δήμος Πεντέλης, βέβαια, περιλαμβάνεται στους πρώτους δήμους που έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα του Υπουργείου Περιβάλλοντος & Ενέργειας για «ενίσχυση πυροπροστασίας κατοικημένων περιοχών» που αφορά αποκλειστικά στη δημιουργία αντιπυρικών ζωνών, πλάτους 10 μ., περιμετρικά των οικισμών (ένα μέτρο ελάχιστα αποτελεσματικό από μόνο του), αλλά η πρωτοβουλία βρέθηκε να υλοποιείται καταμεσής της αντιπυρικής περιόδου του 2024 και έτσι ακόμη μια καταστροφή πρόλαβε τους οικισμούς απροετοίμαστους. Το ίδιο ισχύει και για τη Διαχειριστική Μελέτη του Δάσους Πεντέλης –ένα πάγιο αίτημα για τη βελτιστοποίηση της διαχείρισης των δασών– που συμβασιοποιήθηκε στις αρχές της άνοιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί και να τεθεί σε διαβούλευση των Οκτώβριο.
Το διαφορετικό σε επίπεδο τοπικής προετοιμασίας σε σχέση με άλλες χρονιές ήταν το ποσοστό των καθαρισμένων οικοπέδων. Το νέο νομοθετικό πλαίσιο το οποίο τέθηκε σε ισχύ για τα «ακαθάριστα οικόπεδα» (πάλι σε αμφιλεγόμενο χρονικά σημείο, πριν το καλοκαίρι, ούτως ώστε να αφομοιωθεί από τους πολίτες) συνέβαλε στο να είναι λιγότερη η παρατημένη καύσιμη ύλη που δυναμιτίζει την πυρκαγιά – ενδεικτικά, στον Δήμο Ραφήνας-Πικερμίου συλλέχθηκαν 30 φορές περισσότεροι τόνοι βιομάζας σε σχέση με πέρυσι. Βέβαια, ένα από τα προβλήματα που ανέκυψαν από το επίμαχο νομοθετικό πλαίσιο ήταν οι σωροί από ξερόκλαδα που έμειναν στοιβαγμένα έξω από τα οικόπεδα, χωρίς να τα παραλαμβάνουν έγκαιρα τα μηχανήματα του δήμου.
«Υπάρχει έλλειψη σωστού σχεδίου πρόληψης δασικών πυρκαγιών σε επίπεδο δήμου», τονίζει ο Ν. Γεωργιάδης. «Οι δήμοι, όσοι απ’ αυτούς έχουν στελεχωμένο γραφείο πολιτικής προστασίας, καλούνται να σχεδιάσουν με το σχέδιο Ιόλαος, το οποίο όμως αφορά στο τι πρέπει να γίνει αφού ξεσπάσει μια πυρκαγιά. Έτσι, ο απαραίτητος σχεδιασμός για την πρόληψη των πυρκαγιών δεν υπάρχει ή όπου υπάρχει δεν είναι σαφής και με ενιαίες προδιαγραφές, ώστε και να αντλεί τα απαραίτητα κονδύλια, αλλά και να προσφέρει στη λογοδοσία και τη διαφάνεια των δήμων. Συνεπώς, για πολλοστή φορά οι οικισμοί των Δήμων που βρίσκονται σε μίξη με δάση παραμένουν απροετοίμαστοι, ευάλωτοι και αποσπούν σημαντικές επίγειες πυροσβεστικές δυνάμεις από το ζητούμενο που είναι η κατάσβεση εντός του δάσους.»
***
Ποιο είναι το δίδαγμα που πρέπει να κρατήσουμε από την τελευταία σαρωτική πυρκαγιά στην ανατολική Αττική;
«Το βασικό θέμα στο οποίο εμείς καταλήγουμε έχει να κάνει με τον σωστό σχεδιασμό», απαντά ο Νίκος Γεωργιάδης εκ μέρους της WWF. «Παρότι τα τελευταία χρόνια γίνονται βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, μένουν πολλά ακόμη να γίνουν, με σημαντικότερο όλων τη στρατηγική σχεδιασμού».
«Αυτή η φωτιά που ζήσαμε παρουσιάζει μοτίβο τρομακτικά ίδιο με εκείνο του 2009, του 1995 και του 1992. Αυτό λοιπόν που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι δυστυχώς δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Δεν λαμβάνουμε υπόψη τα δεδομένα. Π.χ. Ότι οπουδήποτε στη βορειοανατολική Αττική και αν ξεκινήσει πυρκαγιά, άμα φυσάει αέρας με βόρεια διεύθυνση, η πυρκαγια με βάση το ανάγλυφο θα φτάσει στην Πεντέλη. Εάν το είχαμε μάθει, θα είχαμε δουλέψει ανάλογα τόσο κατά την προετοιμασία όσο και στο στάδιο της καταστολής της πυρκαγιάς, και δεν θα είχαμε αυτά τα αποτελέσματα».